Η νόσος Covid-19 θα οδηγήσει σε ήπια συμπτώματα από το αναπνευστικό σύστημα, μικρής διάρκειας ακόμη και σε απουσία συμπτωμάτων σε... ορισμένους ασθενείς.
Ωστόσο σε ορισμένους ανθρώπους τα συμπτώματα επιμένουν επί μακρόν μετά την αρχική λοίμωξη. Πότε συμβαίνει αυτό και ποιο είναι το πιο επίμονο σύμπτωμα
Σε άρθρο της στο The Conversation η κ. Frances Williams καθηγήτρια Γενετικής Επιδημιολογίας στο King’s College London διερευνά όλα όσα γνωρίζουμε μέχρι σήμερα για τον κορωνοϊό. Αν και τα συμπτώματα της λοίμωξης που επιμένουν επι μακρόν δεν είναι ακόμα πλήρως κατανοητά και οι έρευνες συνεχίζονται, έχουν ανακύψει τα παρακάτω δεδομένα σχετικά με το ποιες κατηγορίες ατόμων βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο, πόσο συχνά εμφανίζονται και ποια είναι η επίδρασή τους στην μετέπειτα ζωή των ασθενών.
Τα συμπτώματα που επιμένουν
Η «επίμονη» νόσος Covid-19 περιλαμβάνει μια πληθώρα συμπτωμάτων όπως πονοκεφάλους, δύσπνοια, έντονη κόπωση και απώλεια όσφρησης και γεύσης. Μια σχετικά μεγάλη έρευνα σε 384 άτομα που εισήχθησαν στο νοσοκομείο με COVID-19 έδειξε ότι ένα ποσοστό 53% των ατόμων είχε ακόμα δυσπνοια ένα με δύο μήνες αργότερα, ενώ το 34% των ατόμων είχαν ακόμα συμπτώματα βήχα και το 69% ανέφερε το αίσθημα έντονης κόπωσης. Μια πρώτη ανάλυση των δεδομένων από την εφαρμογή COVID Symptom Study έρχεται να επιβεβαιώσει τα παραπάνω ευρήματα: 13% των ατόμων που νόσησαν από COVID-19 είχαν συμπτώματα για περισσότερες από 28 μέρες ενώ το 4% των ατόμων είχαν συμπτώματα ακόμα και 56 μέρες μετά.
Οι ασθενείς που νόσησαν σοβαρά είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες να έχουν συμπτώματα για μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως επίσης και οι ηλικιωμένοι, οι γυναίκες και όσοι είχαν δείκτη μάζας σώματος υψηλότερο του φυσιολογικού. Το ενδιαφέρον είναι ότι οι χρήστες της παραπάνω εφαρμογής, αν και δεν ανήκαν στις ευπαθείς ομάδες και ακολουθούσαν έναν υγιεινό τρόπο ζωής εξακολουθούσαν να έχουν συμπτώματα ακόμα και ένα με δύο μήνες μετά την αρχική μόλυνση.
Ένα άλλο πρώιμο κομμάτι διαφορετικής έρευνας υποστηρίζει ότι η «επίμονη» νόσος COVID-19 θα μπορούσε να έχει αρνητική επίπτωση σε ζωτικά όργανα. Το προφίλ των ατόμων αυτής της έρευνας είναι διαφορετικό από αυτό των χρηστών της εφαρμογής. Σε αυτή την έρευνα από τους 200 ασθενείς που ανάρρωσαν από τη νόσο COVID-19, βρέθηκαν με καρδιακή δυσλειτουργία το 32%, το 33% με πνευμονική δυσλειτουργία και το 12% με δυσλειτουργία στα νεφρά. Το 25% των ασθενών είχαν πολλαπλές βλάβες σε ζωτικά όργανα.
Οι ασθενείς αυτής της έρευνας είχαν κατα μέσο όρο την ηλικία των 44, εκ των οποίων μόλις το 18% εισήχθη σε νοσοκομείο, πράγμα που σημαίνει πως οι βλάβες σε ζωτικά όργανα μπορούν να εμφανιστούν ακόμα και σε ασθενείς που νόσησαν έχοντας ήπια συμπτώματα. Για τις βλάβες σε ζωτικά όργανα επίσης, δεν ευθύνονται παθήσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σοβαρά συμπτώματα από τη νόσο όπως ο διαβήτης και η ισχαιμική καρδιοπάθεια.
Η κόπωση, που συχνά εμφανίζεται στους ασθενείς με «επίμονη» νόσο Covid-19, είναι δύσκολο να διερευνηθεί. Μια άλλη έρευνα μεγάλης κλίμακας έδειξε ότι αυτό είναι το σύμπτωμα που επιμένει σε περισσότερες από τις μισές περιπτώσεις, ενώ δεν συνδέεται με το πόσο σοβαρά νόσησε ο ασθενής. Επιπλέον, έρευνες έδειξαν ότι οι ασθενείς που εξετάσθηκαν δεν είχαν κάποια φλεγμονή η οποία θα μπορούσε να δικαιολογεί το αίσθημα κόπωσης.
Ποια άλλη κατηγορία βρίσκεται σε κίνδυνο;
Η «επίμονη» νόσος Covid-19, επίσης, σύμφωνα με τα αποτελέσματα των χρηστών της εφαρμογής, ήταν πιο πιθανή σε γυναίκες που είχαν διαγνωστεί με κατάθλιψη και αγχώδεις διαταραχές. Επομένως, αν και οι άντρες έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να ασθενήσουν σοβαρά από Covid-19, οι γυναίκες επηρρεάζονται περισσότερο από τα συμπτώματα που επιμένουν μετά την ανάρρωση, κάτι το οποίο θα μπορούσε να σχετίζεται με τις ορμόνες. Αυτό συμβαίνει διότι οι υποδοχείς ACE2 που χρησιμοποιεί ο κορωνοϊός για να εισέλθει στα κύτταρα δεν υπάρχουν μόνο στα κύτταρα του αναπνευστικού μας συστήματος αλλά και σε κύτταρα άλλων οργάνων που παράγουν ορμόνες όπως στον θυροειδή, στα επινεφρίδια και στις ωοθήκες.