«Νέτα-σκέτα χαφιέ» χαρακτηρίζει όποιον καλεί το 1142 για να καταγγείλει κάπνισμα σε κλειστό δημόσιο χώρο ο Διονύσης Χαριτόπουλος...
Ο γνωστός συγγραφέας κάνει λόγο για απόπειρα να εθιστεί η κοινωνία σε μια κουλτούρα χαφιεδισμού, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να υποστηρίξει ότι πρόκειται για μέθοδο αντίστοιχη με αυτές που χρησιμοποίησε το ναζιστικό καθεστώς.
Αναλυτικά το άρθρο του Διονύση Χαριτόπουλου
όπως δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών:
«Πολύ θα ήθελα να γνωρίσω έναν που παίρνει τηλέφωνο στο 1142 για να καταγγείλει ότι κάποιος συμπολίτης του καπνίζει. Να τον δω πώς είναι, δηλαδή, τι φοράει, πώς μιλάει, έχει δυο χέρια και δυο μάτια ή μήπως στο κούτελο γράφει σπιούνος για να ξέρουμε με ποιον έχουμε να κάνουμε;
Στο σχολείο μάθαμε για τον Εφιάλτη, τον Πήλιο Γούση, ζήσαμε το καρφί της τάξης, ακούσαμε για χαφιέδες της Κατοχής και της δικτατορίας, αλλά είναι άλλο να τον δεις μπροστά σου ζωντανό τον πατενταρισμένο ρουφιάνο. Αναρωτιέσαι από τι σπίτι βγήκε, τι του συνέβη και μισεί την κοινωνία, τι μόλυνση έχει υποστεί η ψυχούλα του, αν κάνει και τα παιδιά του σαν τα μούτρα του.
Αμφιβάλλω ότι θα γνωρίσω ποτέ κάποιον καταδότη, αλλά δεν πειράζει, ξέρω τους «πολιτισμένους» και τους «κοσμοπολίτες», που έδωσαν το έναυσμα γι’ αυτόν τον κοινωνικό κανιβαλισμό, να πρέπει να φυλαγόμαστε από τον διπλανό μας. Και καμαρώνουν οι γελοίοι. Δεν έχουν καταλάβει τι κάνουν.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το ναζιστικό καθεστώς μελετήθηκε όσο κανένα άλλο. Μία παράμετρος που εντυπωσίασε τις αρμόδιες αμερικανικές υπηρεσίες είναι ο αποτελεσματικός έλεγχος που ασκούσε επί των πολιτών. Ενώ η αστυνομία ήταν σχετικά ολιγάριθμη, είχε κατορθώσει να ασκεί πλήρη εποπτεία στη ζωή πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων.
Οπως διαπιστώθηκε, αυτό η γερμανική αστυνομία το είχε πετύχει μεταβάλλοντας τους πάντες σε πληροφοριοδότες της. Εστρεψαν τους ανθρώπους το έναν εναντίον του άλλου. Αν η γκόμενα που έμπαζες σπίτι ήταν, ας πούμε, κοκκινομάλλα, η γειτόνισσα που παρακολουθούσε πίσω απ’ την κουρτίνα, σε κάρφωνε αμέσως ότι τραβιέσαι με Εβραία. Δυστυχώς το ίδιο φαινόμενο επαναλήφθηκε μεταπολεμικά σε αρκετά απολυταρχικά καθεστώτα. Η ταινία «Οι ζωές των άλλων» ήταν μια καλή δόση του ζόφου και της παράνοιας που επικράτησε. Καταστράφηκαν άνθρωποι, λεηλατήθηκαν ζωές, κοινότητες αποδιοργανώθηκαν.
Τώρα, όπως ξέρουμε, εναντίον των καπνιστών έχει εξαπολυθεί πογκρόμ. Οι εντεταλμένοι αρθρογράφοι και σχολιαστές δεν αρκούνται στην καταδίκη του καπνίσματος ως συνήθειας ανθυγιεινής. Επιχειρούν να μειώσουν και ηθικά τους καπνιστές ως «απολίτιστους», «σιχαμερούς», «οπισθοδρομικούς» κ.λπ., να τους στερήσουν κάθε δικαίωμα αντίλογου και προσωπικών επιλογών.
Εξωφρενικό, αλλά συμβατό με το εξουσιαστικό ήθος που ανέκαθεν ψεύδεται, σπιλώνει και τρομοκρατεί για να επιβληθεί.
Ομως το 1142 τι το θέλανε; Ηταν αναγκαία αυτή η προστυχιά;
Ξέρουμε πως κάθε εξουσία επιδιώκει «συμμορφούμενους» υπηκόους. Αν όμως περάσεις τη γραμμή και καλέσεις το 1142, μεταβάλλεσαι σε όργανο των μηχανισμών καταστολής και απεμπολείς την ιδιότητα του πολίτη. Είσαι νέτα σκέτα χαφιές. Κι όσο κι αν προσπαθήσεις να το εξωραΐσεις, αυτό δεν αλλάζει: χαφιές κατάπτυστος. Κι επειδή η μια υπακοή φέρνει την άλλη, αν αύριο αποφασιστεί ότι οι χοντροί είναι ασύμφοροι στην οικονομία ή μια έρευνα αποφανθεί ότι οι καράφλες γυαλίζουν προσβλητικά, τι κάνουμε;
Αντε... αγαπηθείτε, και καλή σταδιοδρομία.»