Δανειολήπτες ελβετικού φράγκου άσκησαν κατά συγκεκριμένης τράπεζας, τακτική αγωγή....
το 2015 αιτούμενοι τον επαναϋπολογισμό του δανείου με την αρχική ισοτιμία.
Η αγωγή αυτή συζητήθηκε κανονικά και εκδόθηκε απόφαση μη οριστική σύμφωνα με την οποία, δεν κρίθηκε το νομικό ζήτημα των δανείων αυτών σε αναμονή της τελεσίδικης απόφασης επί της συλλογικής αγωγής κατά άλλης τράπεζας, που τότε ήταν ακόμα στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας.
Γράφει η δικηγόρος Αθηνών Αναστασία Μήλιου
Οι δανειολήπτες κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, είχαν υπογράψει προσωρινή σύμβαση ρύθμισης του δανείου με καταβολή μειωμένης δόσης.
Μετά το τέλος της ρύθμισης και ενώ είχε εκδοθεί η μη οριστική απόφαση του δικαστηρίου, επισκέφτηκαν την τράπεζα για την υπογραφή νέας ρύθμισης όμως η τράπεζα δεν δέχθηκε. Εν συνεχεία και ενώ εκείνοι χωρίς πλέον ρύθμιση, συνέχισαν να καταβάλουν το ποσό της μειωμένης δόσης προς ένδειξη καλοπιστίας, η τράπεζα προχώρησε σε καταγγελία του δανείου.
Αμέσως μετά την καταγγελία, οι δανειολήπτες προσπάθησαν να προσεγγίσουν την τράπεζα προς εξεύρεση λύσης και συνέχισης αποπληρωμής του δανείου. Αρχικά οι υπάλληλοι της τράπεζας αρνήθηκαν. Εν συνεχεία και μετά από λίγους μήνες, κάλεσαν τους δανειολήπτες, λέγοντας του ότι υπάρχει περίπτωση το δάνειο τους να μπει σε μια ομάδα δανείων που θα έχουν γενναίο κούρεμα και τους ζήτησαν την καταβολή του ποσού των 75 ευρώ για να γίνει η εξέταση του ειδικού αιτήματος. Τα χρήματα αυτά τράβηξε η τράπεζα από τον λογαριασμό του καταγγελμένου δανείου, στο οποίο οι δανειολήπτες για κάποιους μήνες συνέχισαν να καταβάλουν την μειωμένη δόση.
Μετά και την είσπραξη του ποσού των 75 ευρώ, οι υπάλληλοι της τράπεζας δεν έδιναν καμία απάντηση στους δανειολήτες για την τύχη του αιτήματός τους. Το σύνηθες ήταν να ζητούν κάθε φορά και επιπλέον έγγραφα πολλές φορές μάλιστα έγγραφα τα οποία ήδη είχαν προσκομιστεί προηγούμενες φορές.
Έτσι από τον Φεβρουάριο του 2018 ως και τον Αύγουστο του 2018 οι δανειολήπτες δεν είχαν λάβει καμία απάντηση στο αίτημα ρύθμισης του δανείου τους.
Έτσι από τον Φεβρουάριο του 2018 ως και τον Αύγουστο του 2018 οι δανειολήπτες δεν είχαν λάβει καμία απάντηση στο αίτημα ρύθμισης του δανείου τους.
Στις 25 Αυγούστου 2018 η τράπεζα στέλνει μια πρόταση ρύθμισης προς τους δανειολήπτες ζητώντας ουσιαστικά το υπάρχον δάνειο να γίνει άλλο δάνειο και να προσημειώθει νέο ακίνητο. Στο ποσό του νέου δανείου δεν είχαν υπολογιστεί τα ποσά που είχαν καταβάλει οι δανειολήπτες επιπλέον λόγω της ισοτιμίας ενώ το ποσό που τάχα κουρεύτηκε, ουσιαστικά η τράπεζα θα το λάμβανε με το νέο επιτόκιο που χρέωνε στην σύμβαση.
Τρεις μέρες μετά την πρόταση ρύθμισης, αποστέλλεται προς τους δανειολήπτες και Δγη πληρωμής για το εν λόγω δάνειο ελβετικού φράγκου.
Δηλαδή οι δανειολήπτες ή θα δέχονταν την μη συμφέρουσα και βιώσιμη ρύθμιση με ό,τι αυτή συνεπάγοταν ή έπρεπε να ασκήσουν ανακοπή κατά της δγης πληρωμής.
Επέλεξαν την δεύτερη λύση και κατατέθηκε ανακοπή καθώς η δγη πληρωμής εκδόθηκε ενώ υπήρχε προηγούμενη κατατεθειμένη χρονικά αγωγή, με το ίδιο νομικό αίτημα, η οποία δεν είχε κριθεί.
Η πράξη αυτή αποτελεί το νομικό όρο της εκκρεμοδικίας. Κατά την διάρκεια της εκκρεμοδικίας δεν μπορεί να ασκηθεί άλλο δικόγραφο με το ίδιο ή παρεμφερές με το πρώτο, περιεχόμενο και αίτημα.
Επομένως το Δικαστήριο που δίκασε την ανακοπή των οφειλέτων κατά της τράπεζας και της Διαταγής Πληρωμής, έκανε δεκτή την ανακοπή κατά της δγης πληρωμής, λόγω της εκκρεμοδικίας και σταμάτησε την σε βάρος τους εκτέλεση.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί η τράπεζα προχώρησε σε δγη πληρωμής ενώ γνώριζε την εκκρεμοδικία και τον κίνδυνο να χάσει το διεκδικούμενο δικαιώμά της.
Η απάντηση είναι σχετικά απλή. Οι οφειλέτες έχουν ασκήσει μια αγωγή, η απόφαση της οποίας αν έχει θετική έκβαση για αυτούς τότε, το οφειλόμενο από το δάνειο σε ελβετικό φράγκο ποσό, θα είναι πολύ μικρότερο από το διεκδικούμενο από την τράπεζα έτσι όπως το υπολογίζει με την τρέχουσα ισοτιμία.
Για ένα περιπου χρόνο καθυστερούσε τους δανειολήπτες ώστε να αυξησει το οφειλόμενο ποσό το οποίο με την Δγη πληρωμής οριστικοποιείται και κεφαλαιοποιείται σε περίπτωση μη άσκησης της ανακοπής.
Αν οι δανειολήπτες εφησυχάζονταν στο γεγονός της αγωγής τους και της έκβασης αυτής ακόμα κι αν το αποτέλεσμα ήταν θετικό για αυτούς και δικαιώνονταν με την απόφαση του δικαστηρίου , θα συνέβαινε το εξής παράδοξο. Από την μια, θα είχαν μια απόφαση που θα έλεγε ότι οφειλούν στην τράπεζα π.χ. 100.000 ευρώ ακόμα αντί για 180.000 που ζητάει η τράπεζα. Από την άλλη η τράπεζα θα είχε μια οφειλή εις βάρος τους απαιτητή και με πλειστηριασμό ακόμα, που θα είναι παραπάνω από 180.000 ευρώ διότι θα είχαν προστεθεί τόκοι, έξοδα κ.τ.λ. και η οποία δεν θα μπορεί να προσβληθεί από κανέναν πλέον διότι θα έχει παρέλθει άπρακτη η κρίσιμη προσθεσμία άσκησης ανακοπής.
Με τον τρόπο αυτό ουσιαστικά ακυρώνεται, παραγκωνίζεται και εξουδετερώνεται η απόφαση του δικαστηρίου των δανειοληπτών και η τράπεζα είναι η κερδισμένη της υπόθεσης, καθώς με μια δικονομικά παράνομη ενέργεια, κατοχυρώνει την απαίτησή της.
Οι δανειολήπτες με την απόφαση επί της ανακοπής τους έχουν πολλές πιθανότητες να ανακόψουν πλήρως την σε βάρος του απαίτηση από την τράπεζα, διότι αν εκδοθεί απόφαση υπέρ τους επί του τακτικού δικαστηρίου, τότε και η δγη πληρωμής δεν θα έχει ισχύ.