Η Γιώτα Γιάννα είναι Ελληνίδα τραγουδίστρια με παρουσία στα ελληνικά μουσικά δρώμενα άνω των ...
πενήντα ετών. Έχει τραγουδήσει σε κέντρα της Αθήνας ερμηνεύοντας κομμάτια που έγιναν γνωστά από άλλους μεγάλους Έλληνες τραγουδιστές όπως η Μαρινέλλα, ο Πουλόπουλος, ο Νταλάρας, η Δούκισσα, ο Βοσκόπουλος και άλλων.
Την έχουν χαρακτηρίσει «η Ελληνίδα Τζάνις Τζόπλιν», «η Πασιονάρια της Εθνικής οδού» (κατά τον Μάνο Χατζιδάκι), ερμηνεύτρια που «αρπάζει το τραγούδι απʼ τα μαλλιά και το κάνει ολοδικό της» (σύμφωνα με τη Λένα Πλάτωνος)
Ξεκίνησε παίζοντας φυσαρμόνικα δίπλα στη Σοφία Βέμπο. Μέχρι τα ογδόντα της δεν είχε κυκλοφορήσει δίσκο[3], αλλά ήταν πολύ γνωστή, κυρίως στο Αθηναϊκό κοινό, από τις εμφανίσεις της στα μουσικά μαγαζιά της Πλάκας και σε Νυχτερινά Κέντρα της Εθνικής οδού.
Ο πρώτος της δίσκος είχε τίτλο «Τα μάτια της Γιώτας Γιάννα» και κυκλοφόρησε το 2013.
πενήντα ετών. Έχει τραγουδήσει σε κέντρα της Αθήνας ερμηνεύοντας κομμάτια που έγιναν γνωστά από άλλους μεγάλους Έλληνες τραγουδιστές όπως η Μαρινέλλα, ο Πουλόπουλος, ο Νταλάρας, η Δούκισσα, ο Βοσκόπουλος και άλλων.
Την έχουν χαρακτηρίσει «η Ελληνίδα Τζάνις Τζόπλιν», «η Πασιονάρια της Εθνικής οδού» (κατά τον Μάνο Χατζιδάκι), ερμηνεύτρια που «αρπάζει το τραγούδι απʼ τα μαλλιά και το κάνει ολοδικό της» (σύμφωνα με τη Λένα Πλάτωνος)
Ξεκίνησε παίζοντας φυσαρμόνικα δίπλα στη Σοφία Βέμπο. Μέχρι τα ογδόντα της δεν είχε κυκλοφορήσει δίσκο[3], αλλά ήταν πολύ γνωστή, κυρίως στο Αθηναϊκό κοινό, από τις εμφανίσεις της στα μουσικά μαγαζιά της Πλάκας και σε Νυχτερινά Κέντρα της Εθνικής οδού.
Ο πρώτος της δίσκος είχε τίτλο «Τα μάτια της Γιώτας Γιάννα» και κυκλοφόρησε το 2013.
Η Γιώτα Γιάννα μιλάει για τον αδερφό της το Δημήτρη Γιαννέλο. Πέθανε στα 19 του στην Κύπρο. Είναι το γεγονός που την ακολουθεί πάντα, και στο οποίο δεν παύει ούτε στιγμή να αναφέρεται.
Σε άλλη αποστροφή του λόγου της, μιλάει για αξιοπρέπεια. Αυτό που λέει είναι πως με αξιοπρέπεια βάδισε και η ίδια όσα χρόνια πορεύεται στο τραγούδι. Πρέπει να είναι πάνω από πέντε δεκαετίες.
Συνεργάστηκε με μεγάλους της πίστας. Σε πολυσύχναστα κέντρα της εποχής στην Εθνική Οδό. Στην παραλιακή και στην Πλάκα. Συμπορεύτηκε με την Καίτη Γκρέυ και τη Ρίτα Σακελαρίου. Με τον Απόστολο Καλδάρα που ακόμα και μετά θάνατον συνεχίζει να αποκαλεί «κύριο».
Με το Βασίλη Τσιτσάνη, τη Μαρινέλλα, τη Τζένη Βάνου. Με το Διονυσίου, το Βοσκόπουλο και τον Πουλόπουλο στο Χρυσό Βαρέλι της παραλιακής, στις Τζιτζιφιές που κάποτε ήταν στη μόδα. Τότε που καθόταν δεύτερη φωνή, πίσω από τους διάσημους του τραγουδιού. Πριν ακόμα ο κόσμος στραφεί στην άλλη πλευρά της παραλιακής και η διασκέδαση μεταφερθεί στο Ελληνικό και τη Γλυφάδα.
Ποτέ δεν έγινε «πρώτο βιολί»
Ποτέ της δεν επιδίωξε να γίνει «πρώτο βιολί». Αυτό υποστηρίζει η ίδια. Και η λέξη καριέρα δεν την εκφράζει. Για ‘κείνη υπάρχει η λέξη πορεία, διαδρομή. Στη Γιώτα Γιαννέλου όπως είναι το πραγματικό της όνομα, δεν ταίριαξε ποτέ ο χρυσός. Ίσως γιατί εκείνη διάλεγε το χαλκό, όπως είχε πει σε παλαιότερη συνέντευξή της στην ΕΡΤ. «Ο χαλκός έχει πιο σκληρό κράμα», δήλωνε με νόημα.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε απέναντι από την Αγία Τριάδα των Αμπελοκήπων. Η μάνα της Μικρασιάτισσα, πέθανε νωρίς και εκείνη μεγάλωσε με τον πατέρα της. Ταξιτζής εκείνος, ντόμπρος όπως έχει πει η Γιώτα Γιάννα για τον πατέρα της. Και ίσως εκείνος που την έκανε να κοιτάζει τον άλλον στα μάτια όταν του μιλάει.
Στο βιβλίο του «Το μονόπρακτο της Σεβάς Χανούμ», ο ποιητής, Γιώργος Χρονάς, της αφιέρωσε «Το βελούδινο υπόγειο της Γιώτας Γιάννα». Σε δύο ή τρεις προτάσεις δεν θα μπορούσε να περιγράφει κανείς καλύτερα αυτό που ακριβώς η ίδια είναι… «Πολλές φορές άνθρωποι μου χτυπούσαν τον ώμο για να γυρίσω, να δημιουργήσουμε μαζί κάτι καλύτερο για την καριέρα μου, γιατί θα μπορούσα να έχω καριέρα, κι εγώ άνοιγα χώρο να περάσουν. Και συνέχιζα το δρόμο μου. Ήμουν σε άλλο φεγγάρι» .
Η λιπόσαρκη τραγουδίστρια με το σκαμμένο πρόσωπο έβγαλε για πρώτη φορά δίσκο μετά τα 80 της χρόνια. «Τα μάτια της Γιώτας Γιάννα», ο τίτλος του δίσκου που κυκλοφόρησε το 2013. Ίσως γιατί ποτέ της δεν συμβιβάστηκε. Ποτέ της δεν κυνήγησε τα στρας της έκθεσης, και τη βιτρίνα του τραγουδιού. Κινείται ακόμα και σήμερα στο περιθώριο της μουσικής σκηνής. Για να μην υποταγεί σε δισκογραφικές και στις δυσβάσταχτες ρήτρες συμβολαίων που θα την καθιστούσαν ανελεύθερη.
Κυκλοφορεί χωρίς αυτοκίνητο. Ποτέ της δεν οδήγησε αυτοκίνητο. Κυρίως με ποδήλατο κυκλοφορεί. Σχεδόν πάντα. Και με ταξί. Αλλά και με τα μέσα μεταφοράς. Θέλει να βλέπει ανθρώπους, πρόσωπα, να αποτυπώνει συναισθήματα, στιγμές, εκφράσεις, δημιουργώντας τη δική της προσωπική «συλλογή».
Για τη Γιάννα είπαν ότι είναι «η Ελληνίδα Τζάνις Τζόπλιν», ίσως γιατί είναι ροκ και ασυμβίβαστη όπως η Τζόπλιν. Το κορίτσι με τη φυσαρμόνικα. Έμαθε να παίζει από τον ξαδερφό της, καθώς τον άκουγε να παίζει από το διπλανό τοίχο σε ένα διαμέρισμα των Αμπελοκήπων. Ο Χατζιδάκις είπε ότι είναι «η Πασιονάρια της Εθνικής οδού».
Ξεκίνησε επαγγελματικά παίζοντας φυσαρμόνικα δίπλα στη Σοφία Βέμπο. Εκτίμησαν το ταλέντο της και την πήραν. Δεν τραγουδούσε τότε, έπαιζε όμως καλή φυσαρμόνικα.
«Δεν πατάω τα φύλλα όταν πέφτουν»
Σε μία από τις συνεντεύξεις της είχε πει πως αποφεύγει να πατάει ακόμα και τα φύλλα. «Το φθινόπωρο που πέφτουν τα φύλλα, δεν πατάω ποτέ μου ούτε ένα. Δεν ξέρεις τι μπορεί να κρύβουν». Παραδέχτηκε όμως ότι την «πάτησαν». Οι άλλοι. Ότι πληγώθηκε πολύ επαγγελματικά. Γιατί πάντα στα προσωπικά της ήξερε να φεύγει όταν δεν τη σήκωνε μια σχέση.
Προτιμάει να ντύνεται στα μαύρα. Δεν πενθεί, εκφράζεται μέσα από το χρώμα.
Κάποια στιγμή, η Μαλβίνα Κάραλη είχε πει για εκείνη: «Ποια είναι αυτή με το σκαμμένο πρόσωπο και με αυτή τη φωνή; Μέσα σε αυτές τις ρυτίδες είναι όλη της η ζωή». Τη φράση αυτή την επικαλείται συχνά σε κουβέντες ή συνεντεύξεις της. Και συνεντεύξεις δεν δίνει συχνά. Είναι κάτι που η ίδια έχει επιλέξει. Πάντοτε ήθελε να κάνει μικρά και σταθερά βήματα. Να είναι διαχρονική και να κινείται σιγά-σιγά. Ευχαριστεί το Θεό που της άφησε τη φωνή παρά το γεγονός ότι βρίσκεται στο κατώφλι των 90 χρόνων της. «Μεγάλωσα, δε γέρασα», συνηθίζει να λέει.
Στους Αμπελόκηπους ζει ακόμα και σήμερα. Που ακόμα και αν τα τσιμέντα κάλυψαν τον ουρανό της πόλης, εκείνη συνεχίζει να λέει «Καλημέρα». Χαιρετάει το χασάπη, το φούρναρη, τον περιπτερά. Τους ανθρώπους της γειτονιάς της. Και στο μυαλό της έχει μια άλλη Αθήνα.
Το τραγούδι δεν το διάλεξε, έμαθε να ζει μέσα σ’ αυτό. Μικρή έσπαγε πιάτα στο σπίτι της, ακούγοντας μουσική το ραδιόφωνο του πατέρα της. Δηλώνει αυθεντική. Είναι αυθεντική. Ατίθαση και ροκ. «Αυθάδης» προς το σύστημα.
Πρόσφατα χαιρέτησε την Αρλέτα στο πρώτο νεκροταφείο. Έβγαλε τη φυσαρμόνικα και άρχισε να παίζει το «Πόσο Λυπάμαι» που πρώτη ερμήνευσε η Βέμπο. Η Γιάννα ήταν πιστή στο ραντεβού της. Κι ας της την «έσκασε», όπως είπε, η Αρλέτα.
Σε άλλη αποστροφή του λόγου της, μιλάει για αξιοπρέπεια. Αυτό που λέει είναι πως με αξιοπρέπεια βάδισε και η ίδια όσα χρόνια πορεύεται στο τραγούδι. Πρέπει να είναι πάνω από πέντε δεκαετίες.
Συνεργάστηκε με μεγάλους της πίστας. Σε πολυσύχναστα κέντρα της εποχής στην Εθνική Οδό. Στην παραλιακή και στην Πλάκα. Συμπορεύτηκε με την Καίτη Γκρέυ και τη Ρίτα Σακελαρίου. Με τον Απόστολο Καλδάρα που ακόμα και μετά θάνατον συνεχίζει να αποκαλεί «κύριο».
Με το Βασίλη Τσιτσάνη, τη Μαρινέλλα, τη Τζένη Βάνου. Με το Διονυσίου, το Βοσκόπουλο και τον Πουλόπουλο στο Χρυσό Βαρέλι της παραλιακής, στις Τζιτζιφιές που κάποτε ήταν στη μόδα. Τότε που καθόταν δεύτερη φωνή, πίσω από τους διάσημους του τραγουδιού. Πριν ακόμα ο κόσμος στραφεί στην άλλη πλευρά της παραλιακής και η διασκέδαση μεταφερθεί στο Ελληνικό και τη Γλυφάδα.
Ποτέ δεν έγινε «πρώτο βιολί»
Ποτέ της δεν επιδίωξε να γίνει «πρώτο βιολί». Αυτό υποστηρίζει η ίδια. Και η λέξη καριέρα δεν την εκφράζει. Για ‘κείνη υπάρχει η λέξη πορεία, διαδρομή. Στη Γιώτα Γιαννέλου όπως είναι το πραγματικό της όνομα, δεν ταίριαξε ποτέ ο χρυσός. Ίσως γιατί εκείνη διάλεγε το χαλκό, όπως είχε πει σε παλαιότερη συνέντευξή της στην ΕΡΤ. «Ο χαλκός έχει πιο σκληρό κράμα», δήλωνε με νόημα.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε απέναντι από την Αγία Τριάδα των Αμπελοκήπων. Η μάνα της Μικρασιάτισσα, πέθανε νωρίς και εκείνη μεγάλωσε με τον πατέρα της. Ταξιτζής εκείνος, ντόμπρος όπως έχει πει η Γιώτα Γιάννα για τον πατέρα της. Και ίσως εκείνος που την έκανε να κοιτάζει τον άλλον στα μάτια όταν του μιλάει.
Στο βιβλίο του «Το μονόπρακτο της Σεβάς Χανούμ», ο ποιητής, Γιώργος Χρονάς, της αφιέρωσε «Το βελούδινο υπόγειο της Γιώτας Γιάννα». Σε δύο ή τρεις προτάσεις δεν θα μπορούσε να περιγράφει κανείς καλύτερα αυτό που ακριβώς η ίδια είναι… «Πολλές φορές άνθρωποι μου χτυπούσαν τον ώμο για να γυρίσω, να δημιουργήσουμε μαζί κάτι καλύτερο για την καριέρα μου, γιατί θα μπορούσα να έχω καριέρα, κι εγώ άνοιγα χώρο να περάσουν. Και συνέχιζα το δρόμο μου. Ήμουν σε άλλο φεγγάρι» .
Η λιπόσαρκη τραγουδίστρια με το σκαμμένο πρόσωπο έβγαλε για πρώτη φορά δίσκο μετά τα 80 της χρόνια. «Τα μάτια της Γιώτας Γιάννα», ο τίτλος του δίσκου που κυκλοφόρησε το 2013. Ίσως γιατί ποτέ της δεν συμβιβάστηκε. Ποτέ της δεν κυνήγησε τα στρας της έκθεσης, και τη βιτρίνα του τραγουδιού. Κινείται ακόμα και σήμερα στο περιθώριο της μουσικής σκηνής. Για να μην υποταγεί σε δισκογραφικές και στις δυσβάσταχτες ρήτρες συμβολαίων που θα την καθιστούσαν ανελεύθερη.
Κυκλοφορεί χωρίς αυτοκίνητο. Ποτέ της δεν οδήγησε αυτοκίνητο. Κυρίως με ποδήλατο κυκλοφορεί. Σχεδόν πάντα. Και με ταξί. Αλλά και με τα μέσα μεταφοράς. Θέλει να βλέπει ανθρώπους, πρόσωπα, να αποτυπώνει συναισθήματα, στιγμές, εκφράσεις, δημιουργώντας τη δική της προσωπική «συλλογή».
Για τη Γιάννα είπαν ότι είναι «η Ελληνίδα Τζάνις Τζόπλιν», ίσως γιατί είναι ροκ και ασυμβίβαστη όπως η Τζόπλιν. Το κορίτσι με τη φυσαρμόνικα. Έμαθε να παίζει από τον ξαδερφό της, καθώς τον άκουγε να παίζει από το διπλανό τοίχο σε ένα διαμέρισμα των Αμπελοκήπων. Ο Χατζιδάκις είπε ότι είναι «η Πασιονάρια της Εθνικής οδού».
Ξεκίνησε επαγγελματικά παίζοντας φυσαρμόνικα δίπλα στη Σοφία Βέμπο. Εκτίμησαν το ταλέντο της και την πήραν. Δεν τραγουδούσε τότε, έπαιζε όμως καλή φυσαρμόνικα.
«Δεν πατάω τα φύλλα όταν πέφτουν»
Σε μία από τις συνεντεύξεις της είχε πει πως αποφεύγει να πατάει ακόμα και τα φύλλα. «Το φθινόπωρο που πέφτουν τα φύλλα, δεν πατάω ποτέ μου ούτε ένα. Δεν ξέρεις τι μπορεί να κρύβουν». Παραδέχτηκε όμως ότι την «πάτησαν». Οι άλλοι. Ότι πληγώθηκε πολύ επαγγελματικά. Γιατί πάντα στα προσωπικά της ήξερε να φεύγει όταν δεν τη σήκωνε μια σχέση.
Προτιμάει να ντύνεται στα μαύρα. Δεν πενθεί, εκφράζεται μέσα από το χρώμα.
Κάποια στιγμή, η Μαλβίνα Κάραλη είχε πει για εκείνη: «Ποια είναι αυτή με το σκαμμένο πρόσωπο και με αυτή τη φωνή; Μέσα σε αυτές τις ρυτίδες είναι όλη της η ζωή». Τη φράση αυτή την επικαλείται συχνά σε κουβέντες ή συνεντεύξεις της. Και συνεντεύξεις δεν δίνει συχνά. Είναι κάτι που η ίδια έχει επιλέξει. Πάντοτε ήθελε να κάνει μικρά και σταθερά βήματα. Να είναι διαχρονική και να κινείται σιγά-σιγά. Ευχαριστεί το Θεό που της άφησε τη φωνή παρά το γεγονός ότι βρίσκεται στο κατώφλι των 90 χρόνων της. «Μεγάλωσα, δε γέρασα», συνηθίζει να λέει.
Στους Αμπελόκηπους ζει ακόμα και σήμερα. Που ακόμα και αν τα τσιμέντα κάλυψαν τον ουρανό της πόλης, εκείνη συνεχίζει να λέει «Καλημέρα». Χαιρετάει το χασάπη, το φούρναρη, τον περιπτερά. Τους ανθρώπους της γειτονιάς της. Και στο μυαλό της έχει μια άλλη Αθήνα.
Το τραγούδι δεν το διάλεξε, έμαθε να ζει μέσα σ’ αυτό. Μικρή έσπαγε πιάτα στο σπίτι της, ακούγοντας μουσική το ραδιόφωνο του πατέρα της. Δηλώνει αυθεντική. Είναι αυθεντική. Ατίθαση και ροκ. «Αυθάδης» προς το σύστημα.
Πρόσφατα χαιρέτησε την Αρλέτα στο πρώτο νεκροταφείο. Έβγαλε τη φυσαρμόνικα και άρχισε να παίζει το «Πόσο Λυπάμαι» που πρώτη ερμήνευσε η Βέμπο. Η Γιάννα ήταν πιστή στο ραντεβού της. Κι ας της την «έσκασε», όπως είπε, η Αρλέτα.