Η Φορολογική Διοίκηση διαθέτει νομοθετικά εργαλεία για την αποτελεσματική αντιμετώπιση πρακτικών φοροδιαφυγής, φοροαποφυγής και μεταφοράς της έδρας των επιχειρήσεων που...
αποσκοπούν στη μεταφορά κερδών και τη διάβρωση της φορολογητέας βάσης. Αυτό καταγράφεται από έγγραφο της ΑΑΔΕ.
Αυτό επισημαίνει η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων σε έγγραφό της, που κατέθεσε στη Βουλή, με το οποίο αποσαφηνίζει τη φορολογική αντιμετώπιση των ελληνικών επιχειρήσεων που μεταναστεύουν εικονικά (οι περισσότερες) ή κανονικά σε άλλες χώρες.
Οι συγκεκριμένες εταιρείες έχουν τεθεί στο στόχαστρο των ελεγκτικών υπηρεσιών της ΑΑΔΕ, καθώς οι περισσότερες «μεταναστεύσεις» είναι εικονικές και όχι πραγματικές. Δηλαδή ασκούν κανονικά τη δραστηριότητά τους στην Ελλάδα, αλλά θεωρούσαν ότι θα πλήρωναν φόρο εισοδήματος σε Κύπρο και Βουλγαρία όπου μετέφεραν τις έδρες τους.
Σημειώνεται πως η Κύπρος και η Βουλγαρία, παρότι είναι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χαρακτηρίζονται χώρες με «προνομιακό φορολογικό καθεστώς». Τέτοιες χώρες είναι εκείνες που ο φορολογικός τους συντελεστής είναι ίσος ή μικρότερος του 50% του ελληνικού φορολογικού συντελεστή.
Στην Κύπρο ο φόρος στα κέρδη ανέρχεται στο 12,5%, ενώ δεν υπάρχει φόρος στη διανομή μερίσματος, ενώ στη Βουλγαρία ο φορολογικός συντελεστής είναι ακόμα χαμηλότερος και ανέρχεται στο 10%. Στην Ελλάδα ο φόρος επί των κερδών ανέρχεται στο 29%.
Ειδικότερα η ΑΑΔΕ, στην απάντησή της στη Βουλή, στο ερώτημα που υπέβαλε ο ανεξάρτητος βουλευτής Νίκος Νικολόπουλος, τονίζει ότι στην νομοθεσία υφίστανται διατάξεις σχετικά με τον ορισμό της φορολογικής κατοικίας, τον τόπο άσκησης της δραστηριότητας όπως αυτός προκύπτει μέσα από συγκεκριμένες πρακτικές και διαδικασίες, που αποτελούν βασικούς λόγους για να διαπιστωθεί η εικονικότητα της μεταφοράς της έδρας ή όχι.
Συγκεκριμένα, με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του ν.4172/2013 ορίζεται ότι ένα νομικό πρόσωπο ή μία νομική οντότητα είναι φορολογικός κάτοικος Ελλάδας για οποιοδήποτε φορολογικό έτος, εφόσον : α) συστάθηκε ή ιδρύθηκε, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, β) έχει την καταστατική έδρα του στην Ελλάδα ή γ) ο τόπος άσκησης της πραγματικής διοίκησης είναι στην Ελλάδα οποιαδήποτε περίοδο στη διάρκεια του φορολογικού έτους.
Περαιτέρω, με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του ίδιου ως άνω άρθρου και νόμου ορίζεται ότι ο «τόπος άσκησης πραγματικής διοίκησης» είναι στην Ελλάδα με βάση τα πραγματικά περιστατικά και τις συνθήκες λαμβάνοντας υπόψη ιδίως τα εξής:
α) τον τόπο άσκησης καθημερινής διοίκησης,
β) τον τόπο λήψης στρατηγικών αποφάσεων,
γ) τον τόπο ετήσιας γενικής συνέλευσης των μετόχων ή εταίρων,
δ) τον τόπο τήρησης βιβλίων και στοιχείων,
ε) τον τόπο συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου ή όποιου άλλου εκτελεστικού οργάνου διοίκησης,
στ) την κατοικία των μελών του διοικητικού συμβουλίου ή όποιου άλλου εκτελεστικού οργάνου διοίκησης.
Σε συνδυασμό με τη συνδρομή των παραπάνω περιστατικών και συνθηκών είναι δυνατόν να συνεκτιμάται και η κατοικία της πλειοψηφίας των μετόχων ή εταίρων.
Σημειώνεται ότι η διαπίστωση της φορολογικής κατοικίας του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας ανάγεται, ως θέμα πραγματικό, στην ελεγκτική αρμοδιότητα της καθ’ ύλην αρμόδιας φορολογικής αρχής, προκειμένου να κρίνει με βάση τα πραγματικά περιστατικά και τις υφιστάμενες συνθήκες.
Σημειώνεται ότι η διαπίστωση της φορολογικής κατοικίας του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας ανάγεται, ως θέμα πραγματικό, στην ελεγκτική αρμοδιότητα της καθ’ ύλην αρμόδιας φορολογικής αρχής, προκειμένου να κρίνει με βάση τα πραγματικά περιστατικά και τις υφιστάμενες συνθήκες.
Επίσης, σε περίπτωση που υφίσταται Σύμβαση περί αποφυγής της διπλής φορολογίας (ΣΑΔΦ) θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι σχετικές διατάξεις περί φορολογικής κατοικίας που εμπεριέχονται σε αυτές, καθόσον οι Διεθνείς Συμβάσεις υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου του εσωτερικού ελληνικού δικαίου (βάσει του άρθρου 28 του Συντάγματος).
Πότε η μετανάστευση είναι ύποπτη
Επίσης η ΑΑΔΕ σημειώνει ότι:
Επίσης η ΑΑΔΕ σημειώνει ότι:
Με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν.4172/2013 ορίζεται η έννοια της απόκτησης μόνιμης εγκατάστασης για μια αλλοδαπή επιχείρηση στην Ελλάδα και επομένως, εάν υπόκειται σε φορολογία εισοδήματος στη χώρα μας, όταν δεν υφίσταται Σύμβαση περί αποφυγής της διπλής φορολογίας (ΣΑΔΦ) με το κράτος φορολογικής κατοικίας της αλλοδαπής επιχείρησης.
Οι προϋποθέσεις απόκτησης ή μη μόνιμης εγκατάστασης εξειδικεύονται στις παραγράφους 3, 4, 5 και 6 του άρθρου αυτού.
Οι προϋποθέσεις απόκτησης ή μη μόνιμης εγκατάστασης εξειδικεύονται στις παραγράφους 3, 4, 5 και 6 του άρθρου αυτού.
Εξάλλου, με τις διατάξεις του άρθρου 65 του ν.4172/2013 (Κ.Φ.Ε.) καθορίζονται οι προϋποθέσεις με βάση τις οποίες η Ελλάδα εκδίδει κατάλογο κρατών με προνομιακό φορολογικό καθεστώς (σχετ. η ΠΟΑ.1173/2017 (Β’ 4049) Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών για τα φορολογικά έτη 2016 και 2017).
Με βάση τις διατάξεις της περίπτωσης ιγ’ του άρθρου 23 του ν.4172/2013, όπως ισχύουν και όπως διευκρινίστηκε με την ΠΟΑ.1197/2016 ερμηνευτική εγκύκλιό μας, δεν εκπίπτει καταρχήν από τα ακαθάριστα έσοδα των φυσικών προσώπων που αποκτούν εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, καθώς και των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων το σύνολο των δαπανών που καταβάλλονται προς φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που είναι φορολογικός κάτοικος σε κράτοο μη συνεργάσιμο ή που υπόκειται σε προνομιακό φορολογικό καθεστώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 65 του Κ.Φ.Ε., εκτός εάν ο φορολογούμενος αποδείξει ότι οι δαπάνες αυτές αφορούν πραγματικές και συνήθεις συναλλαγές και δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη μεταφορά κερδών ή εισοδημάτων ή κεφαλαίων με σκοπό τη φοροαποφυγή ή τη φοροδιαφυγή (μαχητό τεκμήριο). Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν αποκλείει την έκπτωση των δαπανών
που καταβάλλονται προς φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που είναι φορολογικός κάτοικος σε κράτος – μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., εφόσον υπάρχει η νομική βάση για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Ελλάδας και αυτού του κράτους – μέλους.
που καταβάλλονται προς φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που είναι φορολογικός κάτοικος σε κράτος – μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., εφόσον υπάρχει η νομική βάση για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Ελλάδας και αυτού του κράτους – μέλους.
Επιπλέον, η Ελλάδα έχει θεσπίσει ειδικό αντικαταχρηστικό κανόνα Ελεγχόμενων αλλοδαπών Εταιρειών (ΕΑΕ- CFC rules). Ειδικότερα, με το άρθρο 66 του ν.4172/2013 και με βάση όσα διευκρινίστηκαν με την ΠΟΛ. 1076/2014 ερμηνευτική εγκύκλιό μας εφαρμόζονται κανόνες Ελεγχόμενων αλλοδαπών Εταιρειών (ΕΑΕ) για την καταβολή τόκων, δικαιωμάτων, μερισμάτων και εισοδήματος από μεταβίβαση μετοχών, εισόδημα από κινητά περιουσιακά στοιχεία, εισόδημα από ακίνητη περιουσία (παρ. 3 του άρθρου 66) σε νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που υπόκειται σε προνομιακό φορολογικό καθεστώς.
Επίσης, με τις διατάξεις του άρθρου 38 του ν.4174/2013 θεσπίστηκε Γενικός Αντικαταχρηστικός Κανόνας (GAAR) προκειμένου για την αντιμετώπιση τεχνητών διευθετήσεων ή σειρά διευθετήσεων που αποβλέπουν σε αποφυγή της φορολόγησης και οδηγεί σε φορολογικό πλεονέκτημα.
Ακόμη, αναμένεται η υιοθέτηση της Οδηγίας 2016/1164 (ATAD1) (εφαρμογή από 1.1.2019) για τη θέσπιση κανόνων κατά πρακτικών φοροαποφυγής που έχουν άμεση επίπτωση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, με την οποία θα τροποποιηθούν οι ανωτέρω διατάξεις περί ΓΚΑΚ και ΕΑΕ, προκειμένου να καταστούν ακόμη πιο αποτελεσματικές και σύμφωνες με τις διεθνείς εξελίξεις.
Από τα ανωτέρω γίνεται κατανοητό ότι η Φορολογική Διοίκηση διαθέτει νομοθετικά εργαλεία για την αποτελεσματική αντιμετώπιση πρακτικών φοροδιαφυγής, φοροαποφυγής και μεταφοράς της έδρας των επιχειρήσεων που αποσκοπούν στη μεταφορά κερδών και τη διάβρωση της φορολογητέας βάσης, καταλήγει το έγγραφο της ΑΑΔΕ.