Ο ενθουσιασμός στην Ισπανία για την εκλογή του Αντόνιο Μπαντέρα ως υποψηφίου για το Βραβείο Όσκαρ 2020 για την ταινία «Πόνος και Δόξα» εξελίχθηκε σε έκπληξη, όταν...
αρκετά αμερικανικά μέσα ενημέρωσης δημοσίευσαν πως ο διάσημος Ισπανός ηθοποιός είναι φέτος ο «μόνος έγχρωμος» άνδρας που θα διεκδικήσει το διάσημο αγαλματάκι.
Στην Ισπανία η αντίδραση ήταν άμεση, με τα τοπικά μέσα ενημέρωσης να χαρακτηρίζουν «ρατσιστικό», «αδαή» και ακαλλιέργητο τον αγγλοσαξωνικό Τύπο, αγνοώντας ότι ο Μπαντέρας είναι Ευρωπαίος και λευκός.
Μετά τις αντιδράσεις, το Deadline -που είχε αναρτήσει στο Twitter πως μόνο δύο έγχρωμοι ηθοποιοί, ο Μπαντέρας και η αφροαμερικανή Σίνθια Ερίβο θα διεκδικήσουν Όσκαρ- «κατέβασε» το μήνυμα. Το δε Vanity Fair, που είχε δημοσιεύσει πως οι δύο ηθοποιοί ανήκουν στην ίδια κοινότητα, διευκρινίζοντας πως «τεχνικά οι Ισπανοί δεν μπορούν να θεωρηθούν έγχρωμοι», διέγραψε όλη τη φράση μετά τις αντιδράσεις.
Βέβαια, δεν είναι η πρώτη φορά που τα στερεότυπα κυριάρχησαν στον αμερικανικό Τύπο και το καλλιτεχνικό στερέωμα, μιας και η Καταλανή τραγουδίστρια Ροσαλία, που χαρακτηρίστηκε ως Λατίνα, Ισπανοαμερικάνα, πρωταγωνίστησε σε μία ανάλογη πολεμική.
Στις ΗΠΑ, οι εθνικές ετικέτες έχουν ένα ιδιαίτερο πολιτικό βάρος και έχουν χρησιμοποιηθεί τόσο εναντίον των διακρίσεων όσο και για την ανάδειξη ορισμένων εθνοτικών κοινοτήτων. Στη δεκαετία του '70, οι Λατινοαμερικανοί διεκδίκησαν την αναγνώριση της εθνικής κατάταξής τους ως Ισπανοαμερικανοί. Μία κατηγοριοποίηση που θα περιλαμβάνει όλες τις εθνότητες και τις κοινότητες που προέρχονται από τις διάφορες ισπανόφωνες χώρες της ηπείρου.
Προηγουμένως, οι προερχόμενοι από αυτές τις χώρες όφειλαν να δηλώνουν ανήκοντες στη «λευκή φυλή», κάτι με το οποίο διαφωνούσαν γιατί ήθελαν να διεκδικήσουν τις ρίζες τους και την αναγνώρισή τους για την παράδοσή τους ως αυτόνομη εθνοτική κατηγορία. Αλλά και το πρόθεμα «ισπανο» τους ικανοποιούσε, καθότι δεν ταυτίζονταν, αναγκαστικά λόγω γλώσσας, με το παρελθόν της ισπανικής αποικιοκρατίας και δυνάστευσής τους. Εξ' ου και αναδύθηκε ο όρος «Λατίνος», που περιελάμβανε τους προερχόμενους τόσο από τις ισπανόφωνες χώρες όσο και από τη Βραζιλία.
Επίσης και η γλωσσα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην κατάταξη ενός ανθρώπου. Στις ΗΠΑ εάν σε σταματήσει η αστυνομία κι έχεις έντονη λατινική προφορά, η αντίληψη για το πρόσωπό σου και τη φυλή σου αλλάζει αμέσως, ακόμη κι αν δεν δείχνεις εκπρόσωπός της, όπως τονίζει ο συγγραφέας του έργου «Latinx: η νέα δύναμη στην πολιτική και την κουλτούρα», Εντ Μοράλες. Ο ίδιος προσθέτει ότι πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κανένας Αμερικανός δεν θα θεωρούσε λευκό τον Μπαντέρας ή κάποιον άλλον από τη Νότια Ευρώπη.
Αυτό το ολίσθημα, με αφορμή τον Μπαντέρας, πυροδότησε μία γενικότερη συζήτηση στην ίδια την Ισπανία, αναφορικά με τη σχετικότητα του στερεότυπου της «φυλής» και του «χρώματος» και την αντίληψή του ακόμη και εντός της ίδιας της χώρας. Για παράδειγμα, ένας μελαχροινός, που στην Ισπανία θα θεωρείτο «σκούρος», στην Ινδία, για παράδειγμα, θα θεωρείτο «λευκός» . Ο Λατίνος τραγουδιστής Ρίκι Μάρτιν δεν είναι καν μελαχροινός, το αντίθετο, αλλά λόγω της καταγωγής του από το Πουέρτο Ρίκο κατατάσσεται στους «έγχρωμους» Λατίνους.
Όπως επισημαίνει ο καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου Ραμόν Γκουτιέρες, «ορισμένα μέσα ενημέρωσης χρησιμοποίησαν την εικόνα του Μπαντέρας για να αποδείξουν πως το Χόλιγουντ δεν είναι ρατσιστικό, πλην όμως το αποτέλεσμα κατέληξε να είναι ο ρατσισμός και οι διακρίσεις». Ο ίδιος υποστηρίζει την υποκειμενική διάσταση της αντίληψης περί φυλών και χρώματος και ειδικά για τις ΗΠΑ επισημαίνει το ρητό τού αφροαμερικανού ακτιβιστή Μάλκομ Χ: «Η ιδέα της "ράτσας" στις ΗΠΑ είναι σαν τη μάρκα Κάντιλακ. Κάθε χρόνο αλλάζει μοντέλο, όμως η διάκριση συνεχίζεται».