Η Μπριζίτ Μπαρντό, από τη δεκαετία του ’50 κιόλας, υπήρξε μια κατηγορία από μόνη της...
Ανέγγιχτη από τις συγκρίσεις που πάντα ήταν υπέρ της, ήταν ο ορισμός του έρωτα με την πρώτη ματιά. Ένα βλέμμα της συνήθως ήταν αρκετό για να σαγηνεύσει, να μαγνητίσει και τελικά να αιχμαλωτίσει. Στο πρόσωπό της κάθε μικρή ατέλεια έδενε αρμονικά η μία με την άλλη δημιουργώντας την τελειότητα που μόνο ο συνδυασμός της αθωότητας, της πρόκλησης και της φινέτσας μπορεί να χαρίσει.
Το μεγαλύτερο προσόν της, όμως, δεν ήταν η ομορφιά της
Προφανώς για τα δεδομένα της εποχής της υπήρξε το απόλυτο sex symbol, αλλά δεν ήταν η ομορφιά εκείνο που την έκανε να ξεχωρίζει. Ωραίες γυναίκες, περισσότερο από εκείνη, υπήρχαν και θα υπάρξουν πολλές.
Η δική της ικανότητα, όμως, να προκαλεί σεξουαλικό παροξυσμό χωρίς να καταφεύγει στη φτήνια της χυδαιότητας, δεν αντιγράφεται. Σε πολλούς ρόλους υποδύθηκε την Λολίτα, αλλά υπήρξε οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό. Από τη στιγμή που αντιλήφθηκε το σεισμό που προκαλούσε η παρουσία της, έπαιξε μόνο ένα παιχνίδι, το δικό της. Ο Άντι Γουόρχολ έλεγε πως συμπεριφερόταν στους άντρες όπως εκείνοι συνήθιζαν να κάνουν στις γυναίκες. Τους αγόραζε, τους χρησιμοποιούσε, τους παράταγε. Κι αυτό την έκανε ακόμη πιο σέξι, ακόμη πιο επιθυμητή, ακόμη πιο άπιαστη.
Κι όλα αυτά ενώ η ίδια υποστήριζε πως όση περισσότερη ελευθερία ζητά μια γυναίκα, τόσο πιο δυστυχισμένη γίνεται. Μια φράση που την έκανε ελάχιστα δημοφιλή στο άλλο φύλο. Αλλά στο μυαλό της η χειραφέτηση δεν ήταν θέμα φεμινισμού, αλλά δύναμης. Και γνώριζε πολύ καλά πού ακριβώς βρισκόταν η δική της και πώς να την χρησιμοποιήσει για να γευτεί όλα όσα ήθελε από τον πέρασμά της στον κόσμο. «Φεύγω πριν με αφήσουν. Εγώ αποφασίζω», είχε πει περιγράφοντας τον εαυτό της.
Το αιώνιο δίλημμα
Η Μπαρντό εμφανίστηκε στην εποχή που ζυμωνόταν η σεξουαλική απελευθέρωση που ακολούθησε το ’60 και το ’70. Όταν ο κόσμος εγκατέλειπε τις σεμνοτυφίες κι αναζητούσε είδωλα. Κατόρθωσε να λάμψει επειδή πρόσθεσε τη γαλλική φινέτσα στο μεσογειακό πρότυπο που μέσω των ιταλίδων σεξοβομβών κυριαρχούσε στην Ευρώπη.
Ήταν μια κλάση ανώτερη και στην πραγματικότητα μπορούσε να συγκριθεί μόνο με μία άλλη που διέθετε περίπου το ίδιο πακέτο. Την Μέριλιν Μονρό, η οποία συγκρινόμενη με την Γαλλίδα έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Πέθανε νωρίς, μη επιτρέποντας στο χρόνο να αλλοιώσει την εικόνα της. Έμεινε τέλεια κι ανέγγιχτη, όπως θα έπρεπε να συμβαίνει με κάθε τι φτιαγμένο από τέτοιας ποιότητας αστερόσκονη. Η Μπριζίτ θα μπορούσε να έχει την ίδια μοίρα αν το 1960 η απόπειρά της να αυτοκτονήσει κόβοντας τις φλέβες της και παίρνοντας βαρβιτουρικά ήταν επιτυχημένη.
Το «Και ο Θεός έπλασε την γυναίκα» του 1956, ο ρόλος που καθιέρωσε την «Μπεμπε» ως την αιώνια ενζενί, ήρθε σαν απάντηση στο «Οι άντρες προτιμούν τις ξανθές» που τρία χρόνια νωρίτερα είχε εκτοξεύσει στη στρατόσφαιρα τις μετοχές της Μέριλιν. Το αιώνιο δίλημμα για το ποια από τις δύο θα έμενε στην ιστορία ως το απόλυτο θηλυκό απαντήθηκε όταν η Αμερικανίδα ηθοποιός έβαζε τέλος στη ζωή της και περνούσε δίχως ψεγάδια στην αιωνιότητα.
Το αντίπαλο δέος στην άλλη όχθη του Ατλαντικού δεν έζησε αρκετά ώστε να στραπατσάρει τον εαυτό της στο πέρασμα του χρόνου. Δεν έζησε τόσο όσο χρειαζόταν για να γεμίσει ρυτίδες ή να παραμορφωθεί από πλαστικές. Η Μπαρντό αναγκάστηκε να υπομείνει τα σημάδια της ατελούς ανθρώπινης φύσης παραδεχόμενη πως «είναι λυπηρό να γερνάς, αλλά ωραίο να ωριμάζεις». Δυστυχώς η δική της ωρίμανση έφερε πολύ περισσότερες ασχήμιες από αυτές που φαίνονται με γυμνό μάτι.
«Έδωσα τα νιάτα και την ομορφιά μου στους άντρες, θα προσφέρω την εμπειρία και τη σοφία μου στα ζώα»
Με αυτά τα λόγια η Μπαρντό έδωσε απαντήσεις για τη φιλοζωία που ανέπτυξε καθώς σταματούσε να απασχολεί τα πρωτοσέλιδα με τις ταινίες, τα τραγούδια ή τις ερωτικές περιπέτειές της. Εάν έμενε σε αυτό, θα είχαμε ακόμη ένα λόγο για να την διατηρήσουμε στις καρδιές μας. Αξίζει να σημειωθεί πως η Μπαρντό έδειξε μια όψιμη συμπάθεια στην Μαρί Λεπέν και τις εθνικιστικές ιδέες της.
Έχοντας πάντα το θάρρος της γνώμης της, δεν δίστασε να ταχθεί ανοιχτά υπέρ της και να εκφράσει απόψεις που δυσαρέστησαν πολλούς (αναφερόμαστε σε θολοκουλτουριάρηδες). Και αυτός, όχι οι ρυτίδες της, είναι και ο βασικός λόγος που όσοι είμαστε απόλυτα βέβαιοι πως αυτήν ακριβώς είχε στο νου του ο Θεός όταν έφτιαχνε την γυναίκα, προτιμάμε να την σκεφτόμαστε νέα και άφθαρτη. Όπως οτιδήποτε μένει στον κόσμο του ονειρικού και του απλησίαστου.
Σε κάποια από τις εξομολογήσεις της διηγείται: «Ένα βράδυ βρήκα τον Τζον Λένον ολόγυμνο στο κρεβάτι μου. Ήμουν στο Λονδίνο για γυρίσματα κι επέστρεφα από ένα δείπνο στο οποίο ήταν επίσης καλεσμένος κι εκείνος, αλλά δεν εμφανίστηκε. Χρειάστηκαν τρείς άνδρες της ασφάλειας του ξενοδοχείου για να τον απομακρύνουν. Ήταν μαστουρωμένος μέχρι θανάτου».
Αλήθεια τώρα, υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο που -υπό την επήρεια ουσιών ή όχι- δεν θα έκανε ακριβώς ό,τι και το «σκαθάρι» που μοιραζόταν τη ζωή του με την Γιόκο Όνο;
Ακόμη και άντρες που συνόδευαν πολύ ωραιότερες γυναίκες από την χήρα του Λένον, το ίδιο θα είχαν κάνει.