της χώρας.
Ο λόγος για τη Βιομηχανία Κρέατος Ηπείρου, γνωστή με τον διακριτικό της τίτλο ΒΙΚΗ.
Ένας από τους παράγοντες που συντέλεσαν στην οριστική κατάρρευση της εταιρείας είναι και οι τράπεζες, διότι αρκετό καιρό πριν τα εμπόδια για την εξυγίανση και τη σωτηρία της ηπειρώτικης αλλαντοβιομηχανίας γίνουν ανυπέρβλητα, είχε εκδηλωθεί θερμό ενδιαφέρον από συγκεκριμένους επενδυτές που η ολιγωρία όμως των εμπλεκόμενων πλευρών τους απομάκρυνε.
Την Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου, γράφτηκε o επίλογος στην προσπάθεια διάσωσης της ΒΙΚΗ, καθώς η παραίτηση των ιδιοκτητών της από την αίτηση πτώχευσης που είχαν καταθέσει τον Μάιο, τρεις ημέρες πριν από την προγραμματισμένη εκδίκασή της, τερμάτισε αυτομάτως την προστασία της αλλαντοβιομηχανίας από τους πιστωτές της.
Οι τελευταίοι από την πλευρά τους αποφάσισαν τελικά να μην προχωρήσουν στην κατάθεση αίτησης υπαγωγής της εταιρείας σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης.
Οι ισολογισμοί της ΒΙΚΗ για τις χρήσεις των τελευταίων δέκα ετών και πλέον αποκαλύπτουν τα εξής:
μείωση τζίρου,
συσσώρευση ζημιών και αύξηση υποχρεώσεων.
Στη μείωση της ζήτησης και στην ταυτόχρονη πίεση των λιανεμπόρων για προσφορές ήρθε να προστεθεί η κατάρρευση του δικτύου της «Μαρινόπουλος» το 2016. Πέρα από την εκ των πραγμάτων μείωση των πωλήσεων, η εταιρεία υπέστη «κούρεμα» 50% στις απαιτήσεις της, οι οποίες ανέρχονταν σε περίπου 1,36 εκατ. ευρώ.
Σε όλα αυτά ήρθε να προστεθεί και η πυρκαγιά στις εγκαταστάσεις της LAKY τον Απρίλιο του 2017, προκαλώντας μεγάλες ζημίες.
Στις 18 Μαΐου 2018 οι ιδιοκτήτες της ΒΙΚΗ (η δεύτερη γενιά της οικογένειας Παπαγιάννη) κατέθεσαν αίτηση πτώχευσης της εταιρείας, η οποία επρόκειτο εξ αναβολής να συζητηθεί στις 28 Σεπτεμβρίου.
Η παραίτηση από την αίτηση αυτή σημαίνει έκδοση διαταγών πληρωμής από όσους έχουν απαιτήσεις από τη ΒΙΚΗ (44,65 εκατ. ευρώ στα τέλη του 2017) και σε βάθος χρόνου πλειστηριασμοί. Η εταιρεία διαθέτει συνολικά δέκα ακίνητα σε Ηπειρο, Θεσσαλονίκη και Αθήνα, σε κάποια εκ των οποίων έχουν εγγραφεί υποθήκες και προσημειώσεις υπέρ της ΑΤΕbank και της Τράπεζας Πειραιώς. Ενέχυρα έχουν τεθεί από την ΑΤΕbank και σε μηχανολογικό εξοπλισμό του εργοστασίου, γεγονός που σημαίνει ότι –εάν αυτά έχουν ήδη πωληθεί– οι ιδιοκτήτες της εταιρείας κινδυνεύουν να αντιμετωπίσουν κατηγορίες για κακουργηματική υπεξαίρεση.