Όσο πλησιάζουμε προς τις εκλογές και ανάβει η πολιτική συζήτηση, πυκνώνουν και τα ερωτηματικά ως προς...
τις δημοσκοπήσεις.
Εύλογα, θα μπορούσε να πει κανείς, από τη στιγμή που οι πολίτες έρχονται αντιμέτωποι με εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα, με μετρήσεις να αποτυπώνουν τη διαφορά ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ σε διψήφια επίπεδα και άλλες να δείχνουν την ψαλίδα να κλείνει στις 4 και 5 μονάδες.
Την επίθεση εναντίον των δημοσκόπων, πάντως, εγκαινίασε, με το βλέμμα στις κάλπες, ο ίδιος ο πρωθυπουργός το μεσημέρι της Τετάρτης, από το βήμα της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ. Ο πρωθυπουργός μίλησε για «κατασκευασμένες» μετρήσεις και προειδοποίησε ότι ο κ. Μητσοτάκης δεν θα γίνει πρωθυπουργός επειδή το λένε οι δημοσκόποι, υπενθυμίζοντας περιπτώσεις που έπεσαν εντελώς έξω, όπως τον Σεπτέμβριο του 2015 και στο δημοψήφισμα του ίδιου έτους. Αυτό δεν σημαίνει ότι το Μαξίμου δεν διαβάζει και δεν μελετά τις δημοσκοπήσεις. Φυσικά και υπάρχει ολόκληρος μηχανισμός επεξεργασίας κυλιόμενων μετρήσεων που φτάνουν στο Μέγαρο Μαξίμου κάθε Παρασκευή. Από την ανάλυση αυτών των μετρήσεων, το Μαξίμου εξάγει το συμπέρασμα ότι η διαφορά δεν είναι τόσο χαώδης όσο παρουσιάζεται, αλλά, αντίθετα, περιορίζεται στις 4 με 5 μονάδες, κάτι που, εκ των πραγμάτων, καθιστά την επόμενη εκλογική αναμέτρηση «ντέρμπι».
Στην οδό Πειραιώς, από την άλλη, έχουν εντελώς διαφορετική ανάγνωση των μετρήσεων. Χωρίς να προεξοφλούν τίποτα, αρμόδια στελέχη της οδού Πειραιώς βλέπουν στις μετρήσεις να απεικονίζεται μια πολύ καθαρή διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ και εκτιμούν ότι στην πρώτη κάλπη που θα στηθεί οι πολίτες που δεν έχουν ψηφίσει καθόλου από το 2015 και μετά θα στείλουν πολύ ευκρινές μήνυμα στην κυβέρνηση.
Τι μπερδεύει τους πολίτες
Όλα με τη σειρά τους, όμως, διότι τα πολιτικά επιτελεία, κατά κανόνα, επεξεργάζονται τα δεδομένα και εξάγουν πολιτικά συμπεράσματα, αλλά οι πολίτες έρχονται αντιμέτωποι με ένα αμάλγαμα διαφορετικών και πολλές φορές αντικρουόμενων πληροφοριών.
Έμπειροι δημοσκόποι υπενθυμίζουν, εισαγωγικά, στο «Π» ότι οι δημοσκοπήσεις δεν είναι τίποτε άλλο παρά η φωτογραφία της στιγμής. Με άλλα λόγια, δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται ως εργαλεία πρόβλεψης, αλλά ως εργαλεία καταγραφής. Πότε θεωρείται, συνεπώς, αξιόπιστη μια έρευνα; Όταν επαναλαμβάνεται, χρησιμοποιώντας τα ίδια δεδομένα, και οδηγεί στα ίδια συμπεράσματα. Υπό αυτό το πρίσμα, τα στελέχη των εταιρειών δημοσκοπήσεων συνιστούν ψυχραιμία και προσεκτική ανάγνωση των μετρήσεων.
Σημειωτέον, είναι γνωστό ότι κάθε εταιρεία χρησιμοποιεί δική της μεθοδολογία ως προς τη μέτρηση. Αρκετές εταιρείες, για παράδειγμα, δεν χρησιμοποιούν την «εκτίμηση εκλογικού αποτελέσματος», δηλαδή την αναγωγή και των αναποφάσιστων για να «προβλεφθεί» η έκβαση των εκλογών, παρά εστιάζουν στην πρόθεση ψήφου. Με αυτό το δεδομένο, η κάθε εταιρεία αναλαμβάνει την ευθύνη για τις μετρήσεις που διενεργεί η ίδια.
Κάτι στο οποίο στέκονται οι δημοσκόποι είναι το περίφημο «περιθώριο στατιστικού σφάλματος». Με ένα απλό παράδειγμα: Αν, με βάση κάποια έρευνα, το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ στην πρόθεση ψήφου διαπιστώνεται στο 22% με περιθώριο λάθους 3%, αυτό σημαίνει ότι μπορεί να είναι και 25% ή και 19% στην πραγματικότητα. Υπό αυτό το πρίσμα, το εύρος της διαφοράς του πρώτου από το δεύτερο κόμμα έχει ακρότατα σημεία, απλώς οι δημοσκόποι επιλέγουν να προβάλλουν μια «μέση τιμή».
Οι βασικές τάσεις
Όλων αυτών των τεχνικών παραμέτρων δοθεισών, οι δημοσκόποι επισημαίνουν ότι οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν, ως επί το πλείστον, τάσεις. Πράγματι, κάτι που εμφανίζεται στις μετρήσεις μιας εταιρείας σταθερά για πολλούς μήνες συνιστά τάση. Για παράδειγμα, το προβάδισμα της ΝΔ έναντι του ΣΥΡΙΖΑ έχει παγιωθεί ως δημοσκοπικό μέγεθος εδώ και χρόνια πλέον. Εξ ου και δεν αμφισβητείται, στην παρούσα συγκυρία, ούτε από το Μέγαρο Μαξίμου. Το εύρος της διαφοράς, φυσικά, από εταιρεία σε εταιρεία, ανάλογα με τα εργαλεία και τη μεθοδολογία της μέτρησης, διαφέρει.
Από εκεί και πέρα, όλοι παραδέχονται, πάντως, ότι η ΝΔ είναι «καθαρά» μπροστά. Διότι, ακόμα και 4-5 μονάδες να είναι, πρόκειται δημοσκοπικά για «καθαρή» διαφορά. Στα επιμέρους των δύο μεγάλων κομμάτων, πάντως, οι δημοσκόποι έβλεπαν όλο το προηγούμενο διάστημα, αρχής γενομένης από το καλοκαίρι και μετά, μια τάση του ΣΥΡΙΖΑ να κάνει «διόρθωση» προς τα πάνω. Να ξεφύγει, δηλαδή, από τα δημοσκοπικά χαμηλά και να προσεγγίσει ή και να ξεπεράσει στο τέλος την περιοχή του 25%. Αυτό, σε αυτήν τη φάση, δείχνει να μένει στάσιμο. Την ίδια ώρα, όμως, η ΝΔ παραμένει με τη σειρά της αρκετά ψηλά, γράφοντας το πολυπόθητο «3» μπροστά από το ποσοστό της, και έχει ελάχιστες απώλειες προς τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος με τη σειρά του έχει προβληματική συσπείρωση.
Η χαμηλή συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ, δε, ήταν και είναι και το επιχείρημα των κυβερνητικών στελεχών: Ότι, δηλαδή, άνθρωποι που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ το 2015 ναι μεν λένε ότι δεν θα τον ψηφίσουν, αλλά παραμένουν στην «γκρίζα ζώνη» και δεν μετακινούνται σε άλλο κόμμα. Αυτό είναι έως ένα σημείο αληθές, αν αναλύσει κανείς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά όσων δηλώνουν αναποφάσιστοι. Από την άλλη, όμως, σε όλες τις τελευταίες μετρήσεις καταγράφεται μια τάση μείωσης αυτού του ποσοστού, το οποίο, δε, δεν πηγαίνει μονοσήμαντα υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ. Με άλλα λόγια, μέχρι πρότινος «αναποφάσιστοι» κατευθύνονται μεν και στον ΣΥΡΙΖΑ (εξ ου και η δημοσκοπική διόρθωση), αλλά πηγαίνουν και στη ΝΔ και σε μικρότερα κόμματα. Ως προς τους αναποφάσιστους, δε, έμπειρος δημοσκόπος λέει στο «Π» ότι και ιστορικά, περίπου 4 με 5 στους 10 εντέλει μεταβάλλουν την κομματική τους προτίμηση σε σχέση με την προηγούμενη ψήφο.
Ρυθμιστές της αυτοδυναμίας
Τα μικρότερα κόμματα, δε, θα είναι και οι ρυθμιστές της αυτοδυναμίας, μια και φαίνεται ότι θα έχουμε μια Βουλή με λιγότερα κόμματα σε σχέση με τα 8 που πέτυχαν να εκλεγούν τον Σεπτέμβριο του 2015, κάτι που προκύπτει στις μετρήσεις όλων των εταιρειών.
Βεβαίως, υπάρχει και το ντέρμπι της τρίτης θέσης. Η Χρυσή Αυγή παραμένει ψηλά και πάντα το ποσοστό της είναι δύσκολο να προβλεφθεί απόλυτα, ενώ πάνω από τη Θεσσαλία έχει τάσεις ενίσχυσης, λόγω Μακεδονικού. Το ΚΙΝΑΛ, παρά την επίθεση που δέχεται από τον ΣΥΡΙΖΑ, κρατάει άμυνες και συσπειρώνεται, αν και ο στόχος του διψήφιου ποσοστού, με τα σημερινά δεδομένα, και με την πόλωση που θα ενταθεί όσο πάμε προς τις εκλογές, φαντάζει μακρινός. Το ΚΚΕ, τέλος, παραμένει παραδοσιακή δύναμη σε αυτή την περιοχή του εκλογικού χάρτη και εισπράττει πρώην ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ.
Από εκεί και πέρα, το χάος. Το Ποτάμι και οι ΑΝΕΛ (όσο και αν διευρυνθούν), πολύ δύσκολα θα μπουν στην επόμενη Βουλή, καθώς καταγράφονται μακράν κάτω του 3% και όχι οριακά, όπως για παράδειγμα οι ΑΝΕΛ πριν από τις εκλογές του 2015, όταν όλοι οι δημοσκόποι παραδέχονταν ότι το κόμμα είχε αναπτύξει τάση εισόδου, παρά και τα τότε διαλυτικά φαινόμενα στο εσωτερικό του. Από την άλλη, νέα δύναμη στον πολιτικό χάρτη είναι η Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου. Με καλή καταγραφή στη Μακεδονία, αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα, και χωρίς να «κόβει» από τη ΝΔ, το κόμμα του κ. Βελόπουλου φαντάζει το πιο πιθανό να είναι στη νέα Βουλή, αν αυτή, εντέλει, είναι εξακομματική και όχι πεντακομματική. Τέλος, υπάρχει και η Ένωση Κεντρώων που έχει με τη σειρά της προβλήματα, αλλά ο Βασίλης Λεβέντης διαμηνύει με στεντόρεια φωνή ότι θα διαψεύσει τα προγνωστικά και θα είναι στην επόμενη Βουλή.
Το πόσα κόμματα θα είναι εντός της επόμενης Βουλής και ποιο θα είναι το αθροιστικό ποσοστό των παρατάξεων που θα μείνουν εκτός είναι και το «κλειδί» της αυτοδυναμίας. Με τον πήχη να είναι στο 40,4%, ο υπολογισμός γίνεται απλά: για κάθε 1% που έχουν τα κόμματα εκτός Βουλής, ο πήχης πέφτει κατά 0,4%. Με άλλα λόγια, αν τα κόμματα που δεν θα μπουν στη Βουλή αθροίζουν 10%, τότε ο πήχης της αυτοδυναμίας θα είναι στο 36,4%, που δεν θεωρείται και τόσο απίθανο ποσοστό. Για παράδειγμα, αν η επόμενη Βουλή είναι πεντακομματική, θεωρείται βέβαιο ότι το ποσοστό των κομμάτων που θα μείνουν εκτός Βουλής θα έχει ένα σωρευτικά υψηλό ποσοστό. Δημοσκόποι, όμως, εκτιμούν ότι η αυτοδυναμία είναι συνθήκη εφικτή (και όχι με εξωπραγματικό ποσοστό) ακόμα και στο σενάριο της εξακομματικής Βουλής.
του Γιώργου Ευγενίδη
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο