Το 35,6% του πληθυσμού της χώρας, ήτοι 3.789.300 άτομα, βρίσκεται αντιμέτωπο με τον κίνδυνο της φτώχειας ή τον... κοινωνικό αποκλεισμό.
Αυτό αναφέρουν τα στοιχεία της Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών 2016 της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής.
Σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά παρουσιάζεται μικρή μείωση, 35,7% του πληθυσμού, δηλαδή 3.828.500 άτομα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ ο κίνδυνος της φτώχειας ή του κοινωνικού αποκλεισμού είναι υψηλότερος για τα άτομα ηλικίας 18-64 ετών, με ποσοστό 39,7%.
Ο πληθυσμός ηλικίας 18-64 ετών που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό εκτιμάται για τους Έλληνες σε 38,0% και για τους αλλοδαπούς που διαμένουν στην Ελλάδα σε 59,7%
Ο πληθυσμός ηλικίας 18-64 ετών που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό εκτιμάται για όσους διαμένουν στην Ελλάδα, αλλά γεννήθηκαν σε άλλη χώρα, σε 58,1%.
Το ποσοστό του πληθυσμού, που ενώ δε βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, διαβιεί σε νοικοκυριά με υλική στέρηση αλλά χωρίς χαμηλή ένταση εργασίας ανέρχεται σε 8,4%.
Το ποσοστό του πληθυσμού, που δε βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, και διαβιεί σε νοικοκυριά χωρίς υλική στέρηση αλλά με χαμηλή ένταση εργασίας ανέρχεται σε 4,9%.
Το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας αλλά διαβιεί σε νοικοκυριά χωρίς υλική στέρηση και χωρίς χαμηλή ένταση εργασίας ανέρχεται σε 6,7%.
Τα όρια της φτώχειας
Όπως σημειώνει η ΕΛΣΤΑΤ, το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 4.500 ευρώ ετησίως ανά άτομο και σε 9.450 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών και ορίζεται στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο εκτιμήθηκε σε 7.500 ευρώ, ενώ το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της χώρας σε 14.932 ευρώ.
Το έτος 2016, το 21,2% του συνολικού πληθυσμού της χώρας ήταν σε κίνδυνο φτώχειας. Ο παραπάνω δείκτης που κατά το 2005 ανερχόταν στο 19,6%, σημείωσε αυξητική πορεία έως το 2012 όπου εκτιμήθηκε στο 23,1%, ενώ άρχισε να μειώνεται από το 2014.
Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 832.065 σε σύνολο 4.168.784 νοικοκυριών και τα μέλη τους σε 2.262.808 στο σύνολο των 10.651.929 ατόμων του πληθυσμού της χώρας.
Ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά ηλικίας 0-17 ετών ανέρχεται σε 26,3% σημειώνοντας μείωση κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2015, ενώ είναι υψηλότερος κατά 5,1 ποσοστιαίες μονάδες από το αντίστοιχο ποσοστό του συνολικού πληθυσμού.
Ο κίνδυνος φτώχειας για άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών ανέρχεται σε 12,4% παρουσιάζοντας μείωση κατά 1,3 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2015.
Οι ευάλωτες ομάδες
Αύξηση σε σχέση με το 2015 σημείωσε το ποσοστό του πληθυσμού που απειλείται από τη φτώχεια, ως προς το σύνολο του πληθυσμού, στη περίπτωση των:
Εργαζομένων γυναικών κατά 1,3 ποσοστιαίες μονάδες (12,3%),
Ανέργων κατά 2,3 ποσοστιαίες μονάδες (47,1%).
Εργαζομένων γυναικών κατά 1,3 ποσοστιαίες μονάδες (12,3%),
Ανέργων κατά 2,3 ποσοστιαίες μονάδες (47,1%).
Η αύξηση αφορά και τα δύο φύλα με μεγαλύτερη αυτή των γυναικών
Νοικοκυριών με δύο ενήλικες και τρία ή περισσότερα εξαρτώμενα παιδιά κατά 2,4 ποσοστιαίες μονάδες (32,0%).
Νοικοκυριών με δύο ενήλικες και τρία ή περισσότερα εξαρτώμενα παιδιά κατά 2,4 ποσοστιαίες μονάδες (32,0%).
Νοικοκυριών με δύο ενήλικες κάτω των 65 ετών κατά 2,3 ποσοστιαίες μονάδες (20,1%).
Μειωμένο σε σχέση με το 2015 εμφανίζεται το ποσοστό του πληθυσμού που απειλείται από τη φτώχεια στην περίπτωση των:
Λοιπών μη οικονομικά ενεργών ανδρών κατά 2,8 ποσοστιαίες μονάδες (26,2%).
Λοιπών μη οικονομικά ενεργών ανδρών κατά 2,8 ποσοστιαίες μονάδες (26,2%).
Συνταξιούχων γυναικών κατά 1,2 ποσοστιαίες μονάδες και συνταξιούχων και των δύο φύλων κατά 1,1 ποσοστιαίες μονάδες (10,5% και 9,7% αντίστοιχα)
Νοικοκυριών με έναν ενήλικα κάτω των 65 ετών κατά 3,5 ποσοστιαίες μονάδες (24,3%).
Νοικοκυριών με μία ενήλικη γυναίκα κατά 2,9 ποσοστιαίες μονάδες (21,1%),
Νοικοκυριών με έναν ενήλικα κάτω των 65 ετών κατά 3,5 ποσοστιαίες μονάδες (24,3%).
Νοικοκυριών με μία ενήλικη γυναίκα κατά 2,9 ποσοστιαίες μονάδες (21,1%),
Υλική στέρηση
Παράλληλα, σε ξεχωριστή έρευνα για την Υλική Στέρηση και τις Συνθήκες Διαβίωσης η ΕΛΣΤΑΤ σημειώνει ότι η στέρηση βασικών αγαθών και υπηρεσιών δεν αφορά μόνο το φτωχό πληθυσμό αλλά και μέρος του μη φτωχού πληθυσμού.
Ειδικότερα, η ΕΛΣΤΑΤ σημειώνει ότι κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, και κυρίως από το 2009 και μετά, παρατηρείται αύξηση της υλικής στέρησης, δηλαδή αύξηση του πληθυσμού που, λόγω οικονομικών δυσκολιών, στερείται τεσσάρων τουλάχιστον βασικών αγαθών και υπηρεσιών.
Πιο συγκεκριμένα, το ποσοστό του πληθυσμού που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες με αποτέλεσμα να στερείται, τουλάχιστον, τέσσερις (4) από τις εννέα (9), συνολικά, διαστάσεις της υλικής στέρησης ανέρχεται σε 22,4% το 2016, ενώ το ποσοστό αυτό ήταν 22,2% το 2015, 21,5% το 2014, 20,3% το 2013, 19,5% το 2012 και 11,0% το 2009
Η αύξηση του ποσοστού το 2016, σε σχέση με το 2015, είναι μεγαλύτερη στην περίπτωση των παιδιών ηλικίας έως και 17 ετών (1,0 ποσοστιαία μονάδα) συγκριτικά με τις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες. Η υλική στέρηση των παιδιών ηλικίας έως και 17 ετών ανέρχεται για το 2016 σε 26,7%, ενώ το 2009 ήταν 11,9%
Για τα άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω, το ποσοστό στέρησης το 2016 ανήλθε σε 15,2% και παρέμεινε αμετάβλητο σε σχέση με το 2015. Το αντίστοιχο ποσοστό το 2009 ήταν 12,1%
Στα άτομα ηλικίας 18 έως 64 ετών το ποσοστό των ατόμων που στερούνται βασικών αγαθών και υπηρεσιών το 2016 ανέρχεται σε 23,7%.