Επιχειρηματικοί κλάδοι οι οποίοι δεν εθίγησαν από την κρίση, έχουν «φεσώσει» τις τράπεζες με τεράστια ποσά «κόκκινων» δανείων τα οποία...
αρνούνται να τα ρυθμίσουν.
Αυτό επισημαίνει η τελευταία έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος από την οποία προκύπτει πως η υπόθεση των «κόκκινων» δανείων προσομοιάζει με τη Λερναία Ύδρα, καθώς παρά τις διαγραφές και τις πωλήσεις προβληματικών δανείων ανακύπτουν και νέα μέσα από το «υγιές» χαρτοφυλάκιο.
Αναλυτικότερα, το σύνολο των ρυθμισμένων δανείων ανήλθε στο τέλος του 2018 σε 46,3 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 25,7% των συνολικών δανείων, έναντι 25,2% στο τέλος του 2017 (50,3 δισ. ευρώ). Ωστόσο:
Το 19,9% των ήδη ρυθμισμένων δανείων εμφανίζει καθυστέρηση άνω των 90 ημερών, έναντι 19,5% στο τέλος του 2017.
Το 47,8% των ΜΕΔ άνω των 90 ημερών δεν έχει ρυθμιστεί, έναντι 54,7% στο τέλος του 20177, ενώ τα ποσοστά για τα στεγαστικά, καταναλωτικά και επιχειρηματικά δάνεια ανέρχονται σε 44,7%, 35,4% και 55,9% αντίστοιχα.
Η ΤτΕ επισημαίνει ακόμα, ότι 11,9 δισ. ευρώ, ήτοι το 14,5% των μη εξυπηρετούμενων δανείων, εντός ισολογισμού, αφορούν απαιτήσεις οι οποίες έχουν υπαχθεί σε καθεστώς νομικής προστασίας και για τις οποίες εκκρεμεί η έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, εκ των οποίων 6,5 δισ. ευρώ αφορούν απαιτήσεις που είχαν ήδη καταγγελθεί.
Το 47,8% των ΜΕΔ άνω των 90 ημερών δεν έχει ρυθμιστεί, έναντι 54,7% στο τέλος του 20177, ενώ τα ποσοστά για τα στεγαστικά, καταναλωτικά και επιχειρηματικά δάνεια ανέρχονται σε 44,7%, 35,4% και 55,9% αντίστοιχα.
Η ΤτΕ επισημαίνει ακόμα, ότι 11,9 δισ. ευρώ, ήτοι το 14,5% των μη εξυπηρετούμενων δανείων, εντός ισολογισμού, αφορούν απαιτήσεις οι οποίες έχουν υπαχθεί σε καθεστώς νομικής προστασίας και για τις οποίες εκκρεμεί η έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, εκ των οποίων 6,5 δισ. ευρώ αφορούν απαιτήσεις που είχαν ήδη καταγγελθεί.
Τα δάνεια αυτής της κατηγορίας αφορούν είτε φυσικά πρόσωπα (π.χ. ν. 3869/2010) είτε νομικά πρόσωπα (π.χ. ν. 4307/2014, Πτωχευτικός Κώδικας). Σχετικά με τις επιμέρους κατηγορίες, περίπου το 31% των μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών δανείων έχει υπαχθεί σε καθεστώς νομικής προστασίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα καταναλωτικά δάνεια είναι 20,5%.
Αξίζει να σημειωθεί όμως, ότι η ΤτΕ αφήνει να εννοηθεί ότι τα σχετικά ποσά και ποσοστά θα μειωθούν, λόγω των αυστηρότερων κριτηρίων του νόμου. Όπως επισημαίνει, ο ν. Κατσέλη, μετά τις τροποποιήσεις τον Σεπτέμβριο του 2018 προβλέπει την άρση του τραπεζικού απορρήτου των οφειλετών που έχουν υπαχθεί σε αυτόν, ενώ στην περίπτωση που φέρουν αντίρρηση θα τίθενται εκτός προστασίας.
Ταυτόχρονα, ο οφειλέτης δηλώνει ότι παρέχει άδεια σε οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυμα να διαβιβάζει στους πιστωτές την κίνηση των τραπεζικών του λογαριασμών και των λοιπών τραπεζικών προϊόντων και ότι τους επιτρέπει την επεξεργασία και ανταλλαγή των δεδομένων που κατέχουν ή λαμβάνουν από τα πιστωτικά ιδρύματα.
Οι επιχειρήσεις που «φέσωσαν» τις τράπεζες
Ειδική ανάλυση της Τράπεζας της Ελλάδος καταγράφει τους κλάδους των επιχειρήσεων οι οποίες άφησαν τα δάνειά τους να «κοκκινίσουν». Μέσα σε αυτούς είναι και κλάδοι δυναμικοί, της ελληνικής οικονομίας.
Ειδική ανάλυση της Τράπεζας της Ελλάδος καταγράφει τους κλάδους των επιχειρήσεων οι οποίες άφησαν τα δάνειά τους να «κοκκινίσουν». Μέσα σε αυτούς είναι και κλάδοι δυναμικοί, της ελληνικής οικονομίας.
Πρόκειται για τους κλάδους του τουρισμού και της ναυτιλίας. Είναι χαρακτηριστική η παρατήρηση της Κεντρικής Τράπεζας, ότι: «συνεχίζει να προβληματίζει το γεγονός ότι ο κλάδος του τουρισμού παρουσιάζει υψηλό ποσοστό ΜΕΔ (35,2%), παρά τον εξωστρεφή χαρακτήρα και την ανοδική του πορεία και τη διερευνώμενη συμβολή του στο ΑΕΠ».
Δηλαδή, ενώ οι επιχειρηματίες του τουρισμού, δεν εθίγησαν από την κρίση, αντίθετα μάλιστα διεύρυναν εντυπωσιακά τα τελευταία χρόνια την δραστηριότητά τους, εντούτοις δεν αποπληρώνουν τα δάνειά τους τα οποία τα άφησαν και έφτασαν στο «κόκκινο».
Η ίδια παρατήρηση ισχύει και για τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις, οι οποίες είναι επίσης εξωστρεφής και σχεδόν το ένα τρίτο των δανείων που έχουν λάβει, είναι στο «κόκκινο».
Όπως σημειώνει η Τράπεζα της Ελλάδος, τα ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων κατά κλάδο είναι τα ακόλουθα:
-Εστίασης 64,5%
-Τηλεπικοινωνιών, της πληροφορικής και ενημέρωσης 57,9%
-Εμπορίου 50,7%
-Αγροτικών δραστηριοτήτων 47,4%
-Κατασκευών 45,9%
-Real estate 45,3%
-Μεταποίησης 41,2%
-Υγείας 38,3%
-Τουριστικών καταλυμάτων 35,2%
-Ναυτιλίας 28,6%
-Στον αντίποδα, με χαμηλά ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων βρίσκονται οι κλάδοι της ενέργειας με 3,0% και οι χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις με 16,3%.