Η παραίτηση του Χρήστου Ταραντίλη από τη θέση του κυβερνητικού εκπροσώπου δεν αποτέλεσε... κεραυνό εν αιθρία.
Οι παροικούντες την πολιτική Ιερουσαλήμ είχαν διαγνώσει από καιρό ότι ο 48χρονος καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου της Αθήνας δυσκολευόταν από την αρχή να «χωρέσει στο κοστούμι» που κλήθηκε να φορέσει στις αρχές του περασμένου όταν έγινε ο τελευταίος ανασχηματισμός.
Μπορεί να είχε άνεση στην δημόσια παρουσία, η οποία έγινε εμφανής από την πρώτη κιόλας ενημέρωση που έκανε στους εκπροσώπους των ΜΜΕ, πλην, όμως, τόσο ο τρόπος έκφρασής του όσο και η κινησιολογία έδειχναν ότι είχε δυσκολία να αποποιηθεί το «κοστούμι» του πανεπιστημιακού δάσκαλου που «φορούσε» όλα τα προηγούμενα χρόνια. Ο ίδιος δυσκολευόταν να μείνει ακίνητος στο podium του κυβερνητικού εκπροσώπου, επειδή, όπως έλεγε σε συνομιλητές του, είχε μάθει από τις πανεπιστημιακές αίθουσες να κινείται επί του βήματος για να κάνει πιο παραστατική τη διδασκαλία του.Εξίσου εμφανής ήταν και η αδυναμία του κ. Ταραντίλη να συμφιλιωθεί με τη μνημειώδη ενός άλλου πανεπιστημιακού δάσκαλου, του Αθανάσιου Κανελλόπουλου, σύμφωνα με την οποία «ο κυβερνητικός εκπρόσωπος αποτελεί το αποσμητικό της κυβερνητικής τουαλέτας». Αντιθέτως, από τη πρώτη στιγμή που ανέλαβε καθήκοντα εκπροσώπησης της κυβέρνησης, όντας μάλιστα ο πρώτος υφυπουργός που ανέλαβε το συγκεκριμένο πόστο χωρίς να έχει στην αρμοδιότητά του για τα θέματα ΜΜΕ, που ανατέθηκαν στον υφυπουργό παρά τω πρωθυπουργώ Θοδωρή Λιβάνιο, επεχείρησε να αλλάξει τον τρόπο αντιπαράθεσης με την αντιπολίτευση, αλλά και τη σχέση της κυβέρνησης με τους εκπροσώπους των μέσων ενημέρωσης.
Ενημέρωση με ύφος πανεπιστημιακού
Από την πρώτη ανακοίνωση που εξέδωσε τη μέρα που ορκίστηκε υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ (5 Ιανουαρίου) κινήθηκε σε εντελώς διαφορετικό ύφος από εκείνο που ακολουθούσαν σχεδόν όλοι ανεξαιρέτως οι προκάτοχοι του. Απαντώντας στην κριτική που είχε ασκήσει λίγο πριν ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας για την επιδημιολογική κατάσταση της Θεσσαλονίκης, ο κ. Ταραντίλης περιορίστηκε να τον καλέσει να υποβάλει τις προτάσεις του.
«Λυπάμαι που η πρώτη μου ανακοίνωση ως κυβερνητικός εκπρόσωπος αφορά την απάντηση σε ανάρτηση του κ. Τσίπρα, το ύφος της οποίας κινείται στα όρια της πολιτικής αντιπαράθεσης», ανέφερε στην ανακοίνωσή του ο κ. Ταραντίλης. Και κατέληγε επισημαίνοντας: «Η πολιτική αντιπαράθεση είναι στοιχείο της δημοκρατίας. Προτείνω να μην εξαντλείται σε αφορισμούς και ακραίους χαρακτηρισμούς που προκαλούν την αποστροφή των πολιτών, αλλά να διεξάγεται με δεδομένα κι επιχειρήματα».
Αλλά και στο πρώτο briefing που έκανε λίγες μέρες αργότερα (στις 11 Ιανουαρίου) απευθυνόμενος στους πολιτικούς συντάκτες εμφανίστηκε έτοιμος να εγκαινιάσει μια διαφορετική σχέση μαζί τους. «Θα ήθελα, τώρα στην αρχή, να μοιραστώ μαζί σας τις απόψεις μου για τον τρόπο που βλέπω τα νέα μου καθήκοντα. Έτσι θα γνωρίζετε και εσείς τι μπορείτε να περιμένετε από εμένα κατά τη διάρκεια της θητείας μου. Χωρίς μεγάλα λόγια, που άλλωστε όσοι με γνωρίζουν ξέρουν ότι τα απεχθάνομαι», δήλωνε.
«Αν και η θέση αυτή είναι συνυφασμένη με την πολιτική επικοινωνία, την αντιλαμβάνομαι και ως θεσμική αρμοδιότητα, βαθιά πολιτική. Και αυτό γιατί η επικοινωνία των κυβερνητικών αποφάσεων και θέσεων οφείλει να εγγυάται την έγκυρη, διαφανή και επίκαιρη πληροφόρηση των πολιτών. Πρόκειται για συνταγματικό καθήκον. Το καθήκον, βέβαια, αυτό διεκπεραιώνεται με την αρωγή και τη συμμετοχή του δημοσιογραφικού κόσμου. Οι δημοσιογράφοι έχετε χαρακτηριστεί από τη Δικαιοσύνη ως οι φρουροί της δημοκρατικής νομιμότητας. Σέβομαι και τιμώ το καθήκον που έχετε απέναντι στο λειτούργημά σας», συμπλήρωνε ο νέος κυβερνητικός εκπρόσωπος.
Και κατέληγε λέγοντας: «Θα προσπαθήσω, στο μέτρο του δυνατού, να είμαι διαθέσιμος απέναντί σας για τις ανάγκες και της δικής σας έγκυρης, διαφανούς και επίκαιρης δημοσιογραφικής ενημέρωσης. Αντιλαμβάνομαι ότι η εκπλήρωση των καθηκόντων μου στην πληροφόρηση των πολιτών -καθώς τέμνεται με τα δικά σας καθήκοντα- απαιτεί μια συνεργασία θεμελιωμένη στον αμοιβαίο σεβασμό και την εμπιστοσύνη. Θα προσπαθήσω με όλες μου τις δυνάμεις να ανταπεξέλθω σε αυτή την ανάγκη».
Ο ίδιος έλεγε σε συνομιλητές του ότι είχε το «πράσινο φως» του πρωθυπουργού να χειρίζεται «εν λευκώ» τα θέματα της ενημέρωσης. Και όντως το πρώτο διάστημα το «πνεύμα Ταραντίλη» ήταν διάχυτο στις κυβερνητικές ανακοινώσεις που είχαν την υπογραφή του. Προϊόντος του χρόνου, όμως, και καθώς η αξιωματική αντιπολίτευση συνέχιζε την τακτική των υψηλών τόνων, οι επίσημες κυβερνητικές αντιδράσεις, όταν δεν καθυστερούσαν χαρακτηριστικά να εκδοθούν, ήταν διατυπωμένες σε ύφος που έμοιαζε ανεπαρκές για να θεωρηθεί ως αποτελεσματική απάντηση.
Επικοινωνία από τα… «μετόπισθεν»
Σε αντίθεση με τον προκάτοχό του Στέλιο Πέτσα, ο κ. Ταραντίλης ήθελε να μετράει ο ίδιος την κάθε λέξη που περιείχαν οι ανακοινώσεις του. Έτσι πολύ συχνά προκαλούνταν τριβές με τον υπόλοιπο επικοινωνιακό μηχανισμό της κυβέρνησης, αλλά και γενικώς με το «σύστημα Μαξίμου» το οποίο ήθελε πιο γρήγορα ανακλαστικά. Συχνά, μάλιστα, προκειμένου να καλυφθεί το «κενό» που δημιουργούσε το «ζύγισμα του καθηγητή», για την εγκαιρότερη αντίδραση ενεργοποιούνταν ο επικοινωνιακός μηχανισμός της Πειραιώς. Ενώ στα πιο δύσκολα έβγαινε μπροστά η αναπληρώτρια κυβερνητική εκπρόσωπος Αριστοτελία Πελώνη και σε ορισμένες περιπτώσεις ο διευθυντής του γραφείου Τύπου του Μαξίμου Δημήτρης Τσιόδρας.
Άλλοτε ηθελημένα και άλλοτε όχι, ο Χρήστος Ταραντίλης έμενε όλο και πιο συχνά στα «πολιτικά και επικοινωνιακά μετόπισθεν», κάτι που δεν ήταν συμβατό με τον παραδοσιακό ρόλο του κυβερνητικού εκπροσώπου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μην είναι καλός γνώστης των τεκταινομένων στα ενδότερα της κυβέρνησης και να αιφνιδιάζεται από τις ερωτήσεις που δεχόταν από τους δημοσιογράφους στο briefing. Έναν τέτοιο αιφνιδιασμό δέχθηκε όταν ρωτήθηκε για την παραίτηση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου Δημήτρη Λιγνάδη. Την απέδωσε «σε προσωπικούς λόγους» του κατηγορούμενου, πλέον, για βαρύτατα αδικήματα σκηνοθέτη και ηθοποιού. Ήρθε έτσι σε αντίθεση με το αφήγημα της κυβέρνησης ότι η παραίτηση ζητήθηκε από την υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη αμέσως μόλις κατατέθηκε η πρώτη μήνυση εις βάρος του Δ. Λιγνάδη.
Την προηγούμενη εβδομάδα και ενώ το πολιτικό σκηνικό είχε πάρει φωτιά από την απαίτηση της αντιπολίτευσης να παραιτηθεί η Λίνα Μενδώνη, ο Χρήστος Ταραντίλης δεν έκανε το καθιερωμένο briefing των πολιτικών συντακτών ούτε τη Δευτέρα ούτε την Πέμπτη, που είναι οι δύο ημέρες που ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ενημερώνει τους εκπροσώπους των ΜΜΕ. Την Τρίτη τον αντικατέστησε η κ. Πελώνη, επειδή, όπως ειπώθηκε, ο ίδιος είχε «οικογενειακούς λόγους». Την Πέμπτη δεν έγινε καθόλου briefing, με τη δικαιολογία ότι συνέπιπτε χρονικά με τη συζήτηση των πολιτικών αρχηγών στη Βουλή.
Η απουσία του κ. Ταραντίλη από το προσκήνιο σε μια τόσο «καυτή» περίοδο προκάλεσε ερωτήματα και εντυπώσεις που τόσο το Μέγαρο Μαξίμου όσο και ο ίδιος ματαίως πάσχιζαν να διασκεδάσουν. Η πορεία εξόδου του από την κυβέρνηση που προδιαγράφονταν φάνταζε αναπότρεπτη. Ως είθισται, άλλωστε, κάποιος έπρεπε να υπογράφει τις κυβερνητικές ανακοινώσεις και αυτός δεν μπορούσε να είναι άλλος από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο. Όμως, το βράδυ του περασμένου Σαββάτου όταν προέκυψε η ανάγκη να δοθεί απάντηση εκ μέρους της κυβέρνησης στον Αλέξη Τσίπρα που είχε ζητήσει να ικανοποιηθεί το αίτημα του απεργού πείνας Δημήτρη Κουφοντίνα να μεταφερθεί στον Κορυδαλλό, η ανακοίνωση δεν υπογράφηκε από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, αλλά από το γραφείο Τύπου του πρωθυπουργού.
Ο επίλογος γράφηκε το μεσημέρι της Κυριακής όταν ανακοινώθηκε η παραίτηση του κ. Ταραντίλη και οι δύο πλευρές, δηλαδή ο ίδιος και το Μέγαρο Μαξίμου, την απέδωσαν σε «οικογενειακούς λόγους». Ο παραιτηθείς, με τον οποίο συνομίλησε το «protothema.gr», υπήρξε κατηγορηματικός ότι «δεν υπάρχουν πολιτικοί λόγοι» πίσω από την παραίτησή του. Και έδειξε να εκπλήσσεται όταν του επισημάνθηκε ότι «δεν θα γίνει πιστευτός». Η αντίδρασή του ήταν: «Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι γι΄ αυτό. Αρχή μου είναι ότι η οικογένεια είναι πάνω απ΄ όλα».
Η «δύσκολη εξίσωση»
Είναι χαρακτηριστικό, εξάλλου, ότι στο profile του Χρήστου Ταραντίλη που δημοσίευσε το «ΘΕΜΑ» της Κυριακής 10 Ιανουαρίου, αναφερόταν τα εξής χαρακτηριστικά: «Παντρεμένος και πατέρας δύο κοριτσιών που φοιτούν στο Δημοτικό, ο καθηγητής Ταραντίλης εύρισκε πάντα τρόπους να ισορροπεί στους πολλαπλούς ρόλους που είχε κατά καιρούς συνδυάζοντας τις ανάγκες της οικογένειας με την ενεργή παρουσία του στο Πανεπιστήμιο στο Κοινοβούλιο και γενικά στη δημόσια σφαίρα. Ο απαιτητικός, ωστόσο, ρόλος του κυβερνητικού εκπροσώπου που του ανέθεσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης κάνει πλέον πολύ δύσκολη την εξίσωση που καλείται να επιλύσει ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ που θα μοιράζει εφεξής τον χρόνο ανάμεσα στο Μέγαρο Μαξίμου και στο πάλαι ποτέ υπουργείο Τύπου που εδρεύει δίπλα στο Πάντειο Πανεπιστήμιο».
Και το ίδιο δημοσίευμα κατέληγε ως εξής: «Διότι δεν είναι μόνον οι πολύ πιο πολλές ώρες που πρέπει να είναι alert για να ανταποκριθεί το νέο πόστο. Είναι, πολύ περισσότερο, ότι θα κληθεί συχνά να βρει επιχειρήματα για να δικαιολογήσει λάθη και αστοχίες άλλων. Και σίγουρα θα χρειαστεί να θυμηθεί την εποχή που ήταν “ροκάς” στα νιάτα του, καθώς πολιτική χωρίς “σκληρό ροκ”, όπως λέμε τα τελευταία χρόνια, την σκληρή αντιπαράθεση, είναι δύσκολο έως απίθανο να γίνει».
Ο εξελίξεις έδειξαν ότι ο κ. Ταραντίλης, του οποίου οι πρώτες του πανεπιστημιακές σπουδές ήταν στα Μαθηματικά, δεν κατάφερε τελικά να τις δύο δύσκολες εξισώσεις με τις οποίες ήρθε αντιμέτωπος και ήταν αφενός να είναι κοντά στην οικογένεια του, ασκώντας τα καθήκοντα του εκπροσώπου της κυβέρνησης που απαιτούν σχεδόν 24ωρη διαθεσιμότητα και αφετέρου να ακολουθήσει πολιτική χαμηλών τόνων σε μια περίοδο έντονων πολιτικών αντιθέσεων.