Έξι μέρες μετά από εκείνο το μοιραίο απόγευμα της Δευτέρας, όταν η φωτιά ξεκίνησε από το Νταού Πεντέλης, κατέβηκε με ταχείς ρυθμούς στην Καλλιτεχνούπολη και στον...
Νέο Βουτζά, «κατάπιε» το άλλοτε κραταιό αντιπυρικό ανάχωμα της λεωφόρου Μαραθώνος και στη συνέχεια κατέκαψε το Μάτι και το Κόκκινο Λιμανάκι αφήνοντας πίσω της δεκάδες νεκρούς, κατεστραμμένες περιουσίες, χιλιάδες στρέμματα δάσους καμένα και τους κατοίκους που επέζησαν να προσπαθούν να διαχειριστούν την επόμενη μέρα της φωτιάς, σε μαύρο φόντο.
Και μπορεί οι πρώτες μέρες να πέρασαν με σιωπή και νηφαλιότητα από το πολιτικό σύστημα, το οποίο από την πρώτη στιγμή «έπεσε» πάνω από την αντιμετώπιση του προβλήματος και τη διαχείριση της επόμενης μέρας, αλλά, τώρα που η φωτιά έσβησε και οι κάτοικοι μετρούν τις πληγές τους, αυτά που ανακύπτουν αμείλικτα είναι τα ερωτήματα για το τι έγινε και τι δεν έγινε κατά τη διαχείριση της κατάστασης.
Ερωτήματα συνολικά: Ως προς την επιχειρησιακή διαχείριση της κατάστασης, ως προς τις ενδεχόμενες πολιτικές ευθύνες, αλλά και πιο συνολικά, ως προς την ευθύνη των αυτοδιοικητικών παραγόντων σε επίπεδο πρόληψης και προετοιμασίας και, σε τελευταία ανάλυση, και των ίδιων των πολιτών σε επίπεδο αυτοπροστασίας.
Με την πιο πολύνεκρη πυρκαγιά στα χρονικά της μεταπολεμικής Ελλάδας, όμως, να έχει λάβει χώρα, είναι σαφές ότι οι φλόγες «καψαλίζουν» και την κυβέρνηση, η οποία, προς ώρας, έχει αφιερώσει τις δυνάμεις της στον σχεδιασμό δέσμης μέτρων για τη στήριξη των πυρόπληκτων, αλλά και στον ευρύτερο σχεδιασμό που αφορά την αναδόμηση της περιοχής με νέους κανόνες, εντός ενός διαφορετικού πλαισίου.
Πολιτικές ευθύνες
Με βάση τα όσα περιγράφουν στο «Π» μετεωρολόγοι και αυτοδιοικητικά στελέχη, η ισχύς του ανέμου και, εν γένει, τα ειδικά δεδομένα της ημέρας εκείνης καθιστούσαν την εν λόγω πυρκαγιά εντελώς διαφορετική σε σχέση με ό,τι έχουμε ξαναδεί. Μια αυτοψία στο Μάτι, άλλωστε, αρκεί για να καταλάβει κανείς την ιδιαιτερότητα του φυσικού φαινομένου, ακόμα και από το γεγονός ότι π.χ. κάηκε ένα σπίτι, αλλά το διπλανό του έμεινε άθικτο, ή ότι δέντρα κάηκαν μεν στην κορυφή, αλλά όχι στη βάση τους.
Από εκεί και πέρα, όμως, είναι σαφές ότι «όταν έχουν καεί 100 άνθρωποι και χιλιάδες σπίτια, κάποιος πρέπει να αναλάβει την ευθύνη», όπως το θέτει στο «Π» πρώην υπουργός Δημοσίας Τάξεως, που έχει ίδια γνώση αντίστοιχων καταστάσεων στο πεδίο. Κατά βάση, αυτήν τη στιγμή, με βάση το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο για την Πολιτική Προστασία, οι ευθύνες αγγίζουν δύο φορείς: την Περιφέρεια Αττικής και την Πολιτική Προστασία.
Είναι, άλλωστε, δεδομένο, όπως προκύπτει από πληροφορίες του «Π» από το Συντονιστικό της Πυροσβεστικής το απόγευμα της Δευτέρας, ότι η εμφάνιση ενός δεύτερου, ισχυρού πύρινου μετώπου, την ώρα που μαινόταν η μεγάλη πυρκαγιά στην Κινέτα, έπιασε εξ απήνης τους πολιτικούς και επιχειρησιακούς παράγοντες, οι οποίοι προσπάθησαν να διαθέσουν επαρκείς δυνάμεις, ώστε να αντιμετωπιστεί η φωτιά. Όμως, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, η φωτιά δεν αντιμετωπίσθηκε στο πρώτη της στάδιο, στην Πεντέλη, ούτε καν στην Καλλιτεχνούπολη, όπου κατά βάση είχε κάψει δασική έκταση και μερικά κτίρια, με αποτέλεσμα να επεκταθεί και προς τη μεριά της λεωφόρου Μαραθώνος, με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα.
Κάτι, συνεπώς, δεν λειτούργησε, όπως έπρεπε και, με βάση την εμπειρία ανθρώπων που έχουν διαχειριστεί παρόμοιες καταστάσεις, αυτά που δεν λειτούργησαν μάλλον δεν ήταν ένα, αλλά πολλά. Επρόκειτο, άλλωστε, εξ ορισμού για ένα πολυπαραγοντικό πρόβλημα στην εν λόγω περιοχή. Τα αυτοδιοικητικά στελέχη, όμως, αναγνωρίζοντας βεβαίως την ιδιαιτερότητα της κατάστασης, δείχνουν με σαφήνεια προς τη μεριά της Περιφέρειας, για τη μη εντολή εκκένωσης, ακόμα και αν ο χρόνος ήταν λίγος, με αποτέλεσμα στο Μάτι να μην εμφανιστεί καν ένα πυροσβεστικό όχημα ή κάποιος αστυνομικός. Στο ίδιο πλαίσιο, στο κάδρο των ευθυνών μπαίνει για την επιχειρησιακή αντιμετώπιση και η Πολιτική Προστασία.
Πολιτική τορπίλη
Όσο άχαρη και αν είναι, βέβαια, η προβολή των συνεπειών της καταστροφικής φωτιάς για την πολιτική συνέχεια, είναι σαφές ότι η κυβέρνηση καλείται πλέον να διαχειριστεί μια εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση, όχι μόνο στο πεδίο, δηλαδή στις πληγείσες περιοχές, αλλά πολιτικά, από εδώ και πέρα.
Με τη χώρα πενθούσα για όσους έχασαν τη ζωή τους, με τα ΜΜΕ να κατακλύζονται από τις προσωπικές ιστορίες όσων έχασαν ανθρώπους και περιουσίες ή ακόμα και αυτή την ώρα αναζητούν τους οικείους τους, είναι σαφές ότι οι όποιες σκέψεις για «φιέστες» για την έξοδο από το μνημόνιο ακυρώνονται εν τοις πράγμασι. Την ίδια ώρα και ενώ δεν υπήρξε καμία παραίτηση από κυβερνητικό στέλεχος, παρά τις πρώτες σκέψεις που, κατά πληροφορίες του «Π», υπήρξαν για μερικούς τις πρώτες ώρες της καταστροφής, ο πρωθυπουργός θα αναγκαστεί να επισπεύσει τις αποφάσεις του για αλλαγές στο κυβερνητικό σχήμα, μια και αντικειμενικά κάποιοι έχουν και την πολιτική ευθύνη για τις επιχειρησιακές δυσλειτουργίες.
Επιπλέον, η «κοινωνική ατζέντα» της κυβέρνησης, με την οποία ο πρωθυπουργός σχεδίαζε να ανέβει στη ΔΕΘ, ακυρώνεται εν τοις πράγμασι λόγω της έντασης της καταστροφής, με το Μαξίμου να ρίχνει το βάρος του στην ταχεία εκτέλεση της εκτενέστατης δέσμης μέτρων στήριξης των πυρόπληκτων που ανακοίνωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος το απόγευμα της Τετάρτης. Όπως και να έχει, όμως, η πολιτική διαχείριση μιας τέτοιας καταστροφής είναι εκ προοιμίου δύσκολο αντικείμενο για την κυβέρνηση.
Την επικοινωνιακή διαχείριση, δε, δεν κάνουν πιο εύκολη και δύο ακόμα τινά: Η αποστροφή του λόγου του υπουργού Άμυνας Πάνου Καμμένου σε πυρόπληκτο πολίτη, το πρωί της Πέμπτης στο Μάτι, ο οποίος του είπε ότι «δεν ήταν κανείς εδώ», εννοώντας τα Σώματα Ασφαλείας, την ώρα της καταστροφής στο Μάτι, με τον κ. Καμμένο να επιμένει ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις ήταν εκεί την ώρα της κρίσης και να λέει «αυτά τα λες εσύ και ο Πορτοσάλτε». Τέλος, η επίθεση και το μποϊκοτάζ του ΣΥΡΙΖΑ στον τηλεοπτικό και ραδιοφωνικό σταθμό ΣΚΑΪ –από τον οποίο, σημειωτέον, πολλοί πολίτες ενημερώθηκαν ότι η φωτιά γυρίζει προς το Μάτι, ελλείψει επίσημης προειδοποίησης, και έτρεξαν να διαφύγουν– δεν «έγραψε» επικοινωνιακά καλά για την κυβέρνηση, η οποία εμφανίστηκε, την ώρα που μαινόταν ακόμα η κρίση, να στρέφεται εναντίον των ΜΜΕ.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο