«Η κυβέρνηση προετοιμάστηκε πολύ καιρό να εμφανίσει το μαύρο- άσπρο και τον αυταρχισμό και τον συγκεντρωτισμό να τα παρουσιάσει ως αποφασιστικότητα και ως δυναμισμό», δήλωσε ο βουλευτής Α' Πειραιώς και τομεάρχης Εθνικής Άμυνας του ΣΥΡΙΖΑ Θοδωρής Δρίτσας...
στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού- Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο 104,9 FM», αποτιμώντας τον πρώτο μήνα διακυβέρνησης της χώρας από τη ΝΔ και τις νομοθετικές πρωτοβουλίες που έφερε στη Βουλή.
«Μία έπαρση απίστευτη και μια αυταρέσκεια, που δεν χαρακτηρίζει ούτε καν και την παράδοση του χώρου της Δεξιάς σε άλλες περιόδους, είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του νέου στυλ διακυβέρνησης: Συγκεντρωτισμός, αυταρχισμός, έπαρση και επικοινωνιακή αξιοποίηση και μεταβολή των περιεχομένων των πραγματικών στόχων, που έχει ως κυβερνητικό πρόγραμμα», είπε ο κ. Δρίτσας, σημειώνοντας ότι «αυτό το πρόγραμμα που τώρα παρουσιάζει η ΝΔ ήταν και το πρόγραμμα -με κάποιες προσαρμογές προφανώς- της περιόδου, που οδηγήθηκε η χώρα στη χρεοκοπία», καθώς «και τότε είχαμε μεγαλεία, ολυμπιάδες, δανεισμούς, ροή χρήματος, παραγωγή πλούτου, δεν είχαμε όμως ούτε κοινωνικό κράτος, ούτε δημοσιονομικό έλεγχο, ούτε συστηματική προσπάθεια οργάνωσης κράτους δικαίου, ούτε και αντιμετώπιση των κοινωνικών ανισοτήτων, ούτε είχαμε εργασιακά δικαιώματα».
«Πέρα από το ότι δεν υπάρχει δίκαιη ανάπτυξη, δεν υπάρχει βιώσιμη ανάπτυξη αν δεν είναι ανάπτυξη που να στηρίζεται στην κατοχύρωση των εργασιακών δικαιωμάτων, στο κράτος πρόνοιας, στο κράτος δικαίου, στο χτύπημα των ανισοτήτων», επισήμανε ο κ. Δρίτσας. Παρατήρησε, δε, πως «κανένας, ούτε η ΝΔ δεν μπορεί -και δεν το κάνει κι ούτε είναι τυχαίο ότι δεν το κάνει- να αμφισβητήσει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η πολιτική δύναμη, που με έναν πολύ συνετό, συστηματικό και πεισματάρικο τρόπο κατάφερε να κρατήσει όρθια την ελληνική κοινωνία, να αντιμετωπίσει την ανθρωπιστική κρίση και με ελιγμούς, συμβιβασμούς και συνθετικές πολιτικές και με παράλληλο πρόγραμμα και με τους αναγκαίους ρεαλιστικούς συμβιβασμούς να ολοκληρώσει ένα μνημονιακό πρόγραμμα με τέτοιον τρόπο, που να βγάλει τη χώρα από την κρίση, να τελειώσει με τη μνημονιακή περίοδο, να αφήσει ανοιχτό διάδρομο -δεκαπενταετίας τουλάχιστον- για τη ρύθμιση του χρέους, να εξασφαλίσει ένα μαξιλάρι δημοσιονομικής ασφάλειας με ένα τεράστιο για τα ελληνικά δεδομένα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας ποσόν γύρω στα 30 δισ. και να διαμορφώσει ταυτόχρονα επανάκαμψη στοιχειωδών κανόνων εξασφάλισης της δικαιοσύνης στον τομέα της εργασίας, του κοινωνικού κράτους και σε πολλούς άλλους τομείς».
«Πάνω σε αυτή τη βάση που η κυβέρνηση της Αριστεράς μπόρεσε να δημιουργήσει για χάρη της ελληνικής κοινωνίας και του τόπου η Νέα Δημοκρατία οφείλει να σεβαστεί τις πραγματικότητες και να χτίσει σοβαρά πάνω σε αυτές τώρα που είναι κυβέρνηση και όχι να επαναλάβει αυτή την άθλια νεοφιλελεύθερη σπάταλη πολιτική της δεκαετίας του 2000», τόνισε.
Σε ό,τι αφορά τις αλλαγές που προωθεί η ηγεσία του υπουργείου Εθνικής Άμυνας στις Ένοπλες Δυνάμεις ο αρμόδιος Τομεάρχης του ΣΥΡΙΖΑ σχολίασε: «Περιμένουμε μια σοβαρή συζήτηση στο πλαίσιο της Επιτροπής Εξωτερικών και Άμυνας της Βουλής με τη νέα πολιτική ηγεσία, προφανώς θα υπάρξουν και απευθείας επικοινωνίες, είναι θέματα που έχουν δρομολογηθεί -και στα ζητήματα των προμηθειών και στα ζητήματα της δομής των Ενόπλων Δυνάμεων- από την προηγούμενη, δική μας κυβέρνηση. Νομίζω ότι εκεί πρέπει να εξαντληθούν όλα τα περιθώρια συναίνεσης, ώστε να διαμορφωθούν οι συνθήκες εκείνες που θα επιτρέψουν την ακόμα μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και ευρυθμία στον χώρο των Ενόπλων Δυνάμεων».
Ερωτηθείς, εξάλλου, για την πορεία των εσωκομματικών διεργασιών στον ΣΥΡΙΖΑ απάντησε: «Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα μεγάλο κόμμα, εμπεδωμένο πια στη συνείδηση μιας πολύ μεγάλης μερίδας της ελληνικής κοινωνίας. Αυτό μας γεννά νέες υποχρεώσεις και νέες δεσμεύσεις [...] Τώρα πια δεν είμαστε μόνο αξιωματική αντιπολίτευση --τέτοιον ρόλο είχαμε και στο παρελθόν μετά το 2012, τώρα είμαστε αξιωματική αντιπολίτευση, έχοντας ήδη κυβερνήσει τη χώρα. Με αναβαθμισμένη γνώση και ποιότητα πρέπει να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων. Όλα αυτά απαιτούν συμμετοχή του κόσμου, συμμετοχή των παραγωγικών φορέων, των εργαζομένων, των διανοουμένων, της νεολαίας, των αγροτών, όλων όσων προσβλέπουν στο κοινωνικό κράτος και τη δίκαιη ανάπτυξη».