Ο Ντέιβιντ και ο Τσαρλς Κοχ, βρίσκονταν στις κορυφαίες θέσεις του περιοδικού, Forbes, με τους πλουσιότερους ανθρώπους του πλανήτη ...
εδώ και δεκαετίες καθώς άγγιξε τα 50,5 δισ. δολάρια για τον καθένα, πράγμα που σημαίνει ότι συνδυαστικά η περιουσία της είναι μεγαλύτερη από του Μπιλ Γκέιτς και του Γουόρεν Μπάφετ.
Η κοινή περιουσία των δύο αδελφών προέρχεται από την εταιρεία τους, Koch Industries, μία επιχείρηση από τις μεγαλύτερες, πιο μυστικοπαθής και με μεγάλη επιρροή στη χώρα.
Με αφορμή το θάνατο του Ντέιβιντ, που έφυγε από τη ζωή πριν από μερικές ημέρες, το economistas.gr κάνει μια αναδρομή σημειώνοντας πως χρησιμοποιούσε την τεράστια περιουσία του για να προωθεί τη συντηρητική πολιτική ατζέντα των δύο αδερφών.
Όπως γράφει χαρακτηριστικά η Κλειώ Νικολάου, ο Ντέιβιντ καθόταν… στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου σε ό,τι αφορά στη διαχείριση της κολοσσιαίας εταιρείας των δύο αδερφών, τη μοίρα της οποίας καθόριζε ο Τσαρλς. Παρότι, η οικογένεια προερχόταν από το Τέξας, ο Ντέιβιντ περνούσε πολύ χρόνο στη Νέα Υόρκη και, μάλιστα, έκανε και πάρα πολλές φιλανθρωπίες, σε έρευνες για τον καρκίνο και πολλά άλλα. Επίσης, έκανε ομιλίες για διάφορα θέματα της συντηρητικής του ατζέντας, με αποτέλεσμα να είναι ένα αναγνωρίσιμο πρόσωπο σε αντίθεση με τον αδερφό του.
Αυτό που δεν είναι ευρέως γνωστό είναι η πηγή του πλούτου της οικογένειας, που σύμφωνα με πολλούς παρατηρητές, καθορίζει την ατζέντα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος των Ηνωμένων Πολιτειών. Κανείς δεν αγοράζει πράγματα με την ταμπέλα, Koch. Οπότε πώς έγιναν τόσο πλούσιοι;
Η αλήθεια είναι, σύμφωνα με το CNN, ότι η εταιρεία, Koch Industries, παράγει μία ευρύτατη γκάμα προϊόντων που χρησιμοποιούνται στην καθημερινή μας ζωή. Διαθέτουν διυλιστήρια πετρελαίου, παράθυρα, μπογιές και κάθε είδους πράγματα που χρειάζεται ένα σπίτι, καθώς επίσης λιπάσματα, πετσέτες, κινητά και αμέτρητα άλλα προϊόντα.
Ουσιαστικά, αν ένας άνθρωπος που ζει στις ΗΠΑ τρώει, ζει σε ένα σπίτι, φορά ρούχα, πηγαίνει με το αυτοκίνητο στη δουλειά ή χρησιμοποιεί τηλέφωνο, τα προϊόντα της οικογένειας βρίσκονται σε ένα ή πολλά σημεία αυτής της αλυσίδας.
Ο ετήσιος τζίρος της Koch Industries ξεπερνά τον τζίρο της Facebook, της Goldman Sachs και της U.S. Steel συνδυαστικά.
Το αποτέλεσμα αυτό – της ισχύος, αλλά και του πλούτου της οικογένειας Κοχ – είναι ακόμα πιο σημαντικό αν σκεφτεί κανείς από πού ξεκίνησαν για να φτάσουν να γίνουν εκτός από δισεκατομμυριούχοι και οι μεγαλύτεροι δωρητές του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.
Όταν γεννήθηκε ο Ντέιβιντ, η οικογενειακή επιχείρηση ήταν μία μικρή εταιρεία στο Κάνσας. Την είχε ιδρύσει ο Φρεντ Κοχ, ένας συντηρητικός άντρας που συνίδρυσε επίσης την John Birch Society, ένα μυστικό Οργανισμό που πίστευε ότι η Ομοσπονδιακή κυβέρνηση είχε καταλειφθεί από τους Κομμουνιστές. Ο Φρεντ είχε τέσσερις γιους: το Φρανκ, τον Τσαρλς και τα δίδυμα, Ντέιβιντ και Μπιλ.
Ο Φρεντ πέθανε το 1967 από καρδιακή προσβολή και την επιχείρηση ανέλαβε ο Τσαρλς. Τότε ξεκίνησε η πραγματική ιστορία της Koch Industries. Ο Τσαρλς και ο Ντέιβιντ κατείχαν ίσο μερίδιο στην εταιρεία, το οποίο συνολικά ανερχόταν στο 80%. Το υπόλοιπο 20% του κολοσσού που είναι σήμερα ανήκει σε μακρινούς συγγενείς, επενδυτές που είχαν μπει στο ξεκίνημα και άλλους.
Τα δύο αδέρφια είχαν ένα κοινό όραμα για το πώς να διοικήσουν την εταιρεία. Για παράδειγμα, διατήρησαν τα μερίδιά τους στην επιχείρηση, χωρίς ποτέ να προχωρήσουν σε κάποια δημόσια εγγραφή, πουλώντας δηλαδή μετοχές στη Wall Street. Αυτό τους βοήθησε να σκέφτονται τη μακροπρόθεσμη στρατηγική της εταιρείας, χωρίς να χρειάζεται να ανησυχούν για τα μερίσματα που θα έπρεπε να δώσουν σε μετόχους. Έτσι, το 90% των κερδών επέστρεφε στην επιχείρηση. Έχοντας τεράστια αποθέματα ρευστότητας, τα δύο αδέρφια μπόρεσαν να κάνουν τεράστιες επενδύσεις και εξαγορές κολοσσών πληρώνοντας δισεκατομμύρια δολάρια που απέφεραν ακόμα περισσότερα δισεκατομμύρια.
Η Koch Industries άντεξε σε κρίσεις, σε περιόδους οικονομικών και χρηματιστηριακών διακυμάνσεων και παρά το σαφή ιδεολογικό προσανατολισμό των ιδιοκτητών, ποτέ δεν επηρεάστηκε από την κατάσταση στην Ουάσιγκτον. Η περιουσία του Ντέιβιντ θα παραμείνει στην οικογένεια, όπως ανακοίνωσε η εταιρεία. economistas.gr