Να αποδομήσει τις καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων επιχείρησε κατά την απολογία του, ο 22χρονος φοιτητής, γιος γνωστού ακαδημαϊκού, που κατηγορείται για τη δολοφονία του 26χρονου στην περιοχή Αγριόπετρες στις Σπέτσες... το βράδυ της 21ης Νοεμβρίου.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ της της Realnews, ο 22χρονος έκανε λόγο για μαρτυρίες με πολλά κενά, αντιφάσεις και σκοτεινά σημεία, αφήνοντας υπόνοιες ακόμη και για οικονομικά κίνητρα, ενδεχομένως και διακίνηση ναρκωτικών όπως λέει το περιβάλλον του, με σκοπό να τον συνδέσουν με το φονικό.
«Εκφράζω τη βαθιά λύπη μου για τον θάνατο του 26χρονου, με τον οποίο ουδεμία σύγκρουση ή εχθρότητα είχα. Ποτέ δεν είχαμε τσακωθεί στο παρελθόν, ούτε είχαμε κανέναν λόγο να το κάνουμε , πολύ δε περισσότερο δεν είχα κανένα λόγο να τελέσω μια πράξη τέτοιας αγριότητας, όπως ήταν η θανάτωσή του. Οι ψευδομάρτυρες μίλησαν για διαπληκτισμό. Όμως ούτε θεώρησαν σκόπιμο να καταθέσουν τί είδους διαπληκτισμός ήταν αυτός…», φέρεται να είπε ενώπιον της ανακρίτριας Πειραιά.
Φέρεται δε να επισήμανε πως: «Είμαι τέσσερα χρόνια μικρότερος σε ηλικία από τον 26χρονο και η σωματική μου διάπλαση δεν θα μου επέτρεπε ούτε να τον εκφοβίσω ούτε να τον θανατώσω. Είμαι φοιτητής ενώ ο 26χρονος ήταν πολύ πιο χειροδύναμος από εμένα με υπέρτερες σωματικές δυνάμεις».
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, ο φοιτητής εστίασε κυρίως στους δύο αυτόπτες μάρτυρες υποστηρίζοντας ότι τα όσα λένε δεν αντέχουν στη λογική.
Συγκεκριμένα, επισήμανε ότι το θύμα δεν κατονόμασε αυτόν ως δράστη, ενώ δεν είχε κανένα λόγο να το κρύψει κι ενώ μίλησε σε τρία άτομα πριν πεθάνει: Στον αστυνομικό, στην Β. η οποία κατέθεσε πως ο 26χρονος της είπε λίγο πριν ξεψυχήσει: «Πες στην αστυνομία ότι έπεσα στο ποτάμι» και στον Κ. στον οποίο είπε το ίδιο.
«Παρόμοιες καταθέσεις»
Ειδικά ο κατηγορούμενος φέρεται να υποστήριξε πως προκαλεί εντύπωση και σε κάθε περίπτωση δεν πρόκειται για φυσιολογική αντίδραση το ότι οι δύο αυτόπτες μάρτυρες, στις εν πολλοίς όμοιες καταθέσεις τους, ενώ ήταν, όπως ισχυρίζονται, παρόντες:
–δεν έπραξαν κάτι για να τον εμποδίσουν, με την δικαιολογία ότι τον φοβόντουσαν.
-δεν έκαναν ο,τιδήποτε για να τον αποτρέψουν
-δεν τράπηκαν σε φυγή, αν ήταν πράγματι φοβισμένοι,
– δεν προσέφεραν στο θύμα καμία βοήθεια. αλλά απλώς παρακολουθούσαν απαθείς τα όσα γινόντουσαν.
Αντιθέτως υποστηρίζει , άλλος μάρτυρας ο Α. μόλις πήγε στο σημείο έσπευσε με μια πετσέτα να σταματήσει την αιμορραγία ενώ οι δύο προηγούμενοι ισχυρίστηκαν πως «αφού βεβαιωθήκαμε ότι ο δράστης αποχώρησε, τρέξαμε προς το σημείο όπου αιμορραγούσε ο 26χρονος για να τον βοηθήσουμε».
Αναρωτιέται λοιπόν:
Γιατί, αφού αυτός είχε φύγει, δεν κάλεσαν οι ίδιοι σε βοήθεια, ούτε την Αστυνομία, αλλά τηλεφώνησαν σε τρίτο πρόσωπο, στον Α.;
Για ποιο λόγο όταν κάλεσαν τον Α. ζητώντας του να ειδοποιήσει ασθενοφόρο δεν του είπαν ότι το θύμα μαχαιρώθηκε;
Ο αδελφός του θύματος κατέθεσε πως ο 26χρονος τον κάλεσε και του είπε ότι ήταν «βαριά τραυματισμένος» και χρειαζόταν άμεσα ασθενοφόρο, ότι βρισκόταν χτυπημένος κάπου μετά την χωματερή. Αν ήταν έτσι, για ποιον λόγο φοβήθηκε να πει την αλήθεια; Επίσης, για ποιο λόγο το θύμα δεν ανέφερε ούτε καν στον αδερφό του τον τρόπο με τον οποίο είχε τραυματιστεί αλλά περιορίστηκε να αναφέρει μόνον ότι ήταν βαριά τραυματισμένος;
Κατά τον κατηγορούμενο αντιφατικό είναι επίσης και το εξής: οι δύο αυτόπτες μάρτυρες όταν έφτασαν οι αστυνομικοί και το ασθενοφόρο, όταν δηλαδή δεν είχαν πια λόγο να φοβούνται , δεν ανέφεραν τίποτε για φόνο. Τι μεσολάβησε ούτως ώστε να παύσουν να φοβούνται ένα 24ωρο μετά που έδωσαν τις καταθέσεις τους;
Αν είχε πιστόλι, όπως αναφέρουν οι ίδιοι μάρτυρες (κάτι που ο ίδιος το διαψεύδει) για ποιο λόγο να χρησιμοποιήσει μαχαίρι; Γιατί να τον κυνηγήσει, όπως επίσης ισχυρίζονται, αφού θα μπορούσε να τον πυροβολήσει από μακριά;
Η γιατρός του Πολυδύναμου Ιατρείου Σπετσών αναφέρει ότι ήταν σκοτάδι και επομένως δεν υπήρχε ορατότητα. Όμως οι δύο μάρτυρες παραθέτουν πολλές λεπτομέρειες (αλλά και αλληλοαναιρούμενες κατά τον κατηγορούμενο) όπως π.χ. ο ένας λέει ότι είδε τον δράστη να έχει ένα πιστόλι με καφέ λαβή.
Επίσης, υποστηρίζει, δεν στέκει να ισχυρίζεται κανείς ότι μετέφερε το μαχαίρι του φόνου στο σπίτι του. Το λογικό θα ήταν να το πετάξει αμέσως.
Ο ένας εκ των επίμαχων μαρτύρων, κατέθεσε ότι αναγνώρισε πως ο κατηγορούμενος φορούσε τα ίδια ρούχα με την προηγούμενη ημέρα του συμβάντος. Ωστόσο φέρεται να λέει ο 22χρονος: «αν είχα πράγματι προβεί στην αποτρόπαια αυτή πράξη, με τα ίδια δήθεν ρούχα, είτε θα ήμουν αρκετά αφελής και επιπόλαιος ώστε να μη συγκαλύψω τα ίχνη μου και να τα ξαναφορέσω και έτσι να μπορούν να τα αναγνωρίσουν οι δήθεν αυτόπτες μάρτυρες, είτε θα υπήρχαν τουλάχιστον ίχνη αίματος επ’ αυτών. Αιτούμαι όπως διενεργηθεί εξέταση DNA σε αυτά για να αποδειχθεί ότι δεν φέρουν ίχνη αίματος.».
Τέλος επισημαίνει, ότι αδελφός του θύματος , αν και μίλησε με τον 26χρονο όταν ψυχορραγούσε όχι μόνο δεν κάλεσε ασθενοφόρο, όπως εκείνος του είχε ζητήσει, αλλά 2ώρες και 30 λεπτά μετά το συμβάν κάλεσε τον πατέρα του 22χρονου (κάτι που όπως λέει προκύπτει από τις κλήσεις) και του είπε: «γνωρίζεις ότι ο γιο σου μαχαίρωσε τον αδελφό μου;». Σε ερώτηση δε του πατέρα αν κάλεσε την αστυνομία, αυτός του απάντησε ότι κάλεσε την αστυνομία αλλά δεν είπε τίποτε. Οι δύο «ψευδομάρτυρες» κατά τον κατηγορούμενο, κατέθεσαν ότι δεν κάλεσαν την αστυνομία διότι φοβήθηκαν. Φοβήθηκε όμως και ο αδελφός του θύματος; Κι αν ναι, για ποιον λόγο; Αν όχι γιατί δεν κάλεσε την αστυνομία και το ασθενοφόρο;