Στην έμμεση παραδοχή ότι το lockdown ενδέχεται να παραταθεί και πέραν της 30ης Νοεμβρίου προχώρησε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης... στη διάρκεια τηλεδιάσκεψης που είχε με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου.
Ο κ. Μητσοτάκης είπε ότι «θα μπορέσουμε να επανέλθουμε σε φυσιολογικούς ρυθμούς μόνο όταν θα είμαστε απολύτως σίγουροι ότι έχει μειωθεί σημαντικά η πίεση στο Εθνικό Σύστημα Υγείας. Θα εξετάσουμε τα επιδημιολογικά δεδομένα την επόμενη εβδομάδα και θα πάρουμε τις αποφάσεις μας, πάντα με βάση τις υποδείξεις των ειδικών».
Συγκεκριμένα, επισήμανε ότι «νομίζω ότι όλοι αναγνωρίζουμε ότι έχουν καταβάλει μία τεράστια προσπάθεια να αντιμετωπίσουν μια πανδημία, η οποία μας χτυπάει -όχι μόνο εμάς στην Ελλάδα- αλλά όλο τον κόσμο, με μία πρωτοφανή ένταση. Και παρά τις συνθήκες πολύ αυξημένης πίεσης έχουν καταφέρει και τα έχουν βγάλει πέρα».
Οι προτεραιότητες της κυβέρνησης
Ο πρωθυπουργός σημείωσε ότι «η ελληνική κοινωνία, οι Έλληνες πολίτες είναι κουρασμένοι, είναι αγχωμένοι, είναι στεναχωρημένοι, είναι ανήσυχοι, είναι προβληματισμένοι. Και θεωρώ αυτά τα συναισθήματα απολύτως κατανοητά. Και γι’ αυτό, νομίζω, ότι είναι πάρα πάρα πολύ σημαντικό για τα ζητήματα αυτά να μιλάμε πάντα με απόλυτη ειλικρίνεια και με απόλυτη διαφάνεια».
«Δύο είναι οι προτεραιότητες αυτή τη στιγμή της κυβέρνησης: Η πρώτη, προφανώς, είναι η υγειονομική αντιμετώπιση της πανδημίας. Και θέλω να σας πω ότι θα μπορέσουμε να επανέλθουμε σε φυσιολογικούς ρυθμούς μόνο όταν θα είμαστε απολύτως σίγουροι ότι έχει μειωθεί σημαντικά η πίεση στο ΕΣΥ. Θα εξετάσουμε τα επιδημιολογικά δεδομένα την επόμενη εβδομάδα και θα πάρουμε τις αποφάσεις μας, πάντα με βάση τις υποδείξεις των ειδικών», υπογράμμισε.
Επίσης, τόνισε ότι «η δεύτερη προτεραιότητά μας είναι να στεκόμαστε πάντα κοντά στους πιο αδύναμους και να κάνουμε πράξη την προτεραιότητα αυτής της Κυβέρνησης για κοινωνική αλληλεγγύη τη στιγμή της κρίσης. Αυτό θα εξακολουθούμε να κάνουμε. Θα στηρίξουμε την ελληνική κοινωνία, την οικονομία, τους εργαζόμενους, τις επιχειρήσεις για όσο καιρό διαρκεί αυτή η κρίση μέχρι να φτάσουμε στο σημείο να έχουμε ένα μαζικό εμβολιασμό που θα μας επιτρέψει να αφήσουμε πίσω μας αυτή τη μεγάλη περιπέτεια».
Όσον αφορά στα εμβόλια, ο κ. Μητσοτάκης είπε ότι «η χώρα μας έχει ήδη προμηθευτεί, μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις ποσότητες που της αναλογούν και ο Υπουργός Υγείας παρουσίασε, ως όφειλε, τον προγραμματισμό της ελληνικής πολιτείας για τον μαζικό εμβολιασμό του ελληνικού πληθυσμού που εκτιμώ ότι θα μπορεί να ξεκινήσει από τον Ιανουάριο. Είναι πάρα πολύ σημαντικό, επειδή αυτή είναι μία περίπλοκη άσκηση για το Ελληνικό κράτος, να είναι απολύτως προετοιμασμένο έτσι ώστε από τη στιγμή που θα έχουμε στη διάθεσή μας τα εμβόλια, ο εμβολιασμός να γίνει το συντομότερο δυνατόν».
«Να αναγνωριστεί η προσφορά των υγειονομικών»
Από την πλευρά της, η κ. Σακελλαροπούλου σημείωσε ότι «συμφωνώ απολύτως μαζί σας που εστιάζετε στην κρίση της πανδημίας γιατί δυστυχώς, το αποκαλούμενο δεύτερο κύμα, όπως φαίνεται είναι αρκετά βαρύ. Κι αυτό φάνηκε πανευρωπαϊκά, καθώς όλοι έχουν ένα σοβαρό πρόβλημα να αντιμετωπίσουν. Η σκέψη όλων μας τούτη τη στιγμή είναι στη Θεσσαλονίκη και στη Βόρειο Ελλάδα που βρίσκονται σε οριακό σημείο. Δυστυχώς ο κορωνοϊός απέδειξε ότι είναι πολύ επικίνδυνος, δεν συγχωρεί οποιαδήποτε αμέλεια, οποιαδήποτε χαλάρωση ή εφησυχασμό. Έχουμε μπροστά μας δύσκολες μέρες ακόμη, μακάρι να μην είναι πάρα πολλές. Η αγωνία, η κούραση των συμπολιτών μας, όλων ημών, είναι σημαντική ήδη από την πρώτη περίοδο, πόσο μάλλον τώρα. Τα μέτρα μας δυσκολεύουν όλους και βαραίνουν τον πληθυσμό, πρέπει όμως να αντέξουμε, να είμαστε όσο γίνεται προσεκτικοί, να είμαστε αλληλέγγυοι για να μπορέσουμε να ξανανταμώσουμε σε καλύτερες συνθήκες».
Παράλληλα, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας επισήμανε ότι «όλοι οι συμπολίτες μας σηκώνουν βάρη, ο καθένας από τη σκοπιά του προσπαθεί να κάνει το καλύτερο που μπορεί στα καθήκοντα που του αναλογούν και να αντέξει σε αυτήν τη δύσκολη περίοδο. Το βάρος, όμως, που σηκώνει το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό σε όλη την Ελλάδα και προφανώς στις μονάδες και τις περιοχές που έχουν αυτήν τη στιγμή την μεγαλύτερη επιβάρυνση, είναι πάρα πολύ σημαντικό. Θα πρέπει, πέρα από την αναγνώριση που τους οφείλουμε και νομίζω όλη η ελληνική κοινωνία τους την παρέχει, να υπάρξει εκ μέρους της Πολιτείας, στο μέτρο του δυνατού, και έμπρακτη αναγνώριση. Φυσικά παρακολουθώ κι εγώ την ενίσχυση των υποδομών, αλλά και η υλική αναγνώριση στους ανθρώπους αυτούς πρέπει να υπάρξει μόλις καταστεί αυτό εφικτό».