Έχοντας κατηγορηθεί για πρόκληση εθισμού, παραισθήσεων και. σχιζοφρένειας, αγαπήθηκε για το σμαραγδένιο χρώμα του, τη ζάλη και την έμπνευση που χάριζε, γέννησε μύθους, έγινε θρύλος, απαγορεύθηκε και…
επέστρεψε δυναμικά.
Ίσως το μοναδικό ποτό με τέτοια αύρα μυστηρίου γύρω από το όνομά του, το αψέντι απέκτησε, στην διακοσαετή ιστορία του, φανατικούς θαυμαστές και ορκισμένους εχθρούς.
Για τον τρόπο παρασκευής του, τις παρενέργειες, την επίσημη χώρα παραγωγής, τον τρόπο σερβιρίσματος και την απαγόρευση, υπάρχουν πολλές διαφορετικές απόψεις.
Η σημερινή νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία τέθηκε σε ισχύ το 1988 υπαγορεύει πως ‘το αψέντι μπορεί πλέον να παρασκευάζεται και να πωλείται νόμιμα, υπό την προϋπόθεση να μην περιέχει περισσότερα από 10 mg θυϊόνη (thujone)’. Η θυϊόνη είναι η τοξική ουσία του βασικού για την παρασκευή του αψεντιού βοτάνου, της αψιθιάς, η απαγόρευση της οποίας κρίθηκε απαραίτητη.
Το αψέντι είναι υψηλής περιεκτικότητας αλκοολούχο απόσταγμα της αψιθιάς (absinth). Για την παρασκευή του χρησιμοποιούνται, σύμφωνα με την παραδοσιακή συνταγή, τρία βότανα: αψιθιά, γλυκάνισος και μάραθο. Μετά την απόσταξη, το πράσινο χρώμα προστίθεται είτε με φυσικό τρόπο, εμποτίζοντας άλλα βότανα στο μείγμα, είτε με χρωστικές ουσίες, και η περιεκτικότητα σε αλκοόλ –που σε αυτό το στάδιο αγγίζει το 82%– μετριάζεται με την πρόσθεση νερού. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ένα πράσινο οινοπνευματώδες, που κιτρινίζει με την παλαίωση, η περιεκτικότητα του οποίου σε αλκοόλ μπορεί να κυμαίνεται από 45% έως 74% και το οποίο, δεν πίνεται σκέτο αλλά χρειάζεται οπωσδήποτε την προσθήκη νερού και ζάχαρης.
Ένα ευρύτατα διαδεδομένο –μέχρι πρόσφατα– marketing trick ήθελε το αψέντι να είναι είτε παράνομο είτε δυσεύρετο εντός ελληνικών συνόρων. Τίποτα από τα δύο δεν ισχύει. Αψέντι λίγο υπερτιμημένο, αλλά καθ’ όλα νόμιμο– θα βρείτε σε πολλές ενημερωμένες κάβες, ηλεκτρονικά καταστήματα αλλά και πολλά μπαρ στην Αθήνα και την επαρχία –τα περισσότερα εκ των οποίων το χρησιμοποιούν κυρίως για κοκτέιλ. iTrofi