Ερωτηματικά προκαλεί η σκληρή επίθεση στον Αντώνη Σαμαρά που πραγματοποίησε με πρωτοσέλιδο η εφημερίδα... Το Βήμα.
Η εφημερίδα κάνει λόγο στο ρεπορτάζ της για «βουβό θυμό στο.. Μαξίμου για τις ''κορόνες'' Σαμαρά», ενώ το κύριο άρθρο της εφημερίδας τιτλοφορεί σχετικό άρθρο της με τη ρήση «Ο λύκος κι αν εγέρασε».
Γράφει στο κύριο Άρθρο του το Βήμα
Ο Αντώνης Σαμαράς τοποθετήθηκε την περασμένη Κυριακή με τρόπο επιθετικό επί των εθνικών μας θεμάτων.
Και το έπραξε σχεδόν επιδεικτικά, εν όψει της έναρξης των διερευνητικών επαφών με τη γείτονα στην Κωνσταντινούπολη.
Εδρασε χωρίς αμφιβολία επί σκοπώ. Θέλησε να προκαταλάβει τις προπαρασκευαστικές συνομιλίες και εν πολλοίς να δεσμεύσει την κυβέρνηση Μητσοτάκη, ώστε να μην προχωρήσει σε οποιονδήποτε διάλογο με την Τουρκία.
Κατά τον πρώην πρωθυπουργό, η Ελλάδα δεν μπορεί να συνομιλεί, όπως λέει, με «πειρατές»!
Αντιμετωπίζει, με άλλα λόγια, τους Τούρκους ως διεκδικητές και δυνάμει καταπατητές της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο και στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και έτσι θεωρεί πως μαζί τους δεν έχουμε να συζητήσουμε το παραμικρό, παραβλέποντας βεβαίως ότι επί των ημερών του επέτρεψε τη διενέργεια διερευνητικών συνομιλιών και υπήρξε ο ίδιος προσωπικά δις συνομιλητής του Ταγίπ Ερντογάν.
Το ενδιαφέρον είναι ότι στην παρούσα ιδιαίτερη φάση, δεν περιορίστηκε μόνο στο ζήτημα του ελληνοτουρκικού διαλόγου, παρά δήλωσε εμφατικά ότι θα καταψηφίσει και τις επιμέρους συμφωνίες με τη Βόρεια Μακεδονία, όταν αυτές θα έλθουν προς ψήφιση στη Βουλή, δημιουργώντας την εντύπωση ότι θέλει να εκφράσει κατά τρόπο απόλυτο το μπλοκ της εθνικιστικής Δεξιάς.
Η αλήθεια είναι ότι ο Αντώνης Σαμαράς δεν ενεργεί εν κενώ. Εδώ και δεκαετίες ακολουθεί άκαμπτη στάση στα εθνικά θέματα, παίζει το εθνικιστικό χαρτί, ενδυόμενος άλλοτε τη στολή του ασυμβίβαστου «μακεδονομάχου» και άλλοτε εκείνη του ανελέητου «τουρκοφάγου».
Ο ίδιος προβάλλει κατά καιρούς τις οικογενειακές του παραδόσεις, όπως και την πολιτική καταγωγή του, εμφανίζει εαυτόν γνήσιο τέκνο του Ευάγγελου Αβέρωφ, αν και ο τελευταίος υπήρξε κατά καιρούς συνομιλητής των Τούρκων και μαζί ένθερμος υποστηρικτής του πολιτικού ρεαλισμού, ειδικά στις διεθνείς σχέσεις.
Οπως και να έχει, ο άλλοτε πρωθυπουργός δεν είναι άμοιρος ευθυνών, ούτε μπορεί να μείνει ασχολίαστη η πολιτική του στάση και διαδρομή.
Οσοι έχουν παρακολουθήσει από κοντά την πολιτική του διαδρομή, τον περιγράφουν ως εμμονικό και μαζί παρορμητικό, χωρίς φραγμούς και ενδοιασμούς, που δεν συμβιβάζεται με την ιδέα της πολιτικής απομόνωσης και γι’ αυτό διεκδικεί συνεχώς ρόλους και την προσοχή της κοινής γνώμης.
Εισήλθε προικοδοτημένος και νεότατος, 25 ετών, στην πολιτική σκηνή στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, συνδέθηκε εξ αρχής με το πιο σκληρό κομμάτι της δεξιάς παράταξης, η θητεία του στο υπουργείο Οικονομικών το 1989 υπήρξε προβληματική και η μετέπειτα, μεταξύ 1990-1993, στο υπουργείο Εξωτερικών καταστροφική.
Δεν απορρόφησε, δεν κατανόησε, ούτε εκμεταλλεύθηκε τις μεγάλες αλλαγές που ακολούθησαν την κατάρρευση του σοσιαλιστικού μπλοκ στις αρχές της δεκαετίας του ’90, παρά τροφοδότησε με μίσος και εμφυλιοπολεμικές εντάσεις το μακεδονικό ζήτημα.
Καπηλεύτηκε το αίσθημα του λαού, ανήγαγε σε μείζον ένα δευτερευούσης εθνικής σημασίας ζήτημα εξωτερικής πολιτικής και επιχείρησε γύρω από αυτό να χτίσει ηγετικό προφίλ.
Επαιξε το χαρτί του λαϊκισμού και της εθνικοφροσύνης και έφθασε να γκρεμίσει την τότε κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στο όνομα του υποτιθέμενου εθνικού αγώνα, αν και πολλά άλλα συνόδευσαν εκείνη την επιλογή του.
Ιδρυσε κόμμα στη συνέχεια, απέτυχε παταγωδώς και έζησε ακολούθως για μια δεκαετία σε πολιτική απομόνωση και αργία. Τον επανένταξε ο Κώστας Καραμανλής ως αντίπαλο δέος στην πάντα διεκδικούσα την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας οικογένεια Μητσοτάκη.
Εν τέλει, διαδέχθηκε τον Καραμανλή μετά την ήττα του 2009, αλλά η πολιτική έρημος που διήλθε τα προηγούμενα πολλά χρόνια δεν τον άλλαξε, όπως έδειξαν οι πράξεις και οι επιλογές του στα πρώτα έτη της ηγεσίας του.
Ολοι θυμούνται, ως υπερφίαλα και ανεδαφικά, τα περιβόητα σχέδια του Ζαππείου στον καιρό των μνημονίων, που τροφοδότησαν τις αντιμνημονιακές εξάρσεις και εν πολλοίς προετοίμασαν την άνοδο του Αλέξη Τσίπρα στην εξουσία.
Από την αδημονία του να κυβερνήσει, άφησε ημιτελές του έργο της κυβέρνησης Παπαδήμου και μετέπειτα η πρωθυπουργία του κατεγράφη ως μια διαρκής ταλάντευση ανάμεσα στη μεταρρύθμιση, στον λαϊκισμό και στα πολυποίκιλα συμφέροντα (όλοι θυμούνται την εσπευσμένη πώληση του χρυσοτόκου ΟΠΑΠ στους Τσέχους).
Οταν την άνοιξη του 2014 ηττήθηκε στις ευρωεκλογές, παρέδωσε στην κυριολεξία το πνεύμα του και την παράταξη που τον φιλοξένησε στη χλεύη των άλλοτε ηττημένων.
Εκτοτε διεκδικεί παρασκηνιακώς ρόλους και επιρροή. Και όσο δεν τη βρίσκει, «βάζει φιτιλιές» και οργανώνει διαβρωτικές ομαδοποιήσεις. Μετά τις τελευταίες παρεμβάσεις του πολλοί διερωτήθηκαν αν θα επιχειρήσει ξανά μια δεύτερη απόπειρα κλονισμού της κυβέρνησης, του νεότερου Μητσοτάκη.
Οι συνθήκες προφανώς δεν είναι ίδιες και οι δυνατότητές του είναι περιορισμένες. Αλλοι σημειώνουν ότι το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού. Ορισμένοι ωστόσο επιμένουν ότι «ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, μήτε τη γνώμη άλλαξε μήτε την κεφαλή του…».