Το κυπριακό μοντέλο για την προστασία της πρώτης κατοικίας, κλείδωσε οριστικά ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, με τη χθεσινή του ομιλία...
στη Βουλή.
Πρόκειται για το πρόγραμμα ΕΣΤΙΑ, το οποίο εφαρμόζεται με επιτυχία στη Μεγαλόνησο, προστατεύοντας την πρώτη κατοικία μικρών και μεσαίων εισοδημάτων, αλλά και οδήγησε σε μείωση των «κόκκινων» δανείων.
Το πρόγραμμα, που ήδη συζητείται με τις τράπεζες, προβλέπει και κρατική επιδότηση της τοκοχρεολυτικής δόσης, αλλά και «κούρεμα» της οφειλής από την τράπεζα. Με δεδομένο ότι οι θεσμοί το ενέκριναν για την Κύπρο σημαίνει πως υπάρχει δεδικασμένο και άρα δεν θα έχουν αντιρρήσεις να εφαρμοστεί και στη χώρα μας.
«Σε ότι αφορά την πρώτη κατοικία, σχεδιάζουμε ένα νέο, μόνιμο πλαίσιο προστασίας, με τη συμβολή του κράτους μέσω του προϋπολογισμού, στο οποίο νέο θα συμμετάσχουν τόσο το δημόσιο, όσο και οι τράπεζες και οι δανειολήπτες με στόχο την διατήρηση του βασικού περιουσιακού στοιχείου για τα νοικοκυριά, που είναι η πρώτη κατοικία, και τη σταδιακή μετατροπή των «κόκκινων» δανείων σε εξυπηρετούμενα», είπε ο πρωθυπουργός.
Για το μοντέλο προστασίας της πρώτης κατοικίας υπάρχουν ήδη συζητήσεις μετά τις τράπεζες και το «κυπριακό μοντέλο» είναι ήδη στο τραπέζι όπως είχε αποκαλύψει στις 6 Δεκεμβρίου ο αναπληρωτής CEO της Eurobank Θεόδωρος Καλαντώνης. Όπως είχε πεί, «ένα σενάριο βρίσκεται στο τραπέζι των διαβουλεύσεων και αφορά το λεγόμενο κυπριακό μοντέλο, που προβλέπει ότι το κράτος θα καταβάλλει το 1/3 της εκάστοτε δανειακής δόσης, υπό την προϋπόθεση ότι ο δανειολήπτης αποπληρώνει τα υπόλοιπα 2/3 της οφειλής».
Προφανώς οι συζητήσεις έχουν προχωρήσει, ώστε ο πρωθυπουργός να προβεί σε συγκεκριμένες ανακοινώσεις.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το σενάριο που επεξεργάζεται ο υπουργός Επικρατείας Αλέκος Φλαμπουράρης, σε συνεργασία με το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης προβλέπει την ολιγόμηνη παράταση του Ν. Κατσέλη που λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2018, ώστε να προετοιμαστεί το μοντέλο προστασίας της 1ης κατοικίας το οποίο θα έχει ως βάση το κυπριακό μοντέλο, αλλά με παραλλαγές ώστε να προσαρμοστεί στην ελληνική πραγματικότητα.
Πως λειτουργεί το πρόγραμμα ΕΣΤΙΑ
Το πρόγραμμα ΕΣΤΙΑ προβλέπει την ένταξη σε αυτό, όσων έχουν λάβει δάνειο για πρώτη κατοικία και έχουν περιορισμένης αξίας άλλα περιουσιακά στοιχεία.
Οι όροι του προγράμματος είναι οι ακόλουθοι:
Το κόκκινο στεγαστικό δάνειο αναδιαρθρώνεται δηλαδή «κουρεύεται» μέρος της οφειλής και επιμηκύνεται η διάρκειά του ανάλογα με τα εισοδήματα και την λοιπή περιουσία του δανειολήπτη.
Από τη μηνιαία δόση του δανείου όπως προκύπτει, μετά την αναδιάρθρωση, τα 2/3 τα καταβάλλει ο δανειολήπτης και το 1/3 το δημόσιο.
Όσο διάστημα είναι συνεπής ο δανειολήπτης δεν έχει πρόβλημα. Αν καταστεί υπερήμερος το δημόσιο παύει να συνεισφέρει, ο δανειολήπτης εκπίπτει της ρύθμισης και αναβιώνουν και οι οφειλές που κουρεύτηκαν.
Το ετήσιο εισόδημα του δανειζόμενου θα πρέπει να κινείται μεταξύ 20.000 και 60.000 ευρώ, η αξία της πρώτης κατοικίας δεν πρέπει να ξεπερνά το ποσό των 350.000 ευρώ.
Τα υπόλοιπα περιουσιακά του στοιχεία δεν πρέπει να υπερβαίνουν το 125% της τιμής πώλησης της πρώτης κατοικίας του.
Στην Ελλάδα θα εφαρμοστεί μια παραλλαγή του καθώς τα όρια θα διαφοροποιηθούν. Κυβερνητικές πηγές διαβεβαιώνουν ότι θα καλύπτεται η πλειοψηφία των ληπτών στεγαστικού δανείου, με τα όρια προστασίας που θα τεθούν.
«Κλωτσάνε» οι τράπεζες
Οι τράπεζες δεν διαφωνούν με το «κυπριακό μοντέλο» αλλά ζητούν να μειωθεί δραστικά κάτω από τις 100.000 ευρώ το όριο για την αξία της πρώτης κατοικίας που σήμερα προστατεύεται. Η απαίτηση αυτή βρίσκει κάθετα αντίθεση την κυβέρνηση, που ζητεί υψηλότερο όριο.
Υπενθυμίζεται πάντως ότι σήμερα, η προστασία της πρώτης κατοικίας για όσους έχουν κάνει αίτηση να ενταχθούν στον νόμο Κατσέλη αφορά κατοικίες εμπορικής αξίας από 180.000 ευρώ έως και τις 280.000 ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων και, σύμφωνα με την επιχειρηματολογία των τραπεζών, καλύπτει το 95% όσων έχουν πάρει στεγαστικό δάνειο.
Επίσης και στον ν. Κατσέλη προβλέπεται η συνεισφορά του Δημοσίου, πληρώνοντας μέρος της δόσης, εφόσον η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας κυμαίνεται μεταξύ 120.000 και 220.000 ευρώ, προσαυξημένη ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση του οφειλέτη (ένας ενήλικος: 120.000 ευρώ, ζευγάρι: 160.000 ευρώ και 20.000 ανά τέκνο), και το ετήσιο εισόδημα δεν υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης, δηλαδή κυμαίνεται από 8.180 έως 24.000 ευρώ. Η σχετική διάταξη, παρά το γεγονός ότι ισχύει από το 2015, αναμένεται να ενεργοποιηθεί το 2019.