ακολουθεί το δημοφιλές κοινωνικό δίκτυο σε ζητήματα βίας και λεκτικού μίσους.
Μέχρι στιγμής, η λίστα με τις επιχειρήσεις που προχώρησαν στο μποϊκοτάζ περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις Ford, Microsoft, Honda, Unilever, Coca - Cola, Starbucks, Verizon, Best Buy, The North Face, Levi Strauss, Adidas, Reebok,, Pfizer, HP και Puma.
Ο αντίκτυπος από την απόσυρση των διαφημίσεων των συγκεκριμένων επιχειρηματικών κολοσσών στις μετοχές του Facebook είναι ήδη ορατός. Την προηγούμενη εβδομάδα, η μετοχή του κοινωνικού δικτύου κατέγραψε απώλειες της τάξης του 8% χάνοντας δισεκατομμύρια δολάρια σε αξία.
Την Δευτέρα, η μετοχή έχασε ακόμη 3% της αξίας της. Συνολικά, τα τελευταία εικοσιτετράωρα διαπραγμάτευσης στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, η μετοχή του Facebook υποχώρησε από τα επίπεδα των 240 δολαρίων σε εκείνα των 210 δολαρίων με τις απώλειες να «αγγίζουν» τα 60 δισεκατομμύρια δολάρια.
Παράλληλα, ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, Μαρκ Ζούκερμπεργκ υποχώρησε στη λίστα των πλουσιότερων ανθρώπων του πλανήτη βλέποντας την προσωπική του περιουσία να μειώνεται σημαντικά. Advertisement: 0:07 Ωστόσο, όπως εκτιμούν αναλυτές, η ζημιά ίσως είναι τελικά μεγαλύτερη για τις επιχειρήσεις που αποφάσισαν να μποϊκοτάρουν το κοινωνικό δίκτυο παρά για το ίδιο το Facebook.
«Το μποϊκοτάζ διαφημίσεων στο Facebook από μια σειρά από επιχειρήσεις για διάστημα ενός μήνα δεν θα επηρεάσει σημαντικά την πορεία του κοινωνικού δικτύου» εκτιμά η Μαρί Σμιθ, συγγραφέας του βιβλίου «Facebook Marketing: An Hour a Day» μιλώντας στο CBC News.
Ειδικότερα, οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που προχωρούν σε μποϊκοτάζ διαφημίσεων ρισκάρουν να υποστούν σημαντικές απώλειες εσόδων από την ενδεχόμενη μείωση των πωλήσεων των προϊόντων τους, προσθέτει η ίδια.
Η Νικόλ Περίν, αναλύτρια της ερευνητικής εταιρείας eMarketer, δήλωσε: «Θα είναι δύσκολο να διαχωρίσουμε τα αποτελέσματα του μποϊκοτάζ από τον αντίκτυπο της πανδημίας για το Facebook. Ορισμένες εταιρείες είχαν ήδη σταματήσει τις διαφημιστικές δαπάνες λόγω του κορονοϊού.
Την ίδια ώρα, άλλες εταιρείες επέλεξαν να ξεκινήσουν να διαφημίζονται εκμεταλλευόμενες το κενό που δημιουργήθηκε αλλά και τις σαφώς οικονομικότερες τιμές». Από την άλλη, υπάρχουν και εκείνοι που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για το κοινωνικό δίκτυο επισημαίνοντας ότι η διστακτικότητά του να εφαρμόσει αυστηρούς κανόνες σε ζητήματα βίας και λεκτικού μίσους ίσως τελικά του κοστίσει ακριβά. «Το Facebook πρέπει να δράσει γρήγορα και αποτελεσματικά στο συγκεκριμένο θέμα (βία και λεκτικό μίσος) για να σταματήσει το μποϊκοτάζ» αναφέρει ο Μπράντλεϊ Γκάστγουϊρθ, επικεφαλής τεχνολογικής στρατηγικής στην εταιρεία Wedbush Securities.
Μιλώντας στην εκπομπή του αμερικανικού δικτύου CNN, ο αντιπρόεδρος του Facebook αρμόδιος για τις Δημόσιες Σχέσεις, Νικ Κλεγκ εμφανίστηκε επιφυλακτικός αναφορικά με τις προθέσεις του κοινωνικού δικτύου, υπογραμμίζοντας, όμως, ότι το Facebook δεν έχει κάτι να αποκομίσει «από τον πολλαπλασιασμό της ρητορικής μίσους στην πλατφόρμα του».
«Δεν έχουμε απολύτως κανένα λόγο να ανεχθούμε τη ρητορική μίσους» τόνισε ο Κλεγκ και συνέχισε: «Δεν μας αρέσει, δεν αρέσει ούτε στους χρήστες μας. Δικαιολογημένα, δεν αρέσει και στους διαφημιζόμενους στο δίκτυο. Ωφελούμαστε όλοι από τη θετική αλληλεπίδραση ανάμεσα στους ανθρώπους. Όχι από το μίσος».