Η Ελλάδα, ως χώρα-μέλος της ΕΕ, πρέπει να εναρμονιστεί με τους ευρωπαϊκούς στόχους για μείωση των εκπομπών διοξειδίου...
του άνθρακα και ένα από τα μέτρα είναι η μείωση της κατανάλωσης ή, καλύτερα, της σπατάλης του ηλεκτρικού ρεύματος.
Οι δήμοι της χώρας παίζουν έναν σημαντικό ρόλο σε αυτή την εθνική στρατηγική, διότι είναι μεγάλοι καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας.
Τα τελευταία χρόνια η αντικατάσταση των φωτιστικών με LED είναι ένα από τα μέσα που χρησιμοποιούν οι δήμοι για τη μείωση της ηλεκτρικής κατανάλωσης στον οδοφωτισμό. Παράλληλα, το θεσμικό πλαίσιο έχει εκσυγχρονιστεί και επιτρέπει στους δήμους να επιλέξουν διαφορετικά χρηματοδοτικά μοντέλα για τη χρηματοδότηση έργων εξοικονόμησης ενέργειας στον οδοφωτισμό τους, όπως ευνοϊκή δανειοδότηση από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, συμβάσεις ενεργειακής απόδοσης, προμήθειες μόνο του εξοπλισμού ή ακόμα και Συμπράξεις Δημοσίου – Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), αν πρόκειται για μεγάλους δήμους. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της αγοράς, για όλη την Ελλάδα το μέγεθος των έργων κυμαίνεται από 1,5-2,0 δισ. ευρώ, ποσό εξόχως σημαντικό και μεγάλο.
Την τελευταία πενταετία είναι γεγονός ότι κάποιοι δήμοι προχώρησαν στην υλοποίηση τέτοιων έργων. Είναι αλήθεια ότι η αντικατάσταση των συμβατικών λαμπτήρων του αστικού και περιαστικού οδοφωτισμού με λαμπτήρες τύπου LED έχει σημαντικά οφέλη: καλύτερη ποιότητα φωτισμού για πεζούς και οχήματα, σημαντικά μικρότερη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, μεγαλύτερη διάρκεια ζωής του λαμπτήρα, λιγότερες ανάγκες συντήρησης, ενώ υπάρχει η δυνατότητα στα νέα φωτιστικά να εγκατασταθεί και σύστημα τηλε-ελέγχου μέσω κάποιου παρόχου κινητής τηλεφωνίας.
Διερευνώντας όμως τις συνθήκες που εμφανίζονται και τις πρακτικές που εφαρμόζονται σε διαφορετικούς δήμους, εντοπίζονται κάποιες «διαβολικές συμπτώσεις». Αρχικώς, οι τεχνικοί σύμβουλοι που αναλαμβάνουν τον σχεδιασμό του έργου είναι «ένας» που εμφανίζεται με διαφορετικές συνδεδεμένες με αυτόν εταιρείες και φέρεται να έχει συνεργαστεί στο παρελθόν με ευρωβουλευτή.
Επίσης, στη μεγάλη πλειονότητα των μελετών και των διακηρύξεων, υπάρχουν –μάλλον όχι τυχαία– λάθη και παραποιήσεις, όπως ένταξη φωτιστικών που δεν ανήκουν στον δήμο, επιμέτρηση φωτιστικών που δεν υπάρχουν ή που έχουν ήδη αντικατασταθεί με LED, αδικαιολόγητα πολλές ώρες λειτουργίας, υπερβολικό κόστος συντήρησης, ακόμα και προσμετρήσεις φωτιστικών κτιρίων ως τμημάτων του αστικού οδοφωτισμού. Αυτές οι παραποιήσεις των στοιχείων σε επίπεδο μελέτης έχουν ως αποτέλεσμα να «φουσκώνει το έργο» ως προς τη θεωρητική εξοικονόμηση και την αμοιβή του αναδόχου.
Άλλο παράξενο γεγονός είναι οι σχεδόν πανομοιότυπες διακηρύξεις των έργων. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι είναι λογικό, λόγω της τυποποίησης της νομοθεσίας των δημόσιων συμβάσεων. Όμως, διαφορετικοί δήμοι, με διαφορετικές ανάγκες ή μεγέθη, να ζητούν ακριβώς ίδια χαρακτηριστικά του αναδόχου ή ακριβώς ίδια τεχνικά χαρακτηριστικά λαμπτήρων και να έχουν σχεδόν ταυτόσημες διατυπώσεις σημαίνει ότι ή οι υπηρεσίες των δήμων αντιγράφουν η μία την άλλη, ή είναι συγκεκριμένη η προέλευση των τευχών των διακηρύξεων, γιατί συνήθως επαναλαμβάνονται και οι ίδιες ασάφειες και τα ίδια λάθη!
Με μια προσεκτική ανάλυση των περισσότερων διακηρύξεων των δήμων με αντικείμενο τον οδοφωτισμό, διαπιστώνεται ότι οι συμβάσεις αυτές είναι πολυετείς και δεσμευτικές για 12 χρόνια και μαζί με τις λάμπες «φυτεύονται» αισθητήρες για πάρκινγκ, έξυπνοι κάδοι απορριμμάτων κ.ά. Με αυτόν τον τρόπο, εγκλωβίζουν τον δήμο για 12 χρόνια και τον υποχρεώνουν να προμηθεύεται από αρχικό προμηθευτή όλες τις επιπλέον υποδομές και υπηρεσίες «έξυπνης πόλης». Έτσι, αν κάποιος ανεξάρτητος προμηθευτής θελήσει να προσφέρει μια συμφέρουσα λύση για τον δήμο ή δεν θα μπορεί ή θα πρέπει να περάσει μέσα από τον προμηθευτή του οδοφωτισμού, καταβάλλοντας υπέρμετρο τίμημα το οποίο θα επιβαρύνει τον δήμο. Γίνεται λοιπόν προφανές πως, με «όχημα» τον οδοφωτισμό, οι δήμοι εγκλωβίζονται σε έναν προμηθευτή για τα επόμενα 12 έτη, με αποτέλεσμα ο δήμος να αδυνατεί να χαράξει τη δική του πολιτική.
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί επίσης και το γεγονός ότι, ενώ οι διαγωνισμοί είναι ηλεκτρονικοί και υποβάλλουν αρχικώς ενδιαφέρον τέσσερις-πέντε υποψήφιοι ανάδοχοι, τελικά μόνο «ένας»προμηθευτής-ανάδοχος, ολοκληρώνει τη διαδικασία και σε αυτόν κατακυρώνεται το έργο. Οι υπόλοιποι στη διαδικασία ή αποκλείονται ή δεν υποβάλλουν τα αναγκαία δικαιολογητικά και πάλι αποκλείονται. Ο «ένας ανάδοχος» συμπλέκεται και συνεργάζεται με τον «έναν τεχνικό σύμβουλο» και τον «έναν τηλεπικοινωνιακό πάροχο» και απλά εναλλάσσουν το σχήμα της κοινοπραξίας που συμμετέχει και αναλαμβάνει τα έργα.
Αυτή η στρεβλή κατάσταση, όπως έχει διαμορφωθεί, είναι αυταπόδεικτο ότι οδηγεί σε μια ανισόρροπη αγορά, με «έναν» σχεδόν μονοπωλιακό «παίκτη» σε δεσπόζουσα θέση και κάποιους άλλους, τυχερούς ή μετά από μεγάλη μάχη, να αναλαμβάνουν σαφέστατα μικρότερες συμβάσεις. Ασφαλείς πληροφορίες από γνώστες της αγοράς αναφέρουν ότι όλη αυτή η μεθόδευση είχε επισημανθεί και στην προηγούμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αλλά η ακινησία και η απάθεια της βοήθησαν στην εδραίωση αυτών των συνθηκών και μεθόδων.
Μετά τις εκλογές, ειδικά στους δήμους που αλλάξανε διοίκηση, με έναν «μαγικό» τρόπο αρχίζουν να εντοπίζονται τα λάθη στις μελέτες και στους υπολογισμούς, οι ασάφειες και τα κενά των διαδικασιών –που προ ολίγων μηνών ήταν μια χαρά–, οι μεγάλες διακυμάνσεις των τιμών για το ίδιο προϊόν, αφού εντοπίζονται τιμές από τα 200 ευρώ περίπου έως τα 900 ευρώ για τα ίδια φωτιστικά σώματα! Η εύκολη επιχειρηματολογία είναι ότι στο μεγαλύτερο ποσό περιλαμβάνονται και οι υπηρεσίες συντήρησης ή άλλες υποδομές, η οποίες όμως, εκτός του ότι δεν έχουν σχέση με τον οδοφωτισμό, δεν δημιουργούν και τα ανάλογα οφέλη για τους πολίτες, που δεν είναι άλλα από τη μείωση των τελών οδοφωτισμού, αφού θα υπάρχει πλέον μικρότερη κατανάλωση, άρα λιγότερα χρήματα στον ενεργειακό πάροχο. Αξίζει να αναφερθεί ότι σε όλες τις περιπτώσεις οι συμβάσεις ελέγχθηκαν από το Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου και δεν βρισκόταν κανένα μεμπτό στοιχείο, καθώς η αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι η νομιμότητα της διαδικασίας και όχι ο έλεγχος «φωτογραφικών» προδιαγραφών, σφαλμάτων της διακήρυξης ή αδικαιολόγητα υψηλών τιμών. Έτσι, τώρα οι εγκλωβισμένοι δήμοι θα πρέπει να ξεκινήσουν έναν δικαστικό/νομικό αγώνα για να αποδειχθούν τα σκόπιμα λάθη και οι παραλείψεις, καθώς και οι ζημίες.
Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι οι δήμοι πρέπει να εκσυγχρονιστούν, να μεταβούν σε ένα νέο περιβάλλον «έξυπνης πόλης», από το οποίο όμως να έχει οφέλη ο πολίτης και όχι να πληρώνει για τα επόμενα 12 χρόνια υπερ-κοστολογημένα προϊόντα και υπηρεσίες «αέρα κοπανιστό» που δεν του αποφέρουν τίποτα, διότι στον πυρήνα της σχεδίασης μιας έξυπνης πόλης βρίσκεται και η επίτευξη οικονομίας!
Ας ελπίσουμε ότι οι δήμοι, στην προσπάθειά τους να γίνουν «έξυπνοι», να το κάνουν με σύννομο τρόπο εξασφαλίζοντας τα οικονομικά συμφέροντα των δημοτών.
Δημοσιεύθηκε στο ένθετο Spy News της εφημερίδας Παρασκήνιο