Πολιτική παρά οικονομική θεωρεί την απόφαση εξόδου της χώρας στις αγορές, ο πρόεδρος του ΕΒΕΠ και της ΕΣΕΕ Βασίλης Κορκίδης, ο οποίος...
σημειώνει τα εξής."Το βιβλίο προσφορών για τη συμμετοχή των επενδυτών στην έκδοση ελληνικού ομολόγου πενταετούς διάρκειας, μπορεί να έκλεισε, αλλά άνοιξε η συζήτηση για τη πολιτική παρά οικονομική κίνηση της κυβέρνησης να βγει δοκιμαστικά στις αγορές.
Με ανακοίνωσή προς το
ελληνικό Χρηματιστήριο, το ελληνικό Δημόσιο έδωσε εντολή στις έξι ανάδοχες
τράπεζες για την έκδοση πενταετούς ομολόγου που είχε αποδέκτες τόσο τους
κατόχους του ομολόγου έκδοσης 2014 και λήξεως του 2019, όσο και νέους
επενδυτές. Η εκκαθάριση της συναλλαγής και οι τελικές ανακοινώσεις της
κατανομής των νέων τίτλων στους κατόχους τους θα γίνουν την 1η Αυγούστου.
Στόχος ήταν το Ελληνικό Δημόσιο να αντλήσει το ποσό των 3 δις ευρώ, παρά τις ενδείξεις ότι το επιτόκιο της έκδοσης θα ήταν συγκριτικά ακριβό για τη χώρα μας. Η εικόνα που είχε διαμορφωθεί, παρέπεμπε άλλωστε σε επιτόκιο πολλαπλάσιο του μέσου επιτοκίου 1,2% με το οποίο δανειζόμαστε σήμερα από τον ΕSM και μάλιστα σε μία χρονική περίοδο που ως γνωστό, οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας έχουν καλυφθεί για το διάστημα έως και το τέλος του έτους. Η Ελλάδα αποφάσισε την έξοδο στις αγορές, ύστερα από την πρόσφατη εκταμίευση της δόσης των 7,7 δισ. ευρώ και παρά τις προειδοποιήσεις που είχε δεχθεί όλο το προηγούμενο διάστημα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το ΔΝΤ. Επιφυλάξεις είχαν εκφράσει και οι επίσημοι πιστωτές, θεωρώντας πως η έξοδος στις αγορές πρέπει να είναι μέρος ενός ολοκληρωμένου σχεδίου που προϋποθέτει την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων του προγράμματος οικονομικής πολιτικής. Επίσης πολλοί διατύπωσαν τον φόβο ότι το επιτόκιο της έκδοσης θα είναι υψηλό, χωρίς να εξασφαλίζει την αποκατάσταση μιας σταθερής και βιώσιμης σχέσης της Ελλάδας με τις αγορές, εάν δεν υπάρχει συνέπεια και συνέχεια. Η κυβέρνηση από τη πλευρά της, θεωρεί καλύτερη των προσδοκιών την απόδοση του επιτοκίου, αφού είναι μικρότερη από το 4,95% που ήταν το κόστος της προηγούμενης έκδοσης το 2014. Στην πραγματικότητα, βέβαια η σύγκριση θα έπρεπε να γίνει στα επίπεδα του 4,25%, λαμβάνοντας υπόψη τη διαφορά των spreads τότε και σήμερα ανάμεσα στα ελληνικά και τα γερμανικά ομόλογα. Σύμφωνα με πληροφορίες, κατά τις πρώτες ώρες μετά το άνοιγμα του βιβλίου των προσφορών, η απόδοση του νέου πενταετούς ομολόγου είχε διαμορφωθεί στο 4,875%, για να κινηθεί στη συνέχεια χαμηλότερα στο 4,75%.
Όταν όμως ολοκληρώθηκαν τα δύο σκέλη της δημόσιας προσφοράς και αφού οι προσφορές στο κλείσιμο ξεπερνούσαν τα 6,67 δις ευρώ, η τιμολόγηση της έκδοσης έκλεισε με επιτόκιο στο 4,625% και κουπόνι 4,375%. Στο τέλος λοιπόν της ημέρας, οι εκτιμήσεις όλων, για τη υπερκάλυψη της έκδοσης, επιβεβαιώθηκαν, λόγω του ελκυστικού επιτοκίου στους ξένους επενδυτές. Ενδιαφέρον πάντως παρουσιάζει η αυξημένη διάθεση ανταλλαγής ομολόγων λήξης του 2019 με νέα λήξης του 2022, με τη σχέση να κινείται περίπου στο 1 προς 1.
Στην ανταλλαγή των ομολόγων που λήγουν το 2019 συμμετείχαν οι τρείς συστημικές τράπεζες, Εθνική, Alpha και Eurobank με προσφορές συνολικά 1 δις ευρώ, πλην της Πειραιώς, η οποία δεν διαθέτει ομόλογα αυτής της σειράς. Ίσως μάλιστα, να ανοίγει ένα παράθυρο για τις συστημικές τράπεζες να αντλήσουν ρευστότητα και να τη διοχετεύσουν στη πραγματική οικονομία. Το θέμα για τους ανθρώπους της αγοράς δεν είναι η Ελλάδα να ταράξει τα νερά, αλλά να μπορέσει μετά από τρία χρόνια να κολυμπήσει στα ταραγμένα νερά των αγορών.
Σημειωτέον δε, ότι παρά την έξοδο στις αγορές, το ΧΑΑ έκλεισε με αρνητικό πρόσημο -0,71%. Μακάρι, η απόφαση εξόδου της Ελλάδας στις αγορές, να αποδειχθεί χρονικά ορθή, να βγούμε από την απομόνωση και να έχει θετική επίδραση στην αύξηση του μεγέθους της οικονομίας μας, που είναι άλλωστε το βασικό ζητούμενο".
Στόχος ήταν το Ελληνικό Δημόσιο να αντλήσει το ποσό των 3 δις ευρώ, παρά τις ενδείξεις ότι το επιτόκιο της έκδοσης θα ήταν συγκριτικά ακριβό για τη χώρα μας. Η εικόνα που είχε διαμορφωθεί, παρέπεμπε άλλωστε σε επιτόκιο πολλαπλάσιο του μέσου επιτοκίου 1,2% με το οποίο δανειζόμαστε σήμερα από τον ΕSM και μάλιστα σε μία χρονική περίοδο που ως γνωστό, οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας έχουν καλυφθεί για το διάστημα έως και το τέλος του έτους. Η Ελλάδα αποφάσισε την έξοδο στις αγορές, ύστερα από την πρόσφατη εκταμίευση της δόσης των 7,7 δισ. ευρώ και παρά τις προειδοποιήσεις που είχε δεχθεί όλο το προηγούμενο διάστημα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το ΔΝΤ. Επιφυλάξεις είχαν εκφράσει και οι επίσημοι πιστωτές, θεωρώντας πως η έξοδος στις αγορές πρέπει να είναι μέρος ενός ολοκληρωμένου σχεδίου που προϋποθέτει την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων του προγράμματος οικονομικής πολιτικής. Επίσης πολλοί διατύπωσαν τον φόβο ότι το επιτόκιο της έκδοσης θα είναι υψηλό, χωρίς να εξασφαλίζει την αποκατάσταση μιας σταθερής και βιώσιμης σχέσης της Ελλάδας με τις αγορές, εάν δεν υπάρχει συνέπεια και συνέχεια. Η κυβέρνηση από τη πλευρά της, θεωρεί καλύτερη των προσδοκιών την απόδοση του επιτοκίου, αφού είναι μικρότερη από το 4,95% που ήταν το κόστος της προηγούμενης έκδοσης το 2014. Στην πραγματικότητα, βέβαια η σύγκριση θα έπρεπε να γίνει στα επίπεδα του 4,25%, λαμβάνοντας υπόψη τη διαφορά των spreads τότε και σήμερα ανάμεσα στα ελληνικά και τα γερμανικά ομόλογα. Σύμφωνα με πληροφορίες, κατά τις πρώτες ώρες μετά το άνοιγμα του βιβλίου των προσφορών, η απόδοση του νέου πενταετούς ομολόγου είχε διαμορφωθεί στο 4,875%, για να κινηθεί στη συνέχεια χαμηλότερα στο 4,75%.
Όταν όμως ολοκληρώθηκαν τα δύο σκέλη της δημόσιας προσφοράς και αφού οι προσφορές στο κλείσιμο ξεπερνούσαν τα 6,67 δις ευρώ, η τιμολόγηση της έκδοσης έκλεισε με επιτόκιο στο 4,625% και κουπόνι 4,375%. Στο τέλος λοιπόν της ημέρας, οι εκτιμήσεις όλων, για τη υπερκάλυψη της έκδοσης, επιβεβαιώθηκαν, λόγω του ελκυστικού επιτοκίου στους ξένους επενδυτές. Ενδιαφέρον πάντως παρουσιάζει η αυξημένη διάθεση ανταλλαγής ομολόγων λήξης του 2019 με νέα λήξης του 2022, με τη σχέση να κινείται περίπου στο 1 προς 1.
Στην ανταλλαγή των ομολόγων που λήγουν το 2019 συμμετείχαν οι τρείς συστημικές τράπεζες, Εθνική, Alpha και Eurobank με προσφορές συνολικά 1 δις ευρώ, πλην της Πειραιώς, η οποία δεν διαθέτει ομόλογα αυτής της σειράς. Ίσως μάλιστα, να ανοίγει ένα παράθυρο για τις συστημικές τράπεζες να αντλήσουν ρευστότητα και να τη διοχετεύσουν στη πραγματική οικονομία. Το θέμα για τους ανθρώπους της αγοράς δεν είναι η Ελλάδα να ταράξει τα νερά, αλλά να μπορέσει μετά από τρία χρόνια να κολυμπήσει στα ταραγμένα νερά των αγορών.
Σημειωτέον δε, ότι παρά την έξοδο στις αγορές, το ΧΑΑ έκλεισε με αρνητικό πρόσημο -0,71%. Μακάρι, η απόφαση εξόδου της Ελλάδας στις αγορές, να αποδειχθεί χρονικά ορθή, να βγούμε από την απομόνωση και να έχει θετική επίδραση στην αύξηση του μεγέθους της οικονομίας μας, που είναι άλλωστε το βασικό ζητούμενο".