Αλλαγές στο δίκαιο των απολύσεων εισάγουν οι νέες προτεινόμενες διατάξεις του...
εργασιακού νομοσχεδίου.
Από τη μία το βάρος της απόδειξης για τη νομιμότητα μιας απόλυσης πέφτει πλέον στον εργοδότη, από την άλλη προβλέπεται πως σε περίπτωση που το δικαστήριο κρίνει άκυρη μια απόλυση, ο εργοδότης να μην επαναπροσλάβει τον εργαζόμενο στη δουλειά, αλλά να του δώσει έξτρα αποζημίωση.
Την ίδια στιγμή, διευρύνεται η λίστα των περιπτώσεων της άκυρης απόλυσης, που σημαίνει επιστροφή του εργαζομένου στην εργασία του και καταβολή των μισθών για την περίοδο μέχρι την επαναπασχόληση.
Για παράδειγμα δεν μπορεί να απολυθεί ένας πατέρας τους πρώτους έξι μήνες της γέννησης του παιδιού του.
Άκυρη επίσης θα κρίνεται και η απόλυση ενός εργαζόμενου με τηλεργασία, ο οποίος θα επικαλεστεί το δικαίωμα της αποσύνδεσης.
Αναλυτικά, άκυρες θεωρούνται σύμφωνα με την προτεινόμενη διάταξη και οι απολύσεις:
- Για άσκηση των δικαιωμάτων σε περίπτωση βίας και παρενόχλησης.
- Του πατέρα νεογεννηθέντος τέκνου.
- Εργαζομένων που έλαβαν ή ζήτησαν οποιαδήποτε άδεια.
- Εργαζομένων που αρνήθηκαν να συμφωνήσουν διευθέτηση του χρόνου εργασίας.
- Τηλεργαζομένων που άσκησαν το δικαίωμα αποσύνδεσης.
Σημειώνεται ότι συνεχίζει να ισχύει η ακυρότητα των απολύσεων που οφείλονται σε δυσμενή διάκριση λόγω φύλου, πεποιθήσεων, σεξουαλικού προσανατολισμού, αναπηρίας, συνδικαλιστικής δράσης.
Η έξτρα αποζημίωση
Στην περίπτωση που η απόλυση που δεν αφορά τους παραπάνω λόγους, το δικαστήριο, έπειτα από αίτημα είτε του εργαζομένου είτε του εργοδότη, αντί για την επαναπρόσληψή του, μπορεί να επιδικάσει υπέρ του εργαζομένου ποσό πρόσθετης αποζημίωσης ίση με αποδοχές 3 έως 24 μηνών. Το αίτημα για επιπλέον αποζημίωση μπορεί να υποβληθεί από τον εργαζόμενο ή από τον εργοδότη σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης.
Η πρόσθετη αποζημίωση δεν μπορεί να είναι μικρότερη από τις αποδοχές 3 μηνών, ούτε μεγαλύτερη από το διπλάσιο της νόμιμης αποζημίωσης δηλαδή 24 μηνών.
Δεν επιτρέπεται, αν συντρέχουν ως λόγοι απόλυσης, ο εργαζόμενος να αιτηθεί ταυτόχρονα την ακύρωση της καταγγελίας μετά των συνεπειών αυτής και την αστική ποινή. Στην περίπτωση που γίνει κάτι τέτοιο, η αγωγή θα απορρίπτεται ως απαράδεκτη.