Δυο «άγνωστα» περιστατικά περιστατικά «σημάδεψαν» και «τραυμάτισαν» ψυχολογικά την Ελένη Τοπαλούδη, την 21χρονη φοιτήτρια που δολοφονήθηκε άγρια στη Ρόδο, με...
αποτέλεσμα να εμφανίζεται στο φιλικό της περιβάλλον ευάλωτη και εύθραυστη, όπως αναφέρει το «Έθνος».
Η Ελένη είχε κόψει τα μαλλιά της και είχε αποφασίσει να ζητήσει βοήθεια από ψυχολόγο. Οπως αποκαλύπτεται από τις καταθέσεις που περιλαμβάνονται στη δικογραφία, φοβόταν τρία άτομα, τα οποία την είχαν βιάσει και κυκλοφορούσαν ελεύθερα. Το «μυστικό» της το είχε εκμυστηρευτεί σε ελάχιστους φίλους της, μαζί με την ανησυχία της ότι θα επιχειρήσουν ξανά να της κάνουν κακό.
Το δεύτερο συμβάν που είχε επηρεάσει την Ελένη ήταν ο αιφνίδιος θάνατος κολλητής της φίλης. «Στο δεύτερο έτος παρατηρούσα μία αλλαγή στη συμπεριφορά της. Στις κοινές μας βραδινές εξόδους κατανάλωνε ποσότητες αλκοόλ. Ήταν εύκολο για εκείνη να κάνει καινούργιες γνωριμίες και ήταν πολύ κοινωνική. Να σημειώσω ότι στο πρώτο έτος η κολλητή της φίλη έχασε τη ζωή της σε ένα δυστύχημα. Από εκείνη τη στιγμή άρχισα να καταλαβαίνω μία διαφορά στον χαρακτήρα της» κατέθεσε φίλος της.
Στο ερώτημα των αστυνομικών εάν η Ελένη είχε κάποια μόνιμη σχέση, ο ίδιος απάντησε: «Απ’ όσο ξέρω δεν είχε μόνιμη σχέση, παρά μόνο φιλίες και παρέες. Στο συγκεκριμένο θέμα είχε χαμηλή αυτοεκτίμηση για τον εαυτό της, δεν είχε αυτοπεποίθηση και ενδεχομένως αυτό να την έκανε πιο ευάλωτη».
Μετά τον χαμό της κολλητής της η Ελένη προσπάθησε να ορθοποδήσει, αλλά τα πράγματα δεν βελτιώθηκαν. Και αυτό γιατί μία βραδινή έξοδός της πήρε εφιαλτική τροπή. Η 21χρονη φέρεται να βιάστηκε στο σπίτι της. Φίλος της, μάλιστα, κατέθεσε ότι ήταν τρομοκρατημένη πως οι δράστες θα της κάνουν κακό: «Γνωρίζω ότι φοβόταν τρία άτομα που εμπλέκονταν σε μία υπόθεση βιασμού εναντίον της. Αυτός ο φόβος βέβαια κράτησε περίπου ένα εξάμηνο μετά το συμβάν που μου είχε αναφέρει. Ξέρω ότι δεν έκανε μήνυση σχετικά με αυτό το συμβάν, διότι, όπως μου έλεγε, φοβόταν ότι θα της κάνουν κακό».
Η Ελένη περιγράφεται ως μία αρκετά συνεπής φοιτήτρια που χρωστούσε λίγα μαθήματα. Το τελευταίο διάστημα είχε πει σε πρόσωπο του στενού περιβάλλοντός της, που μίλησε στους αστυνομικούς, ότι δεν της αρέσει η ζωή της και η διαμονή της στη Ρόδο.
Ο πατέρας και η μητέρα της Ελένης δεν είχαν καταλάβει κάποια αλλαγή στη συμπεριφορά της, ίσως και λόγω της απόστασης, καθώς ζουν στο Διδυμότειχο. Ο πατέρας ανέφερε στην Αστυνομία, μάλιστα, ότι τον περασμένο Αύγουστο έμεινε μαζί με την κόρη του στην Αθήνα, προκειμένου να κάνει η Ελένη την πρακτική της άσκηση στο υπουργείο Εξωτερικών.
Η λύση του μυστηρίου
Το τατουάζ που είχε στο πόδι της η άτυχη Ελένη οδήγησε τους άνδρες του Λιμενικού στον εντοπισμό του ονόματός της, όπως προκύπτει από την κατάθεση λιμενικού. Πρώτη κίνηση, να βρει καλλιτέχνες τατουάζ, οι οποίοι θυμούνταν την Ελένη, γεγονός που ταυτοποιήθηκε στη συνέχεια από το Τμήμα Ασφαλείας του Διδυμότειχου, όπου είχε δηλωθεί η εξαφάνισή της. Δεύτερο βήμα, το σπίτι όπου κατοικούσε η κοπέλα, και με τη βοήθεια των βίντεο που παρασχέθηκαν στις Αρχές διαπιστώθηκε ποιοι πήγαν και την πήραν με το άσπρο φορτηγάκι, αλλά και η πορεία του αυτοκινήτου. Όπως λέει ο λιμενικός, αρχικά προσήχθη ο αλβανικής καταγωγής νεαρός, ο οποίος υπέδειξε τον δεύτερο.
«Πήγαμε στο σπίτι τού … όπου βρήκαμε τη μητέρα του, η οποία μας ενημέρωσε ότι ο γιος της μαζί με τον πατέρα του βρίσκονται στο ξυλουργείο που διαθέτει η οικογένεια στην περιοχή Καλάθου Ρόδου. Πήγαμε στο ξυλουργείο, όπου εντοπίσαμε το όχημα και τον πατέρα, αλλά ο γιος είχε ήδη ειδοποιηθεί, με αποτέλεσμα να απομακρυνθεί από το σημείο. Προσαγάγαμε τον πατέρα και δεσμεύσαμε το όχημα προς εντοπισμό των πειστηρίων. Ύστερα από αρκετές ώρες, ο πατέρας δέχθηκε να συνεργαστεί και έπεισε τη μητέρα να τον φέρει στο κατάστημα του Λιμεναρχείου».
Την ώρα που αναζητείτο ο Ροδίτης κατηγορούμενος, ο αλβανικής καταγωγής φίλος του έλεγε στις Αρχές ότι η κοπέλα είχε αντιρρήσεις να συνευρεθεί μαζί τους ερωτικά. «Τότε άρχισαν να τη χτυπούν, με αποτέλεσμα να την τραυματίσουν» αναφέρει στην κατάθεσή του ο λιμενικός, που υπηρετεί στο γραφείο ασφαλείας του κεντρικού Λιμεναρχείου Ρόδου. «Τρόμαξαν και δεν ήξεραν τι να κάνουν. Και ενώ η κοπέλα τούς παρακαλούσε να τη μεταφέρουν στο νοσοκομείο, οι ίδιοι την επιβίβασαν στο όχημα και τη μετέφεραν σε απόμερο σημείο με βράχια, όπου και την πέταξαν στη θάλασσα. Μετά πήγαν στο σπίτι και προσπάθησαν να το καθαρίσουν. Τέλος, μας είπε ότι πέταξαν όλα τα προσωπικά αντικείμενα της Ελένης και το σίδερο με το οποίο τη χτύπησαν, πλησίον του σημείου που πέταξαν και την κοπέλα».
Παιδί-μάλαμα, αλλά οξύθυμο χαρακτηρίζει τον γιο του και κατηγορούμενο ο πατέρας του στην κατάθεση που έδωσε. «Αν δεν του μιλήσει κάποιος ευγενικά, γίνεται οξύθυμος» είπε, όμως δεν θα έφτανε στο σημείο της χειροδικίας.
Όσο για τον συγκατηγορούμενό του, αλβανικής καταγωγής, δεν του άρεσε, όπως λέει: «Ήταν αμίλητος και ψυχρός. Έμπαινε στο σπίτι μας και δεν μας χαιρετούσε. Μια φορά είχε πάρει τηλέφωνο και ζήτησε απευθείας τον Μανώλη, χωρίς να πει γεια».
αποτέλεσμα να εμφανίζεται στο φιλικό της περιβάλλον ευάλωτη και εύθραυστη, όπως αναφέρει το «Έθνος».
Η Ελένη είχε κόψει τα μαλλιά της και είχε αποφασίσει να ζητήσει βοήθεια από ψυχολόγο. Οπως αποκαλύπτεται από τις καταθέσεις που περιλαμβάνονται στη δικογραφία, φοβόταν τρία άτομα, τα οποία την είχαν βιάσει και κυκλοφορούσαν ελεύθερα. Το «μυστικό» της το είχε εκμυστηρευτεί σε ελάχιστους φίλους της, μαζί με την ανησυχία της ότι θα επιχειρήσουν ξανά να της κάνουν κακό.
Το δεύτερο συμβάν που είχε επηρεάσει την Ελένη ήταν ο αιφνίδιος θάνατος κολλητής της φίλης. «Στο δεύτερο έτος παρατηρούσα μία αλλαγή στη συμπεριφορά της. Στις κοινές μας βραδινές εξόδους κατανάλωνε ποσότητες αλκοόλ. Ήταν εύκολο για εκείνη να κάνει καινούργιες γνωριμίες και ήταν πολύ κοινωνική. Να σημειώσω ότι στο πρώτο έτος η κολλητή της φίλη έχασε τη ζωή της σε ένα δυστύχημα. Από εκείνη τη στιγμή άρχισα να καταλαβαίνω μία διαφορά στον χαρακτήρα της» κατέθεσε φίλος της.
Στο ερώτημα των αστυνομικών εάν η Ελένη είχε κάποια μόνιμη σχέση, ο ίδιος απάντησε: «Απ’ όσο ξέρω δεν είχε μόνιμη σχέση, παρά μόνο φιλίες και παρέες. Στο συγκεκριμένο θέμα είχε χαμηλή αυτοεκτίμηση για τον εαυτό της, δεν είχε αυτοπεποίθηση και ενδεχομένως αυτό να την έκανε πιο ευάλωτη».
Μετά τον χαμό της κολλητής της η Ελένη προσπάθησε να ορθοποδήσει, αλλά τα πράγματα δεν βελτιώθηκαν. Και αυτό γιατί μία βραδινή έξοδός της πήρε εφιαλτική τροπή. Η 21χρονη φέρεται να βιάστηκε στο σπίτι της. Φίλος της, μάλιστα, κατέθεσε ότι ήταν τρομοκρατημένη πως οι δράστες θα της κάνουν κακό: «Γνωρίζω ότι φοβόταν τρία άτομα που εμπλέκονταν σε μία υπόθεση βιασμού εναντίον της. Αυτός ο φόβος βέβαια κράτησε περίπου ένα εξάμηνο μετά το συμβάν που μου είχε αναφέρει. Ξέρω ότι δεν έκανε μήνυση σχετικά με αυτό το συμβάν, διότι, όπως μου έλεγε, φοβόταν ότι θα της κάνουν κακό».
Η Ελένη περιγράφεται ως μία αρκετά συνεπής φοιτήτρια που χρωστούσε λίγα μαθήματα. Το τελευταίο διάστημα είχε πει σε πρόσωπο του στενού περιβάλλοντός της, που μίλησε στους αστυνομικούς, ότι δεν της αρέσει η ζωή της και η διαμονή της στη Ρόδο.
Ο πατέρας και η μητέρα της Ελένης δεν είχαν καταλάβει κάποια αλλαγή στη συμπεριφορά της, ίσως και λόγω της απόστασης, καθώς ζουν στο Διδυμότειχο. Ο πατέρας ανέφερε στην Αστυνομία, μάλιστα, ότι τον περασμένο Αύγουστο έμεινε μαζί με την κόρη του στην Αθήνα, προκειμένου να κάνει η Ελένη την πρακτική της άσκηση στο υπουργείο Εξωτερικών.
Η λύση του μυστηρίου
Το τατουάζ που είχε στο πόδι της η άτυχη Ελένη οδήγησε τους άνδρες του Λιμενικού στον εντοπισμό του ονόματός της, όπως προκύπτει από την κατάθεση λιμενικού. Πρώτη κίνηση, να βρει καλλιτέχνες τατουάζ, οι οποίοι θυμούνταν την Ελένη, γεγονός που ταυτοποιήθηκε στη συνέχεια από το Τμήμα Ασφαλείας του Διδυμότειχου, όπου είχε δηλωθεί η εξαφάνισή της. Δεύτερο βήμα, το σπίτι όπου κατοικούσε η κοπέλα, και με τη βοήθεια των βίντεο που παρασχέθηκαν στις Αρχές διαπιστώθηκε ποιοι πήγαν και την πήραν με το άσπρο φορτηγάκι, αλλά και η πορεία του αυτοκινήτου. Όπως λέει ο λιμενικός, αρχικά προσήχθη ο αλβανικής καταγωγής νεαρός, ο οποίος υπέδειξε τον δεύτερο.
«Πήγαμε στο σπίτι τού … όπου βρήκαμε τη μητέρα του, η οποία μας ενημέρωσε ότι ο γιος της μαζί με τον πατέρα του βρίσκονται στο ξυλουργείο που διαθέτει η οικογένεια στην περιοχή Καλάθου Ρόδου. Πήγαμε στο ξυλουργείο, όπου εντοπίσαμε το όχημα και τον πατέρα, αλλά ο γιος είχε ήδη ειδοποιηθεί, με αποτέλεσμα να απομακρυνθεί από το σημείο. Προσαγάγαμε τον πατέρα και δεσμεύσαμε το όχημα προς εντοπισμό των πειστηρίων. Ύστερα από αρκετές ώρες, ο πατέρας δέχθηκε να συνεργαστεί και έπεισε τη μητέρα να τον φέρει στο κατάστημα του Λιμεναρχείου».
Την ώρα που αναζητείτο ο Ροδίτης κατηγορούμενος, ο αλβανικής καταγωγής φίλος του έλεγε στις Αρχές ότι η κοπέλα είχε αντιρρήσεις να συνευρεθεί μαζί τους ερωτικά. «Τότε άρχισαν να τη χτυπούν, με αποτέλεσμα να την τραυματίσουν» αναφέρει στην κατάθεσή του ο λιμενικός, που υπηρετεί στο γραφείο ασφαλείας του κεντρικού Λιμεναρχείου Ρόδου. «Τρόμαξαν και δεν ήξεραν τι να κάνουν. Και ενώ η κοπέλα τούς παρακαλούσε να τη μεταφέρουν στο νοσοκομείο, οι ίδιοι την επιβίβασαν στο όχημα και τη μετέφεραν σε απόμερο σημείο με βράχια, όπου και την πέταξαν στη θάλασσα. Μετά πήγαν στο σπίτι και προσπάθησαν να το καθαρίσουν. Τέλος, μας είπε ότι πέταξαν όλα τα προσωπικά αντικείμενα της Ελένης και το σίδερο με το οποίο τη χτύπησαν, πλησίον του σημείου που πέταξαν και την κοπέλα».
Παιδί-μάλαμα, αλλά οξύθυμο χαρακτηρίζει τον γιο του και κατηγορούμενο ο πατέρας του στην κατάθεση που έδωσε. «Αν δεν του μιλήσει κάποιος ευγενικά, γίνεται οξύθυμος» είπε, όμως δεν θα έφτανε στο σημείο της χειροδικίας.
Όσο για τον συγκατηγορούμενό του, αλβανικής καταγωγής, δεν του άρεσε, όπως λέει: «Ήταν αμίλητος και ψυχρός. Έμπαινε στο σπίτι μας και δεν μας χαιρετούσε. Μια φορά είχε πάρει τηλέφωνο και ζήτησε απευθείας τον Μανώλη, χωρίς να πει γεια».