Ήταν πριν τρία χρόνια περίπου όταν «έσκασε» στην ιντερνετική πραγματικότητα ένας τύπος που δήλωνε οπαδός του ΠΑΟΚ και υπέγραφε με το ψευδώνυμο «Ισοβίτης»...
Ο Ισοβίτης αφηγείτο ιστορίες από την οπαδική του ζωή, η οποία εκτεινόταν περίπου σε όλα τα 90s. Αφηγήσεις για εκδρομές, χαρές και λύπες στην κερκίδα, ξύλο, κυνηγητά, ένταση. Όμως, αυτό που έκανε αυτές τις ιστορίες να ξεχωρίζουν ήταν η γραφή.
Ο Ισοβίτης ήταν ένας φοβερός γραφιάς. Εκφραζόταν με τρόπο λογοτεχνικό και ταυτόχρονα απλό. Εκφραζόταν με μια βαθιά αγάπη για όλα αυτά που είχε ζήσει στις κερκίδες, με μια αληθινή περηφάνια για όλες τις εμπειρίες του αλλά χωρίς ποτέ να τις εξιδανικεύει, χωρίς ποτέ να τις παρουσιάζει ως κάτι άλλο από αυτό που πραγματικά ήταν.
Αυτοσαρκαστικός αλλά και σοβαρός, ανάλογα με την υφή της ιστορίας που είχε να πει, o Ισοβίτης αφού άκουσε τις άπειρες προτροπές όσων τον διάβαζαν να βγάλει βιβλίο με τις οπαδικές του ιστορίες, τελικά το έκανε πρόσφατα και όσοι δεν το ήξεραν έμαθαν και το όνομά του…
Υπογράφοντας ως Νίκος Ιωαννίδης πλέον εξέδωσε το «Μια Εποχή στο Τσιμέντο» (εκδόσεις Τόπος) το οποίο ουσιαστικά είναι η αφήγηση ενός οπαδού για τα τσιμεντένια 90s.
Ο Ισοβίτης, κατά κόσμον Νίκος Ιωαννίδης, μιλάει στο Menshouse για το οπαδικό κίνημα, τον ΠΑΟΚ, τον διαστρεβλωμένο τρόπο με τον οποίο η κοινωνία βλέπει τους οπαδούς και τις κερκίδες, τη βία στα γήπεδα και διάφορα άλλα.
Λοιπόν, έχω ετοιμάσει καμιά δεκαριά ερωτήσεις και αν προκύψει κάποια άλλη από κάτι που θα πεις την προσθέτω.
Αν δεν είναι 14 όλα καλά…
Eντάξει, αυτό μπαίνει στη συνέντευξη εύκολα… (Γέλια) Οι περισσότεροι σε γνωρίσαμε στο διαδίκτυο ως Ισοβίτη αλλά μετά έβγαλες βιβλίο, κυρίλεψες και άρχισες να γίνεσαι γνωστός και με το όνομά σου. Πώς γουστάρεις να μείνεις στην ιστορία; Ως Ισοβίτης ή ως Νίκος Ιωαννίδης; Με άλλα λόγια, ως οπαδός ή ως γραφιάς;
Αν λάβεις υπόψη πως δεν θεωρώ τον εαυτό μου «οπαδό» οποιασδήποτε ομάδας (ή ιδέας ή οτιδήποτε μπορείς να σκεφτείς), αλλά γράφω ιστορίες από τότε που με θυμάμαι, προτιμώ τη δεύτερη επιλογή. Βγαίνοντας από το δίλημμα, που σιγά μην μου άρεσαν τα διλήμματα, θέλω κλείνοντας τα μάτια να έχω αφήσει χνάρια στον δρόμο που περπάτησα, σημάδια στα μούτρα και τα μυαλά των ανθρώπων που γνώρισα και να με θυμούνται ο καθένας όπως θέλει- δεν έχω ιδιαίτερη κάψα γι’ αυτό. Από τη σκοπιά της «αθανασίας», αν γελάνε ή στενοχωριούνται με κάτι δικό μου μετά θάνατον, το κλείσαμε κι αυτό το κεφάλαιο, όλα τακτοποιημένα.
Θα έχεις βαρεθεί να το απαντάς, αλλά το «Ισοβίτης» πώς προέκυψε;
Είχαμε φτιάξει με τον κολλητό μου, τον Φώτη, ένα πανί, που το εμπνευστήκαμε την πρώτη κιόλας φορά που βρεθήκαμε (λαθραία) στη Θύρα 4, το 1990. Το πανί έγραφε «ΙΣΟΒΙΤΕΣ» και είχε ένα μπαρμπατζέλι μέσα στα κάγκελα, σύμβολο της αυτογνωσίας μας περί μηδενικής πιθανότητα απόδρασής μας από τα συγκεκριμένα κάγκελα (του γηπέδου)- τόσο είχαμε συγκλονιστεί. Το κουβαλούσαμε παντού, ήμασταν «οι Ισοβίτες», εγώ πήγαινα περισσότερο στα γήπεδα από τον Φώτη, οπότε κατέληξα «ο Ισοβίτης». Ο κάτοχος του πανιού, δηλαδή, καμία σχέση με ποινικό κώδικα.
Σημειώνω, όποτε βρω ευκαιρία, πως το πανί δεν ήταν παρά μια μαύρη κουρτίνα που είχε ψειρίσει φίλος βάζελος από την αίθουσα προβολών του Πολυκλαδικού Λυκείου Καβάλας και του την ψειρίσαμε στη συνέχεια εμείς, επειδή τι να την κάνει τη μαύρη κουρτίνα παναθηναϊκός άνθρωπος;
Μπορούμε να γράψουμε αυτό με το ψείρισμα, πέρασαν είκοσι επτά χρόνια, έχει παραγραφεί το αδίκημα, σωστά;
Ο τίτλος του βιβλίου, «Μια εποχή στο τσιμέντο», δίνει το στίγμα για την περίοδο που αφηγείσαι. Η εποχή των τσιμέντων και η μετέπειτα μετάβαση στην εποχή των καθισμάτων είναι κατά βάση οι δυο εποχές της ελληνικής κερκίδας και για την ώρα οι δυο μεγάλες πολιτισμικές περίοδοί της – με τις διαφορές τους και τις ομοιότητές τους. Με δεδομένο πως ακόμα πας γήπεδο και άρα έχεις μέτρο σύγκρισης, αν αντισταθείς στα καμπανάκια της νοσταλγίας και το κρίνεις όσο πιο αποστασιοποιημένα γίνεται, προτιμάς την εποχή στα τσιμέντα ή την εποχή στα καθίσματα;
Δεν έχω νοσταλγικά σύνδρομα. Δεν είχα ποτέ. Δεν θέλω να ξαναζήσω τίποτα, ό,τι έζησα το έζησα και αποτελεί κομμάτι αυτού που είμαι σήμερα – ξαναζώντας το θα στερούσα τη μοναδικότητά του. Το μόνο που νοσταλγώ είναι το μέλλον, ειδικά τώρα που είμαι πατέρας και το περιμένω με ανυπομονησία. Το «τσιμέντο» κουβαλούσε μια πρωτόγονη μπέσα, ένα άθροισμα άγραφων κανόνων στο γήπεδο, από την οπαδική συμπεριφορά στο πέταλο και τον τρόπο που βοηθάς την ομάδα και φέρεσαι στον διπλανό σου στο πούλμαν μέχρι τη συγκρουσιακή κατάσταση με τους αντιπάλους είτε έχοντάς τους στο απέναντι τσιμέντο είτε στο διπλανό στενό, σε κάποια εκδρομή.
Το «καρεκλάκι» ήρθε να αντικαταστήσει την άβολη ορθοστασία και να υποκαταστήσει τον καναπέ του σπιτιού. Μαζί με το καρεκλάκι ήρθε στο γήπεδο (ή μεταλλάχτηκε ο ίδιος φίλαθλος σε αυτόν) ο τηλεθεατής, κουβαλώντας και τις συνήθειες του τηλεκοντρόλ. Το γήπεδο, από ιερός τόπος καταραμένων ψυχών δίχως άλλη πνευματική στέγη, μετατράπηκε σε μια τεράστια τηλεοπτική αρένα ακόμα και για τους θεατές που βρίσκονται σε αυτό, και από πρωταγωνιστές έγιναν φόντο για τις τηλεοπτικές κάμερες. Αν στην Ελλάδα δεν έχει ολοκληρωθεί η μετάλλαξη είναι επειδή είμαστε πίσω από την υπόλοιπη Ευρώπη. Να που σε κάτι μας βγήκε σε καλό η οπισθοδρόμηση.
Προσωπικά, ούτε στο τσιμέντο καθόμουν, ούτε στο καρεκλάκι, οπότε δεν ένιωσα κάποια αλλαγή στη δική μου γηπεδική συμπεριφορά. Έχουμε και κάποιους που κάθονται, τι να κάνεις. Αλλά η εποχή του τσιμέντου επέτρεπε περισσότερη «συμμετοχή» μας στο παιχνίδι, δεν ήμασταν τόσο κλακαδόροι και αμέτοχοι παρατηρητές. «Here we are now, entertain us», που είχε τραγουδήσει κάποια ψυχή, για τα καρεκλάκια στα γήπεδα το είχε γράψει.
Στα μυαλά του περισσότερου κόσμου, οι εκδρομές, οι σύνδεσμοι και γενικά όλη αυτή η φάση που θα μπορούσε να περιγραφεί ως «οπαδική» αφορά σ’ έναν τρόπο ζωής που απέχει πολύ από αυτό που η κοινωνία περιγράφει ως «κανονικό», δηλαδή οικογένεια, παιδιά, σπίτι, υποχρεώσεις κτλ. Εσύ ξέρω πως έχεις κάνει παιδιά, είσαι παντρεμένος, είσαι αυτό που θα λέγαμε «κανονικός» (με όλες τις προβληματικές που έχει αυτός ο όρος, τον χρησιμοποιώ για την οικονομία της συζήτησης). Μπορεί κάποιος να είναι «κανονικός» και να ακολουθεί τον τρόπο ζωής που ακολουθούσες εσύ κάποτε ή τελικά αν μείνεις για πάντα ισοβίτης των κερκίδων αυτόματα αποβάλλεις όλα τα υπόλοιπα από τη ζωή σου;
Πρόσφατα, συζητώντας στον δρόμο για την Αθήνα, σκεφτήκαμε να ζητήσουμε τις διευθύνσεις των μελών εκείνης της κλασικής διμοιρίας που μας έστελναν στα μικρά ματς της Αθήνας και να τους επισκεφτούμε. Με τις γυναίκες μας, τα παιδιά μας, τα πτυχία μας, τα βιογραφικά μας, να τους κοιτάξουμε στα μάτια έτσι γεροντάκια κουρασμένα που θα είναι τώρα, στη σύνταξη και να τους απαντήσουμε στην κλασική ερώτηση που μας έκαναν όποτε μας έδερναν επειδή απλώς μας άρεσε να πηγαίνουμε στο γήπεδο: ναι, γίναμε «άνθρωποι». Αυτό ρωτούσαν, «θα γίνετε ποτέ άνθρωποι εσείς ή μια ζωή στα γήπεδα θα τη βγάζετε». Και άνθρωποι γίναμε και στα γήπεδα συνεχίζουμε να ταξιδεύουμε, τότε μονάχοι, τώρα με την οικογένεια μαζί ή στο κινητό να ανησυχεί μαζί μας.
Το γήπεδο θεωρήθηκε περιθώριο ίσως επειδή δέχτηκε πολλά «περιθωριακά» στοιχεία, δηλαδή ανθρώπους που δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτοί σε άλλες κοινωνικές ομάδες, «προβληματικούς», ας το πούμε έτσι. Με κάθε «προβληματικό» τύπο που ταξίδεψα διατηρώ ακόμα επαφή, τον βλέπω στα μάτια και είναι σαν να κοιτάζω στον καθρέφτη μου, μεγαλώσαμε, φτιάξαμε οικογένειες, δουλειές, χίλια δυο. Στην ουσία, δεν επιτρέψαμε στο «σύστημα» να μας κάνει περιθωριακούς – δεν το επιδιώκαμε ποτέ, ούτως ή άλλως, εμείς το μόνο που θέλαμε ήταν να πηγαίνουμε στο γήπεδο και τα υπόλοιπα τα αφήναμε για να φτιάχνουν αστικούς μύθους οι εφημερίδες και τα κανάλια.
Εσύ έγινες ΠΑΟΚ σε μια εποχή πολύ διαφορετική από τη σημερινή, που δεν υπήρχε η προσδοκία των πρωταθλημάτων και, όπως έχεις εξομολογηθεί, ερωτεύτηκες την κερκίδα του, όχι την ομάδα του. Πλέον ο ΠΑΟΚ είναι μια ομάδα πρωταθλητισμού. Πιστεύεις ότι αυτό το oldschool οπαδιλίκι που γουστάρεις και περιγράφεις μπορεί να κρατηθεί στην κερκίδα μιας ομάδας που πάει για πρωτάθλημα; Θέλω να πω, όλοι όσοι υποστηρίζουμε μια ομάδα θέλουμε να την βλέπουμε να νικάει. Μήπως όμως οι νίκες νομοτελειακά μεταλλάσσουν έναν λαό όταν μιλάμε για τον σύγχρονο, επαγγελματικό αθλητισμό; Μήπως οι οπαδικές αξίες είναι απλά το αντίβαρο της έλλειψης επιτυχιών; Προβληματίζει πολύ κόσμο το συγκεκριμένο ερώτημα.
Το ερώτημα απαντήθηκε ήδη μία φορά στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν το κυρίαρχο άθλημα στη χώρα ήταν το μπάσκετ και η καλύτερη ομάδα, για μεγάλο διάστημα, ήταν ο ΠΑΟΚ. Όχι απλώς δεν άλλαξε χαρακτήρα η κερκίδα, αλλά έφτιαξε ισχυρότερο μέταλλο στους δεσμούς ανάμεσα στα μέλη της, που δεν σπάσανε ποτέ μέχρι και σήμερα. Στο ποδόσφαιρο τρέχαμε σε όλη την Ελλάδα για μια ομάδα που δεν υπήρχε, στο μπάσκετ γυρίσαμε την Ευρώπη για μια ομάδα που όταν έχανε ήταν είδηση, οι ίδιοι άνθρωποι, με τον ίδιο ενθουσιασμό, χωρίς επιλογή. Σάββατο στη Δάφνη, Κυριακή στη Νέα Σμύρνη. Σάββατο Παλέ με τον Παπάγου, Κυριακή Τούμπα με τον Ιωνικό. Ο πυρήνας, αυτή η μετακινούμενη κερκίδα των τριών-τεσσάρων χιλιάδων ανθρώπων που υπολογίζω πως ήμασταν οι «μόνιμοι» σε κάθε ματς και τροφοδοτούσαμε τα πούλμαν που δεν προλάβαιναν να ξεκουραστούν κάθε βδομάδα, δεν ένιωσε καμία μετάλλαξη από τις επιτυχίες ή τις αποτυχίες.
Η σημερινή συγκυρία, που βρίσκει τον ΠΑΟΚ πρωταγωνιστή στο ελληνικό ποδόσφαιρο σαφώς σε μεγαλύτερη κλίμακα από το παρελθόν, είναι μια άσκηση για την ασπρόμαυρη κερκίδα. Αλλά αν βρίσκεσαι στο γήπεδο, στην καρδιά του, στο πέταλο που πάλλεται σε κάθε ματς, μπορείς να αντιληφθείς πως τίποτα δεν έχει αλλάξει – απλώς τώρα τους καπελώνουν τα social media και οι παπαγάλοι των ψευδοδημοσιογράφων. Αν παρακολουθείς τον κόσμο του ΠΑΟΚ από το Facebook πιστεύεις πως πρόκειται για έναν λαό εθισμένο στις νίκες και τις πρωτιές, δηλαδή έναν νεόπλουτο οπαδικό κόσμο που δεν έχει ιδέα από την ιστορία του. Αν πηγαίνεις στην Τούμπα, στο ίδιο σημείο όπου είκοσι και τριάντα χρόνια πριν οι προηγούμενες γενιές είχαν εθιστεί στα θρίλερ, τις δόξες της μιας βραδιάς και τους περήφανους αποκλεισμούς, απλώς διαπιστώνεις πως τώρα υπάρχει περισσότερη χαρά. Από το να χάνεις, είναι προτιμότερο να κερδίζεις.
Πολλοί άνθρωποι ακούνε τη λέξη «συνδεσμίτης» και αυτόματα σκέφτονται τη βια. Υπάρχει μια κυρίαρχη εικόνα που είναι γεμάτη με απολυτότητες και κλισέ. Τι ισχύει από όλα τα κλισέ για τους οπαδούς και τι όχι; Είναι μια φάση που έχει ως καθοριστικό της υλικό τη βία και την αντικοινωνικότητα ή αυτό είναι μια υπεραπλούστευση; Έχεις πει μέχρι ένα σημείο τη γνώμη σου ήδη αλλά θέλω να μου αναλύσεις πιο ειδικά όλα αυτά που δεν βλέπουν όσοι έχουν μάθει για το οπαδικό κίνημα από τις τηλεοράσεις και τις εφημερίδες.
«Συνδεσμίτης» είναι ο οπαδός μίας ομάδας που είναι εγγεγραμμένος σε έναν σύνδεσμο. Ας το πιάσουμε από εκεί. Μια κλασική βραδιά στον σύνδεσμο, εν έτει 2018, έχει τα εξής συστατικά: μπαίνεις στον χώρο, χαιρετάς δέκα ανθρώπους, παίρνεις μια μπύρα και κάθεσαι στην παρέα. Συζητάς επί ώρες, μιλάς, ακούς, μαθαίνεις, διδάσκεις, καταθέτεις εμπειρίες, ενσωματώνεις εμπειρίες άλλων, καληνυχτίζεις, πας σπίτι σου. Στα τριάντα χρόνια που μπαινοβγαίνω σε συνδέσμους, αυτό είναι, πάνω-κάτω, το έργο. Αρχές δεκαετίας του ’90 υπήρχαν διάφοροι εξωσχολικοί παράγοντες, αλλά όχι με αιτία το συνδεσμιλίκι. Το πρεζάκι ήταν πρεζάκι επειδή ήταν πρεζάκι, όχι επειδή βρέθηκε ένας σύνδεσμος στη γειτονιά του και είπε «ω, ένας σύνδεσμος, ας πάω να βρω πρέζα εκεί μέσα». Τις περισσότερες φορές συνέβαινε το αντίθετο, οι σύνδεσμοι προφύλασσαν, όσο μπορούσαν, τα μέλη τους από τέτοια ταξίδια.
Στο θέμα της βίας, έχω γίνει μάρτυρας αναρίθμητων βίαιων περιστατικών στη ζωή μου, από ξύλο ανάμεσα σε αδέρφια για μία λάθος λέξη μέχρι μαχαίρωμα για μια γκόμενα, από πέσιμο γραβατωμένων σε διαιτητή στο χωριό μου μέχρι πυροβολισμό με αεροβόλο στον γείτονα για το κοτέτσι που βρωμούσε, από σάπισμα ελεγκτή υπεραστικού επειδή ο επιβάτης είχε τσαλακώσει το εισιτήριό του μέχρι μπουνιές σε υπάλληλο του ΙΚΑ επειδή δεν τήρησε τη σειρά, από σφαλιάρες ανάμεσα σε θείες για την ουρά στο σούπερ-μάρκετ μέχρι μπούλινγκ στο δημοτικό, όσο περιμένω να πάρω την κόρη μου στο σχόλασμα. Όλοι αυτοί δεν είναι «συνδεσμίτες», όπως δεν είναι συνδεσμίτες οι επαγγελματίες της βίας, οι μπράβοι, τα τάγματα εφόδου, τα σώματα ασφαλείας κ.ο.κ. Κάποιοι μπορεί και να είναι.
Εντάξει, αλλά οι οπαδοί διαφορετικών ομάδων τις παίζουν πολύ συχνά μεταξύ τους, δεν είναι μύθος αυτό. Προφανώς, η βια υπάρχει διάχυτη μέσα στην κοινωνία αλλά όταν το κίνητρο είναι απλά η διαφορετική ομάδα και αυτό συμβαίνει αρκετά συχνά -δεν είναι δηλαδή ένα μεμονωμένο γεγονός- η βία ανάμεσα σε οπαδούς κερδίζει τη θέση της στα σταθεροποιημένα και όχι τυχαία «είδη βίας». Έτσι δεν είναι;
Η δική μου γενιά τις έπαιζε περισσότερο με την αστυνομία, δεν είχαμε τα μακελειά των προηγούμενων που στα 80ς δεν είχαν αφήσει τίποτα όρθιο στις συναντήσεις τους. Τώρα, σήμερα, αν το σκεφτείς, δεν υπάρχει «βία ανάμεσα σε οπαδούς» με την κλασική έννοια που είχαμε δώσει όταν μας πρωτοεπισκέφτηκε ο εισαγόμενος χουλιγκανισμός από την Αγγλία. Έχουμε πεσίματα, έχουμε καρτέρια, έχουμε ραντεβού, αλλά να πηγαίνουν οπαδοί μίας ομάδας στο γήπεδο μιας άλλης και να συναντηθούν στη διαδρομή, ούτε κατά διάνοια. Όλα τα περιστατικά τα τελευταία χρόνια προκύπτουν από τον κομπλεξισμό κάποιων να βρίσκουν διαφορές για να πλακώνονται – οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές είναι σύμμαχοι ή αντίπαλοι σε διαφορετικά κοινωνικά πεδία. Θα επιμείνω στην άποψη πως ο οπαδικός διαχωρισμός δεν προσθέτει τόση ένταση στις συγκρούσεις όση προσθέτει ο ταξικός. Επικαλούμαι ένα απόσπασμα από το βιβλίο, μήπως βοηθήσει:
«Ένας Παοκτσής Πασοκτσής και ένας Παοκτσής Νεοδημοκράτης πλακώθηκαν ξημερώματα με τις βούρτσες και τα μπουγέλα όταν συναντήθηκαν στην αφισοκόλληση, ένας με αφίσες του Ανδρέα και ένας του Μητσοτάκη. Ένας Παοκτσής θρασάς κι ένας Παοκτσής μάνογουορ άρχισαν τα σούτια στο βάθος του κλαμπ όταν έπαιζε η Γκαϊάνα. Ένας Παοκτσής κουκουές έπαιξε σφαλιάρες με έναν Παοκτσή κουκουέ εσωτερικού στο εργατικό κέντρο, στη μέση της προβολής. Ένας Παοκτσής προγκρέσιβ σκυλάς ήθελε Κοντολάζο κι ένας Παοκτσής έπικ σκυλάς ήθελε Καρρά κι έγινε σκηνικό. Ένας Παοκτσής Σερραίος πετούσε κοτρόνες σε έναν Παοκτσή Δραμινό στο Πανσερραϊκός-Δόξα. Δυο άλλοι Παοκτσήδες ακόμα δέρνονται επειδή η γυναίκα του ενός τίναζε το τραπεζομάντιλο με τα ψίχουλα στα απλωμένα ρούχα τής αποκάτω. Όλοι αυτοί ήταν στο ίδιο πούλμαν που την έπεσε σε ένα άλλο πούλμαν με γαύρους που είχε μέσα έναν γαύρο Πασοκτσή κι έναν γαύρο Νεοδημοκράτη που είχαν πλακωθεί στην αφισοκόλληση στη Νίκαια, έναν γαύρο από το Αίγιο κι έναν γαύρο από το Αγρίνιο που δέρνονταν στο Παναιγιάλειος-Παναιτωλικός και ούτω καθεξής».
Εσύ έχεις βρεθεί ποτέ σε φάση με ξύλο με άλλους οπαδούς;
Έχω βρεθεί σε δεκάδες φάσεις με ξύλο ανάμεσά μας. Ίσως εκατοντάδες. Σε κάποιες ήμουν και πρωταγωνιστής. Το καλύτερο «σώμα με σώμα» ήταν στην Ομόνοια, το 1994, απεχθές συναίσθημα να τρέχεις να «τιμωρήσεις» κάποιον επειδή σου πέταξε αντικείμενα, πλήρης απομυθοποίηση, από την άλλη. Φτάνεις να δέρνεσαι έχοντας τρέξει το σπριντ κι εσύ και ο άλλος, σταματάτε, ξεφυσάτε ιδρωμένοι, αρχίζει ο ένας κάτι μπουνιές για κλάματα, απαντάει ο άλλος, αξιοθρήνητη κατάσταση, κάποια στιγμή ο άλλος βρίσκει ευκαιρία και την κοπανάει κι εσύ δεν έχεις κουράγιο να πανηγυρίσεις τη «νίκη» σου. Κουράστηκα και μόνο που το θυμήθηκα.
Αλλά οκ, είχε και σοβαρά περιστατικά, σε πορεία που μόλις είχε φτάσει Χαριλάου και βρέθηκα από πρώτος μπροστά να είμαι στην τελευταία γραμμή που «κρατούσε» για να ανασυνταχθούν οι υπόλοιποι που δεν είχαν καταλάβει από πού ξεφύτρωσαν τούτοι και να γίνει η «αντεπίθεση», στη Δράμα με κάποιους περίεργους που δεν έμαθα ποτέ τι ομάδα ήταν αλλά μας έβριζαν τις μάνες και τους ήρθαν δικοί μας από πίσω οπότε κυκλώθηκαν και υπήρξε μια ανταλλαγή επιχειρημάτων.
Αλλά το καλύτερο, εννοείται, ήταν έξω από το Παρκ Ντε Πρενς. Μας είχαν πει «προσέχετε τους φασίστες σκίνχεντ», ήρθαν οι φασίστες σκίνχεντ μετά από πολλή κουβέντα κι αφού είχαν σιγουρευτεί πως αυτοί ήταν διακόσιοι κι εμείς είκοσι επτά άτομα, αλλά όταν μας έφτασαν και είδαν ότι στη γωνία άραζαν άλλοι τόσοι άρχισαν να μας λένε πως «θέλουν να αλλάξουμε κασκόλ». Πολύ ξύλο, έχω ακόμα το κασκόλ. Για το οποίο κασκόλ έφαγα ξύλο εγώ, από δικό μας, που πίστεψε πως ήμουν Πανιώνιος ή κάτι τέτοιο, έτσι κοκκινομπλέ που το είχα περασμένο στη ζώνη -αυτά είναι τα όμορφα που μπορείς να ζήσεις μόνο στα γήπεδα, ο κύκλος της ζωής.
Αν έπρεπε να μου πεις τα σημεία-τομές στην πορεία σου στα γήπεδα, ποια θα ήταν αυτά; Το τοπ των στιγμών που σε έχουν καθορίσει. Θα σου έλεγα να διαλέξεις 14 αλλά αφήνω ανοιχτό τον αριθμό…
Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ. Έτσι πρόχειρα, το 6-1 με τον Ολυμπιακό στις Σέρρες όπου και έγινα ΠΑΟΚ κατά τη διάρκεια του ματς, η πρώτη εκδρομή στο 0-2 της Δράμας το 1989, η πρώτη φορά στη Θύρα 4 το 1990 με τη Σεβίλλη, η πρώτη φορά που οργάνωσα εκδρομή ως «πρόεδρος» το 1992 στον τελικό με τον Ολυμπιακό – όπα, αυτή ήταν η καθοριστική στιγμή, τη βρήκαμε. Στο πούλμαν είχαν κουβαλήσει ασπίδες που είχαν πάρει κάποιοι άτακτοι συνταξιδιώτες από τη διμοιρία με την οποία πλακωνόμασταν στο ημίχρονο, ο Μάριος είχε φέρει και ένα κράνος να του το «φυλάξουμε», και μέχρι να φτάσει το πούλμαν στην Καβάλα είχε το στομάχι μου το πιο ασφυκτικό συναίσθημα, τι θα γίνει αν μας σταματήσει ένα περιπολικό και ανεβεί κάποιος να κάνει έλεγχο. Από εκείνη την εκδρομή, τρομερή πρεμιέρα ως οργανωτής μου ‘λαχε, είχα περισσότερο τον νου μου γενικώς. Τα επεισόδια με την Παρί, όπως και το ταξίδι στο Παρίσι, η μεγάλη πορεία με τα πόδια για το ΣΕΦ, κάθε εκδρομή στη Λιβαδειά που είναι ο αγαπημένος μου οπαδικός ταξιδιωτικός προορισμός, η μέρα που κόντεψα να πεθάνω στο Χαριλάου, δηλαδή πέθανα και αναστήθηκα, κάτι τέτοιο, τα Τέμπη, εννοείται, η μέρα που πεθάναμε όλοι. Και πολλές άλλες, που ακόμα δεν τις έχω ζήσει, τις περιμένω.
Α, και η μέρα που έσβησε κεράκια η κόρη μου στο πέταλο, της τραγούδησαν όλοι το «να ζήσεις Χουλιγκάνα και χρόνια πολλά» σε ζωντανή πανελλήνια τηλεοπτική μετάδοση και μετά κόψαμε την τούρτα με ένα τεράστιο μαχαίρι και κέρασε όλο τον κόσμο. Το μαχαίρι ήταν όλα τα λεφτά, το έδειχνε και η τηλεόραση, σπουδαίες στιγμές.
Τελευταία ερώτηση ρε Ισοβίταρε. Πως οραματίζεσαι το τέλειο οπαδικό κίνημα; Όχι μόνο του ΠΑΟΚ αλλά εν γένει το οπαδικό κίνημα. Τι κρατάς, τι πετάς, τι προσθέτεις; Περίγραψε το οπαδικό κίνημα έτσι όπως θα ήθελες να είναι.
Έχω απαντήσει στη συγκεκριμένη ερώτηση πριν με ρωτήσει κάποιος, αλλά είναι ολόκληρο κείμενο, δεν ξέρω αν χωράει. Την παραθέτω, όσο μπορώ περιληπτικά, και το κρίνεις εσύ:
«Δεν υπήρξε, δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει ποτέ στην Ελλάδα, με τα σημερινά δεδομένα, αυτό που αποκαλείται από αρκετούς ως «οπαδικό κίνημα». Ενδεχομένως να πρόκειται για τον πιο άκυρο συνδυασμό λέξεων που μπορεί να χρησιμοποιήσει κάποιος για να περιγράψει το σύνολο των ανθρώπων που ασχολούνται με τις ομάδες, δηλαδή τους οπαδούς που τις ακολουθούν. Τα σημερινά παραληρήματα των οργανωμένων έρχονται να συμπληρώσουν τα προηγούμενα στον κύκλο του μίσους και του κόμπλεξ ως βασικό συστατικό ρητορικής, κινούμενα στα όρια του ρατσισμού και, σε κάποια σημεία, τσαλαβουτώντας στα μολυσμένα νερά του. Τι μπορεί να ενώνει όλες αυτές τις σκοτεινές ψυχές, τις τοξικές και σμπαραλιασμένες από το ίδιο το μίσος που έχουν μέσα τους, η μία για την άλλη, και τους τρώει τα σωθικά; Προφανώς, τίποτα.
Ένα κίνημα γεννιέται και ενώνει, ενσωματώνει ανθρώπους πάνω σε κοινά, σημαντικά για την ύπαρξή τους χαρακτηριστικά, για έναν συγκεκριμένο σκοπό που μπορεί να επιτευχθεί με την κοινή τους δράση. Είναι γελοίο, αν όχι προσβλητικό, να χρησιμοποιείς τη λέξη «κίνημα» και να εννοείς τους συντάκτες των ψηφιακών εμετών κάθε πλευράς, όταν η ανθρώπινη ιστορία έχει σταμπαριστεί ολάκερη από ορόσημα που δημιούργησαν κινήματα για τους σκοπούς των οποίων θυσιάστηκαν ζωές, φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν αγωνιστές, γενιές και γενιές πέρασαν δεκαετίες στα σκοτάδια παλεύοντας να φέρουν το φως στις επόμενες. Τι σκατά «κίνημα» είναι αυτό το «οπαδικό», όπου το μοναδικό κοινό ανάμεσα στα «μέλη» του είναι η μόνιμη επιθυμία αλληλοεξόντωσης, αλληλοταπείνωσης και επιβολής μίας υποομάδας του «κινήματος» στις υπόλοιπες; Προφανώς, σκατά.
Δεν υπήρξε «οπαδικό κίνημα» για να αγωνιστεί με ενωμένους τους οπαδούς ενάντια στη χουντοειδή απαγόρευση μετακινήσεων Ελλήνων πολιτών μέσα στην ίδια τους τη χώρα. Δεν υπήρξε «οπαδικό κίνημα» για να αγωνιστεί με ενωμένους τους οπαδούς ενάντια στο ιδιώνυμο που τους καθιστά, στα μάτια της Δικαιοσύνης, ως «ειδικούς εγκληματίες» και τους τιμωρεί με «ειδικές ποινές», επειδή απλώς τους αρέσει να πηγαίνουν στο γήπεδο και να φωνάζουν. Δεν υπήρξε «οπαδικό κίνημα» για να αγωνιστεί με ενωμένους τους οπαδούς ενάντια στο κύκλωμα των στημένων αγώνων, δηλαδή τη συμμορία που εκμεταλλευόταν (και, ενδεχομένως, εκμεταλλεύεται ακόμα) το παιχνίδι στο οποίο αυτοί δίνουν ζωή και λόγο ύπαρξης για να πλουτίζουν εις βάρος τους, μετατρέποντάς το σε παράνομη μπίζνα και αχρηστεύοντας κάθε αιτία ή αφορμή τους φέρνει στην κερκίδα. Δεν υπήρξε «οπαδικό κίνημα» για να αγωνιστεί με ενωμένους τους οπαδούς ενάντια στους υπαλλήλους κάθε ΠΑΕ που τους στρέφουν το κεφάλι αλλού για να μην βλέπουν τη γύμνια των βασιλιάδων, ενάντια στους επιχειρηματίες που προσπάθησαν, προσπαθούν και θα προσπαθούν να τους εκμεταλλεύονται ως στρατούς και πλάτες για να κάνουν μπίζνες, ενάντια στους διεφθαρμένους πολιτικούς που τους αντιμετώπισαν ως δεξαμενές ψήφων και τους χάιδεψαν τα αυτιά πριν από κάθε προεκλογική εκστρατεία.
Θα ήθελα να νιώθω όμορφα για τους φίλους μου που είναι αεκτσήδες, αρειανοί, παναθηναϊκοί, ολυμπιακοί, να ήμασταν ένα πραγματικό οπαδικό κίνημα χωρίς εισαγωγικά και δίχως να αποτελεί ευφημισμό αυτός ο χαρακτηρισμός, δηλαδή να υπήρχε όντως ένα κοινό μας χαρακτηριστικό που θα ήταν η αγάπη που νιώθαμε, ο καθένας για την ομάδα του και τους ανθρώπους που την αποτελούν, αλλά όχι το μίσος μας για τους άλλους. Μα είναι τόσο μικρό το ποσοστό που δεν επιτρέπει ψευδαισθήσεις: Σημείο των καιρών ή όχι, πιο εύκολα βρίσκεις ανθρώπους που βγάζουν αφρούς από το στόμα και ψάχνουν να ξεφορτώσουν συμπλέγματα και κακία παρά ομοιοπαθείς ερωτευμένους με Ιδέες και πρόθυμους να σου μιλήσουν για την αγάπη τους και να σε ακούσουν να τους μιλάς εσύ για τη δική σου. Στην εποχή του μίσους, οι αιρετικοί δεν έχουν θέση -κλέβοντας μια ατάκα ενός αγαπημένου, παιδικού μου νανουρίσματος, όσοι δεν επιθυμούμε το κακό του άλλου επειδή απλώς είναι ο άλλος ζούμε το «όταν νίκη είναι η επιβίωση και ήττα είναι ο θάνατος». Ας πάρουμε την πρώτη νίκη επιβιώνοντας όσο διαρκεί όλη αυτή η μισανθρωπιά, ας την παλέψουμε κάτω από τους βομβαρδισμούς των τεράτων με τα βεβηλωμένα κασκόλ, κι ας είναι ο δρόμος μοναχικός. Οι μοναχικοί δρόμοι, καμιά φορά, οδηγούν στα ομορφότερα ταξίδια».
Ευχαριστώ πολύ για τη συζήτηση ρε Ισοβίτη!
Μα τι λέτε, εμείς σας ευχαριστούμε.
Την συνέντευξη πήρε ο Δημοσθένης Χριστόπουλος (menshouse.gr)