Latest News

Τρίτη 30 Ιουνίου 2020

Νομοσχέδιο για διαδηλώσεις: Προετοιμάζουν «γύψο» και καταστολή για όσους θα αντιδρούν στο δρόμο

Ιστορικές ανατροπές στον τρόπο με τον οποίο θα διαδηλώνουν εργαζόμενοι, συνταξιούχοι, νέοι και όσοι επιχειρήσουν στο μέλλον να εκφράσουν στο δρόμο την αντίδρασή τους, κυοφορεί το νομοσχέδιο του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη που ...
κατατέθηκε χτες στη Βουλή, με τίτλο «Δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις και άλλες διατάξεις».
Η κυβέρνηση επιδεικνύει ιδιαίτερη σπουδή να ξεμπερδεύει με τον εν λόγω νομοσχέδιο καθώς το προωθεί προς ψήφιση χωρίς καθυστέρηση με τη συζήτησή του να ξεκινά αύριο κιόλας στην Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης και Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης.
Η κυβέρνηση μπορεί να διακηρύσσει ότι στόχος της είναι «η προστασία των ατομικών και κοινωνικών ελευθεριών», αλλά από το πρώτο κιόλας άρθρο διαφαίνονται οι πραγματικές επιδιώξεις, να βάλει δηλαδή στο «γύψο» το δικαίωμα της διαδήλωσης.
Εξ ορισμού και σύμφωνα με το σκεπτικό της κυβέρνησης, κάθε λαϊκή κινητοποίηση διαταράσσει την «κοινωνικοοικονομική ζωή», με το νομοσχέδιο να αναφέρει ότι στόχος είναι να «μην διαταράσσεται υπέρμετρα», όπου ως «διατάραξη» ορίζεται «η εξαιτίας της συνάθροισης σοβαρή παρεμπόδιση της κίνησης των πολιτών και γενικά η διασάλευση της ομαλής κοινωνικής και οικονομικής ζωής μιας περιοχής».
Φακέλωμα «οργανωτή», διαδήλωση με «χρόνο έναρξης και λήξης»
Με το νομοσχέδιο κάθε διαδήλωση θα υποχρεούται να ορίζει «οργανωτή», ο οποίος οφείλει να γνωστοποιεί εγγράφως «στην κατά τόπο αρμόδια αστυνομική ή λιμενική αρχή, την πρόθεσή του να καλέσει το ευρύ κοινό ή ορισμένες κατηγορίες προσώπων ή αριθμό συγκεκριμένων ατόμων να συμμετάσχουν σε δημόσια υπαίθρια συνάθροιση, σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο». Η γνωστοποίηση ισούται με κανονικό φακέλωμα αφού ο οργανωτής υποχρεώνεται να δίνει στοιχεία της ταυτότητάς του. Ενώ το νομοσχέδιο θέτει ως υποχρέωσή του να γνωστοποιεί εκτός από «χρόνο έναρξης και λήξης», μέχρι και τον «σκοπό» της συνάθροισης, καθιστώντας την αστυνομία «κριτή» του περιεχομένου μιας λαϊκής κινητοποίησης, επομένως και το αν δικαιολογείται με βάση τα αιτήματα η νόμιμη «άδεια»...
Η αστυνομία κριτής του «σκοπού» και του «αριθμού συμμετεχόντων»
Στο άρθρο 7 ορίζεται η απαγόρευση δημόσιας συνάθροισης, πάντα από την αρμόδια αρχή, με κριτήρια που μπορούν να ερμηνευθούν κατά το δοκούν, όπως αν «επαπειλείται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια», αν «απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής» ή αν «πρόκειται για δημόσια υπαίθρια συνάθροιση ο σκοπός της οποίας αντιτίθεται προς τον σκοπό ήδη προγραμματισμένης (...) συνάθροισης». Δηλαδή, μπαίνουν απαγορεύσεις ακόμα και σε μια διαμαρτυρία σωματείων ή αντιφασιστικών οργανώσεων, που θα αντιδράσουν π.χ. σε μια συνάθροιση φασιστοειδών, επειδή τάχα αυτή θα είναι «ήδη προγραμματισμένη».
Με το ίδιο άρθρο του κατάπτυστου νομοσχεδίου δίνεται στην αστυνομία το δικαίωμα να απαγορεύει προκαταβολικά μια διαδήλωση με βάση τον «εκτιμώμενο αριθμό συμμετεχόντων»!
Μεταξύ άλλων, προβλέπονται ποινικές και αστικές ευθύνες σε όσους προκαλούν επεισόδια και στους οργανωτές των συναθροίσεων, αλλά και ποινές φυλάκισης σε όσους συμμετέχουν σε «συγκεντρώσεις χωρίς άδεια».
Διεύθυνση Πρόληψης της Βίας
Στο νομοσχέδιο περιλαμβάνεται επίσης η σύσταση «Διεύθυνσης Πρόληψης της Βίας» που υπάγεται απευθείας στον υπουργό Προστασίας του Πολίτη, ως ένα ακόμα μέτρο ενίσχυσης του πλέγματος φακελώματος και καταστολής.
Πότε απαγορεύεται μια διαδήλωση
Η ουσία του νομοσχεδίου, αυτή η οποία έχει προκαλέσει και τις περισσότερες -εύλογες- αντιδράσεις είναι το δικαίωμα που δίνει στην αστυνομία να απαγορεύει τις συναθροίσεις και τις διαδηλώσεις.
Σύμφωνα με το νομοσχέδιο:
- Η Αστυνομία μπορεί να παρίσταται στις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις, ενώ δύναται να τις απαγορεύει, αφενός, «αν εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια» και αφετέρου, σε ορισμένη περιοχή, «αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής».
- Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις επιδιώκεται η διασφάλιση της άσκησης του δικαιώματος του συνέρχεσθαι δημοσίως και εν υπαίθρω, εντός ενός ευλόγου θεσμικού πλαισίου, που συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας και είναι εναρμονισμένο με τις επιταγές του άρθρου 11 του Συντάγματος και του άρθρου 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («ΕΣΔΑ»).
- Επιχειρείται η συγκέντρωση σε ένα ενιαίο νομοθέτημα ενός καίριου αριθμού διατάξεων που αφορούν σε φορείς και υπηρεσίες του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη. Η εν λόγω νομοθετική πρωτοβουλία κρίνεται αναγκαία, προκειμένου να επικαιροποιηθούν διατάξεις που δεν ανταποκρίνονται πλέον στις διαρκώς μεταβαλλόμενες ανάγκες.
Το υπουργείο Προστασίας του Πολίτης τονίζει πως στο νομοσχέδιο «επιχειρείται η σαφής οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων της αστυνομικής αρχής στο πλαίσιο μιας έννομης τάξης που σέβεται και υπερασπίζεται τις εγγυήσεις του κράτους δικαίου. Για τον λόγο αυτό ρυθμίζεται το δικαίωμα όχι μόνον της οριστικής, αλλά και της προσωρινής δικαστικής προστασίας των θιγομένων από τα αστυνομικά μέτρα».
Στο νομοσχέδιο καθορίζονται οι λόγοι απαγόρευσης, περιορισμού ή διάλυσης μιας συγκέντρωσης από την αστυνομία ή το λιμενικό, ενώ προβλέπεται η αλλαγή τοποθεσίας για την πραγματοποίηση μια δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης. Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι «το μέτρο της απαγόρευσης της συνάθροισης δύναται να ληφθεί, για λόγους δημόσιας ασφάλειας ή αν ο σκοπός της συνάθροισης αντιτίθεται στον σκοπό άλλης συνάθροισης η οποία έχει ήδη γνωστοποιηθεί αρμοδίως κατά την προβλεπόμενη διαδικασία, δεν έχει απαγορευτεί και προγραμματίστηκε να πραγματοποιηθεί ή βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη στην ίδια περιοχή ή κοντά στην περιοχή αυτή και κατά τον ίδιο χρόνο ή λόγω σοβαρής απειλής διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής συγκεκριμένης περιοχής, η οποία συντρέχει ιδίως όταν απειλείται από τη συνάθροιση η διατάραξη της κοινής ειρήνης ή της ασφάλειας των συγκοινωνιών. Ειδικά ως προς τη δεύτερη και τρίτη από τις εν λόγω περιπτώσεις του άρθρου ορίζεται ότι η αστυνομική ή λιμενική αρχή δύναται να υποδεικνύει ενδεικτικά, ως εναλλακτική επιλογή, άλλες περιοχές, κατάλληλες για τη διεξαγωγή της συνάθροισης».
«Αν πιθανολογείται...»
Η πιθανότητα να διαταραχθεί η κοινωνικοποικονομική ζωή από μια κινητοποιήση είναι μεταξύ των βασικών προϋποθέσεων περιορισμού μια συνάθροισης, επικείμενης ή εν εξελίξει. Όπως αναφέρεται, ο περιορισμός κινητοποίησης είναι επιτρεπτός «εάν πιθανολογείται ότι η διεξαγωγή της θα διαταράξει την κοινωνικοοικονομική ζωή της συγκεκριμένης περιοχής δυσανάλογα, ενώ σε περίπτωση εν εξελίξει δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης εάν η διεξαγωγή της, λόγω των συγκεκριμένων περιστάσεων, προκαλεί, αντίστοιχα, δυσανάλογο αποτέλεσμα.
Πότε διαλύεται μια συγκέντρωση
Όρους υπό τους οποίους η αστυνομία θα προχωρά στη διάλυση μιας συνάθροισης περιγράφει επίσης η παρ. 1 του άρθρου 9.
Συγκεκριμένα, «η διάλυση δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης είναι δυνατή όταν πραγματοποιείται καίτοι έχει απαγορευθεί νόμιμα, οι συμμετέχοντες δεν συμμορφώνονται προς τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν στη διεξαγωγή της, τελούνται αξιόποινες πράξεις, μετατρέπεται σε βίαιη, από τη συνέχισή της προκαλείται άμεσος κίνδυνος κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας των συμμετεχόντων, καθώς και στην περίπτωση που πραγματοποιείται χωρίς να έχει γνωστοποιηθεί, εφόσον βεβαίως στην τελευταία περίπτωση δεν υπάρξει συμμόρφωση προς τους τυχόν περιορισμούς που έχουν τεθεί από την αρμόδια αστυνομική ή λιμενική αρχή».
Όσον αφορά τα μέσα που μπορεί να χρησιμοποιήσει η αστυνομική αρχή για την εφαρμογή των αποφάσεών της, «τηρώντας απαρέγκλιτα την αρχή της αναλογικότητας και εφόσον, βεβαίως, έχει προηγουμένως εξαντληθεί κάθε δυνατότητα για οικειοθελή συμμόρφωση των συμμετεχόντων».
Διευκρινίζεται επίσης ότι αρμόδιος για την επιβολή περιορισμών ή την απαγόρευση επικείμενης δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης καθώς και για την επιβολή περιορισμών ή τη διάλυση εν εξελίξει δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης είναι η κατά τόπο αρμόδια αστυνομική ή λιμενική αρχή, η οποία αποφασίζει ύστερα από απλή γνώμη των οικείων Δημάρχων, η οποία διατυπώνεται κατά βάση εγγράφως.