To Ευρωπαϊκό Δικαστήριο καταδίκασε την Ελλάδα για την εφαρμογή μειωμένου ειδικού φόρου κατανάλωσης (ΕΦΚ) στο τσίπουρο...
Οπως αποφάσισε, η ισχύς του μειωμένου ΕΦΚ στο τσίπουρο αντιβαίνει στο δίκαιο της Ενωσης και κατά συνέπεια η Ελλάδα οφείλει να φορολογήσει το συγκεκριμένο ποτό όπως και τα υπόλοιπα αλκοολούχα.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο κινήθηκε νομικά εναντίον της χώρας μας, θέτοντας θέμα προστατευτισμού λόγω μειωμένου συντελεστή φορολόγησης για το τσίπουρο και τα αποστάγματα των διήμερων αποσταγματοποιών. Προφανώς το τσίπουρο τέθηκε στο φορολογικό μικροσκόπιο, καθώς τα χρόνια της κρίσης η κατανάλωσή του –ειδικά χύμα– εκτοξεύτηκε στην Ελλάδα.
Οσον αφορά το ούζο, έχει κερδίσει χαμηλότερο συντελεστή ΕΦΚ με βάση τη σχετική κοινοτική οδηγία από το 1992, ωστόσο ανάλογη κοινοτική νομοθεσία για το τσίπουρο δεν ισχύει. Το κόστος για τους αποσταγματοποιούς αλλά και για τους καταναλωτές από την ενδεχόμενη αύξηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης είναι πολύ μεγάλο. Ενδεικτικά, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης στο λίτρο άνυδρης αλκοόλης που χρησιμοποιείται για την παρασκευή των ποτών είναι στα 12 ευρώ (περίπου), ενώ για το ούζο το ποσό υπολογίζεται στο μισό. Προς το παρόν και με βάση την εθνική νομοθεσία (τελωνειακός κώδικας 2000), το ίδιο καθεστώς με το ούζο ισχύει και για το εμφιαλωμένο τσίπουρο, ενώ για το προϊόν που παρασκευάζεται από τους διήμερους αποσταγματοποιούς ο φόρος που αναλογεί είναι 0,59 ευρώ ανά λίτρο.
Δεδομένου ότι το τσίπουρο και η τσικουδιά δεν αποτελούν, κατά το παρόν στάδιο της ενωσιακής νομοθεσίας, προϊόντα υπαγόμενα στο καθεστώς παρέκκλισης που προβλέπεται στην ίδια αυτή διάταξη, το Δικαστήριο εκτιμά ότι τα προϊόντα αυτά υπόκεινται στον ίδιο συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης με όλα τα προϊόντα αιθυλικής αλκοόλης. Στην περίπτωση του τσίπουρου και της τσικουδιάς που παράγονται από τους μικρούς, διήμερους αποσταγματοποιούς, οι εφαρμοστέες οδηγίες επιτρέπουν επίσης, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μείωση (κατά 50%) σε σχέση με τον κανονικό εθνικό συντελεστή. Η φορολόγηση ύψους 59 λεπτών του ευρώ/χιλιόγραμμο, που προβλέπει η ελληνική νομοθεσία, είναι σημαντικά χαμηλότερη από το επιτρεπόμενο όριο.