Τρία κορίτσια που κατάφεραν να αυτομολήσουν από τη Βόρεια Κορέα διηγούνται λεπτομέρειες της μαρτυρικής ζωής...
στη χώρα, θυμούνται τις εκτελέσεις, την πείνα, και περιγράφουν με λεπτομέρειες την κινηματογραφική απόδρασή τους.
Πρόκειται για τις Χαϊόνσιο Λι, η Ζιου-Γιον Τσόι και Γεόνµι Παρκ, που έζησαν τον µεγάλο λιµό και τη φρίκη στη Βόρεια Κορέα µοιράζονται τις δικές τους ανατριχιαστικές ιστορίες από τη χώρα των Κιµ.
«Βαθιά µέσα µου ήξερα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ωστόσο εµείς οι Βορειοκορεάτες έχουµε εξειδικευτεί στο να λέµε ψέματα ακόµη και στον εαυτό µας. Ήταν φυσιολογικό να βλέπεις πτώµατα να επιπλέουν στο ποτάµι ή πεταµένα στις χωµατερές, φυσιολογικό να προσπερνάς έναν άγνωστο που εκλιπαρεί για βοήθεια», λέει η Γεόνµι Παρκ.
Η Χαϊόνσιο Λι είδε την πρώτη της εκτέλεση στην ηλικία των εφτά ετών, ενώ η Ζιου-Γιον Τσόι μισούσε το γεγονός ότι ακόµη και τα ρούχα που φορούσαν, έπρεπε να τα εγκρίνει η κυβέρνηση, η οποία είχε απαγορεύσει τα έντονα χρώµατα.
Σε ηλικία 7 ετών είδε την πρώτη της δηµόσια εκτέλεση, µια υποχρεωτική ρουτίνα για µαθητές δηµοτικού. «Μεγάλωνα µε την πεποίθηση ότι η χώρα µου είναι η καλύτερη στον κόσµο. Τραγουδούσαµε το εθνικό άσµα «∆εν έχω τίποτα να ζηλέψω» και η αλήθεια είναι ότι δεν είχα πεινάσει ποτέ. Μέχρι που µια µέρα αυτό άλλαξε».
Γεννημένη το 1980, η Λι κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά όταν έζησε τον µεγάλο λιµό της Βόρειας Κορέας, µε την κυβέρνηση να δίνει προτεραιότητα στη σίτιση του Στρατού αφήνοντας παιδιά να πεθαίνουν. Φυγαδεύτηκε στην Κίνα το 1997 και δέκα δύσκολα χρόνια αργότερα εγκαταστάθηκε στη Νότια Κορέα, όπου ζει σήµερα µε τον αµερικανό σύζυγό της. Η οµιλία της στο TED έχει πάνω από 4 εκατοµµύρια views στο YouTube. Είναι συγγραφέας του βιβλίου «The Girl With Seven Names: a North Korean Defector’s Story» (εκδ. Harper Collins).
Στο βιβλίο της η Λι περιγράφει την πρώτη φορά που είδε μια εκτέλεση : «Ηταν 20άρης, µε οικονοµική άνεση και δηµοφιλής στα κορίτσια. Το έγκληµά του ήταν ότι βοηθούσε ανθρώπους που ήθελαν να αυτοµολήσουν στην Κίνα και ότι πουλούσε απαγορευµένα αγαθά. Βέβαια το αληθινό του παράπτωµα ήταν ότι συνέχιζε την παράνοµη δραστηριότητά του κατά την περίοδο πένθους που είχε επιβληθεί στη χώρα µετά τον θάνατο του ηγέτη Κιµ Ιλ Σουνγκ.
Θα τον πυροβολούσαν µαζί µε άλλους τρεις στο Αεροδρόµιο Hyesan, έναν συνήθη χώρο εκτελέσεων. Τους έφεραν µε φορτηγάκι µπροστά σε ένα µεγάλο πλήθος που περίµενε στην ανυπόφορη ζέστη. Μια οµάδα αστυνοµικών έσυρε τον νεαρό στην εξέδρα, οι µύτες των ποδιών του διέγραφαν το χώµα και φαινόταν πεθαµένος ήδη. Εδεσαν τους µελλοθάνατους σε έναν στύλο, ξεκίνησαν µια «δίκη του λαού» µε συνοπτικές διαδικασίες και ο δικαστής ρώτησε τα θύµατα αν είχαν κάποια τελευταία επιθυµία, ερώτηση στην οποία δεν περίµενε καµία απάντηση, καθώς οι άνδρες είχαν φιµωθεί, µε το στόµα τους γεµάτο πέτρες, µην τυχόν και βλαστηµήσουν το καθεστώς πεθαίνοντας.
Τρεις σκοπευτές πήραν θέση. Ο θόρυβος έσκισε τον ξηρό αέρα, έπεσαν τρεις πυροβολισµοί: ο πρώτος στο κεφάλι, ο δεύτερος στο στήθος, ο τρίτος στο στοµάχι. Το κεφάλι του αγοριού από τη γειτονιά µου εξερράγη, αφήνοντας έναν λεπτό ροζ καπνό. Η οικογένειά του είχε αναγκαστεί να βλέπει».
Στη συνέχεια περιγράφει πώς για πρώτη φορά ήρθε σε επαφή με το λιμό: «Λίγες µέρες αργότερα είδα για πρώτη φορά τι σηµαίνει πείνα. Στην αγορά έξω από έναν σταθµό τραίνου στο Hyesan, µια γυναίκα καθόταν στο χώµα αγκαλιά µε το µωρό της. Ηταν χλωµοί, αποστεωµένοι και ντυµένοι µε κουρέλια. Το πρόσωπο και τα µαλλιά της γυναίκας ήταν σκεπασµένα µε βρωµιά. Φαινόταν άρρωστη. Ο κόσµος τούς προσπερνούσε σαν να ήταν αόρατοι.
Εγώ όµως δεν µπορούσα να τους αγνοήσω. Αφησα ένα χαρτονόµισµα των 100 γουόν στην ποδιά του µωρού. Σκέφτηκα ότι ήταν ανώφελο να το δώσω στη µητέρα. Τα µάτια της ήταν θολά, το βλέµµα της δεν εστίαζε πουθενά. ∆εν µε έβλεπε. Υπέθεσα ότι θα πέθαινε. Τα χρήµατα θα τους εξασφάλιζαν φαγητό για µερικές ηµέρες.
«Εσωσα ένα µωρό σήµερα», είπα στη µητέρα µου όταν γύρισα σπίτι. “Τι εννοείς;” της είπα τι έκανα και γύρισε έξαλλη. «Είσαι χαζή; Πώς µπορεί ένα µωρό να αγοράσει οτιδήποτε; Τώρα κάποιος κλέφτης θα έχει πάρει λεφτά από εκεί. Επρεπε να τους αγοράσεις φαγητό». Είχε δίκιο και ένιωσα ένοχη».
Μια… κινηματογραφική απόδραση
Το 2007, σε ηλικία 13 ετών, η Γιόνµι και η µητέρα της αποφάσισαν να γλιτώσουν από την πείνα και τις βαρβαρότητες δραπετεύοντας στην Κίνα. Αυτό όµως δεν ήταν καθόλου απλό. Περιγράφει την εµπειρία της στο βιβλίο της «In order to Live: A North Korean Girl’s Journey to Freedom» (εκδ. Penguin).
Η Γεόνμι Παρκ περιγράφει με λεπτομέρειες την προσπάθεια της ίδιας και της μητέρας της να αποδράσουν από τη Βόρεια Κορέα: «Την κρύα νύχτα της 31ης Μαρτίου του 2007, η µητέρα µου κι εγώ κατηφορίσαµε την απότοµη, βραχώδη όχθη του παγωµένου ποταµού Γιάλου, που χωρίζει τη Βόρειο Κορέα από την Κίνα. Υπήρχαν περιπολίες πίσω µας και µπροστά µας και φύλακες κάθε 100 µέτρα έτοιµοι να πυροβολήσουν όποιον επιχειρήσει να περάσει τα σύνορα. Ηµουν 13 ετών και ζύγιζα µόλις 27 κιλά.
Περάσαµε απέναντι, αλλά δεν υπήρχε χρόνος να ξεκουραστούµε. Είχαµε καταφέρει να ξεφύγουµε από τους Βορειοκορεάτες στρατιώτες αλλά οι κινεζικές περιπολίες θα µπορούσαν να µας εντοπίσουν ανά πάσα στιγµή και να µας στείλουν πίσω. Ο οδηγός µάς είπε να συνεχίσουµε να κινούµαστε στην παγωµένη όχθη και τον ακολουθήσαµε µέχρι µια σκοτεινή παράγκα. Εκεί µας περίµενε ένας φαλακρός, βαρύς άνδρας. Ο οδηγός έµεινε µαζί µου, ενώ ο διακινητής τράβηξε τη µητέρα µου πιο πέρα. Την άκουσα να φωνάζει, να τον ικετεύει και µετά κάτι απαίσιους ήχους που δεν είχα ακούσει ποτέ ξανά. ∆εν έµαθα τι είχε γίνει παρά µόνο πολύ αργότερα: ο διακινητής είπε στη µητέρα µου ότι ήθελε να κάνει σεξ µαζί µου. Εκείνη του είπε ψέµατα ότι είµαι άρρωστη, ότι δήθεν έχω εγχειριστεί πρόσφατα και υπάρχει κίνδυνος να σπάσουν τα ράµµατα, αλλά ούτε αυτό φαινόταν να τον σταµατάει. Οταν η µητέρα µου άρχισε να φωνάζει “Οχι! ∆εν µπορείς να το κάνεις» εκείνος απείλησε ότι θα µας στείλει πίσω αν κάνουµε φασαρία. “∆εν θα κάνουµε καµία φασαρία. Πάρε εµένα αντί για το παιδί”, του είπε ήρεµα η µητέρα µου. Την έσπρωξε σε µια βρώµικη κουβέρτα στο έδαφος και τη βίασε.
Λίγο αργότερα φάνηκε ένα αυτοκίνητο και µπήκαµε όλοι µέσα. Ενιωθα ότι κάτι κακό είχε συµβεί αλλά δεν καταλάβαινα. «ι έγινε;», ρώτησα τη µαµά µου. «Τίποτα, µην ανησυχείς», µε καθησύχασε αλλά η φωνή της έτρεµε. Καθώς δεν ήµουν συνηθισµένη να ταξιδεύω µε αυτοκίνητο, µε έπιασε ναυτία. Η µητέρα µου µε έβαλε να ξαπλώσω στα πόδια της και µου κρατούσε σφιχτά τα χέρια αλλά όταν πήραµε τη στροφή ανηφορίζοντας µου είπε να σηκωθώ να κοιτάξω: από το παράθυρο φαίνονταν τα σκοτεινά κτίρια στην όχθη της Βόρειας Κορέας. «Κοίτα, Γεόνµι. Αυτή µπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις το σπίτι σου»».
Φιλοδοξεί να γίνει υπουργός ενοποίησης
Η 25χρονη σήµερα Τσόι δραπέτευσε από τη Βόρεια Κορέα το 2015. Εµφανίζεται συχνά σε εκποµπές της νοτιοκορεάτικης τηλεόρασης που αναφέρονται σε αυτοµολήσεις. Ελπίζει να µπορέσει να σπουδάσει ∆ιεθνείς Σχέσεις και µια µέρα να γίνει υπουργός της Ενοποίησης.
«Ξεκίνησα να βλέπω νοτιοκορέατικα σίριαλ όταν ήµουν 11 χρονών. Ο θείος µου έφερνε παράνοµα τις βιντεοκασέτες από την Κίνα. Αυτές έγιναν το αρχικό µου κίνητρο να αποδράσω. Μου έκανε εντύπωση που όλοι στη Νότια Κορέα ταξίδευαν χωρίς κανένα πρόβληµα, καθώς στη δική µου χώρα τα ταξίδια δεν ήταν για τους απλούς πολίτες. Θυµάµαι µια ταινία όπου ένας τύπος πουλούσε ασφάλειες, δηλαδή κάτι αόρατο. ∆εν µπορούσα να καταλάβω τη δουλειά του. Στη Βόρεια Κορέα δεν είχαµε ασφαλιστές, ούτε πιστωτικές κάρτες.
Ακόµη και τα ρούχα που φοράµε έπρεπε να τα εγκρίνει η κυβέρνηση – και το µισούσα αυτό. Απαγορεύονται τα έντονα χρώµατα. Αν είσαι φοιτήτρια στο πανεπιστήµιο, τα µαλλιά σου δεν πρέπει να ξεπερνούν τα πέντε εκατοστά κάτω από το αυτί σου. Αν πλέξεις τα µαλλιά σου, δεν πρέπει να είναι πιο µακριά από 20 πόντους.
Θυµάµαι την πρώτη µέρα που περπατούσα στον δρόµο στη Νότια Κορέα, αφότου αυτοµόλησα και µου φαινόταν ότι ζω µέσα στις ταινίες που έβλεπα µικρή. Για έξι µήνες είχα την ίδια αίσθηση ότι ζω ένα όνειρο. Φέτος ψήφισα για πρώτη φορά, στις προεδρικές εκλογές. Αυτό κι αν ήταν εµπειρία».
Πλήρωσε με τη ζωή του την κλοπή μιας αφίσας
Στις 13 Ιουνίου ο 22χρονος αµερικανός Οτο Γουόρµπιερ επέστρεψε αεροπορικώς σε κωµατώδη κατάσταση στις Ηνωµένες Πολιτείες από τη Βόρεια Κορέα, όπου είχε παραµείνει φυλακισµένος για 17 µήνες.
Στις 13 Ιουνίου ο 22χρονος αµερικανός Οτο Γουόρµπιερ επέστρεψε αεροπορικώς σε κωµατώδη κατάσταση στις Ηνωµένες Πολιτείες από τη Βόρεια Κορέα, όπου είχε παραµείνει φυλακισµένος για 17 µήνες.
∆εν ανένηψε ποτέ. Έξι µέρες αργότερα πέθανε σε νοσοκοµείο του Σινσινάτι όπου νοσηλευόταν. Οι γιατροί διαπίστωσαν ότι παρουσίαζε εκτεταµένη απώλεια εγκεφαλικού ιστού, κάτι που αποδίδεται στην κακή οξυγόνωση του εγκεφάλου για µεγάλο διάστηµα.
Ο φοιτητής είχε επισκεφθεί τη Βόρεια Κορέα για 5 ηµέρες τον Ιανουάριο του 2016 µε οργανωµένο γκρουπ τουριστικού γραφείου και µε τελικό προορισµό το Χονγκ Κονγκ όπου θα συνέχιζε τις σπουδές του. Συνελήφθη στο αεροδρόµιο πριν από την αναχώρησή του µε την κατηγορία ότι έκλεψε από τον τοίχο ξενοδοχείου της Πιονγκγιάνγκ αφίσα που εικόνιζε τον Κιµ Γιονγκ-Ιλ, πατέρα του σηµερινού ηγέτη της Βόρειας Κορέας Κιµ Γιονγκ Ουν. Παρά τη σπαραχτική, δηµόσια έκκλησή του για συγχώρεση, καταδικάστηκε από το Ανώτατο ∆ικαστήριο σε 15ετή φυλάκιση και καταναγκαστικά έργα. Κανείς δεν είχε νέα του µέχρι την απόφαση των Βορειοκορεατών να τον απελευθερώσουν για «ανθρωπιστικούς λόγους».
Ξένοι κρατούµενοι παρελαύνουν συχνά από την εθνική τηλεόραση γα λόγους παραδειγµατισµού, λέει η Τσόι, αλλά ποτέ δεν µεταδίδεται κάτι για την απελευθέρωσή τους. Τέσσερις ακόµη ξένοι πολίτες κρατούνται αυτή τη στιγµή στη Βόρεια Κορέα. Η τύχη τους παραµένει άγνωστη.