Ενδιαφέρουσα, αν μη τι άλλο, η σκληρή κριτική που ασκεί από την στήλη του στην “Καθημερινή” ο Μιχάλης Τσιντσίνης προς τον Δήμαρχο Αθηναίων Κώστα Μπακογιάννη, με αφορμή και τις δηλώσεις του τελευταίου που...
όντως προκαλούν.
Τα φίλια πυρά που δέχεται ο δήμαρχος έχουν να κάνουν με το γκαζόν της Ομόνοιας το οποίο κιτρίνισε αλλά και για τον Μεγάλο Περίπατο που "βγήκε, δεν βγήκε".
Το άρθρο της Καθημερινής
Τι κάνεις όταν έρχονται οι κάμπιες; Ρωτάς τον γεωπόνο. Αυτό τουλάχιστον είπε ότι έκανε ο δήμαρχος Αθηναίων, όταν είδε το γκαζόν της νέας Ομόνοιας να κιτρινίζει. Κάλεσε τον ειδικό.
Τι κάνεις όταν θέλεις να αλλάξεις την πόλη; Ρωτάς τον πολεοδόμο, τον αρχιτέκτονα και τον συγκοινωνιολόγο. Ο Μπακογιάννης κατηγορείται ότι έθεσε σε κίνηση το μεγαλοφώνως μεγαλοϊδεατικό εγχείρημα του «Μεγάλου Περιπάτου» χωρίς να το έχει υποβάλει στην απαιτούμενη επώαση. Χωρίς να έχει ρωτήσει την κοινότητα των ειδημόνων – παρά μόνο εκείνους που συγκροτούν τον μικρό κύκλο της εμπιστοσύνης του. Το ίδιο είχε κάνει και με τη νέα Ομόνοια που κατέληξε γρήγορα μεζές για τα σκουλήκια. Είχε βιαστεί να παρουσιάσει αποτελέσματα, προσπερνώντας τη διαδικασία.
Η απάντηση και στις δύο περιπτώσεις είναι ότι η πόλη έχει πολλές μελέτες στοιβαγμένες στα συρτάρια, αλλά ελάχιστα έργα. Από την ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων και έπειτα, στην Αθήνα δεν έχει γίνει τίποτε άξιο λόγου. Ο,τι επιχείρησε να «ζωγραφίσει» (sic) στην άσφαλτο ο Μπακογιάννης, είχε ήδη πολυσυζητηθεί.
Ετσι, διάσπαρτες ιδέες που είχαν βρεθεί σε διαφορετικά στάδια ωρίμανσης την τελευταία τριακονταετία συγχωνεύθηκαν σε ένα επίδοξο μεγαλούργημα που εμφανιζόταν ολιστικό και ταπεινό ταυτόχρονα. Το μήνυμα ήταν ότι θα μεταμορφώσουμε την πρωτεύουσα, αλλά αν δεν τα καταφέρουμε, δεν πειράζει· δεν πάθαμε και τίποτε. Ηταν πείραμα.
Η κουλτούρα δυσπεψίας στα αστικά πειράματα ενοχοποιείται τώρα από την πλευρά του δήμου για το παραστράτημα του «Περιπάτου». Η αυτοκριτική εστιάζεται στην επικοινωνία. Χρειαζόταν, λένε, πιο αναλυτική, πιο πειστική εκστρατεία, προκειμένου να μεταδοθεί ο προσωρινός χαρακτήρας της δοκιμής – και να εκμαιευθεί έτσι ευρύτερη αποδοχή.
Σε μια χώρα όπου τα εργοτάξια διεκδικούν μονιμότητα, θα έλεγε κανείς ότι ισχύει το αντίθετο: Εχει καλλιεργηθεί η εθιμική ανοχή στο στοιχειωμένο έργο που χάσκει μήνες και χρόνια ημιτελές.
Εχοντας εξαρχής δηλωθεί ως σκόπιμα ημιτελής, ο «Περίπατος» είχε έτσι άλλοθι για όλα: Ηταν αμελέτητος, επειδή έπρεπε να γίνει εδώ και τώρα. Ηταν ακαλαίσθητος, επειδή ήταν προσωρινός (η ζαρντινιέρα, ας πούμε, ήταν λεία και λευκή για να τη βλέπουν το βράδυ οι οδηγοί). Και απέβη δυσλειτουργικός, επειδή προσέκρουσε στην πατροπαράδοτη αθη-
ναϊκή δυσανεξία.
ναϊκή δυσανεξία.
«Τρώω ξύλο», λέει και ξαναλέει ο δήμαρχος, υπαινισσόμενος ότι περνάει την κακουχία του οραματιστή, τον οποίο ο μποτιλιαρισμένος όχλος δεν καταλαβαίνει, αλλά τον περιμένει πίσω από τον φοίνικα η Ιστορία για να τον στεφανώσει. Για αυτό, αψηφώντας το «ξύλο», δηλώνει αποφασισμένος να προχωρήσει, ιού επιτρέποντος, σε μόνιμα έργα μέσα στο 2021.
Αυτή η επιμονή, μεταμφιεσμένη σε ύφος ενίοτε απολογητικό, δεν θα μπορούσε να σταθεί δίχως απόθεμα πολιτικού κεφαλαίου. Ο δήμαρχος έχει την πολυτέλεια να μπαινοβγαίνει στα πρότζεκτ, βγαίνουν, δεν βγαίνουν. Μέχρι να βγουν.