Ως αυτοάνοσα νοσήματα ορίζονται εκείνες οι ασθένειες που προκαλούνται από υπερβολική και...
λανθασμένη απόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος έναντι στον ίδιο τον οργανισμό.
Το ανοσοποιητικό σύστημα έχει εξελιχθεί έτσι ώστε να μας προστατεύει απέναντι σε οποιοδήποτε ξένο σώμα/μόριο που μπορεί να εισβάλλει στον οργανισμό μας (π.χ. ένας ιός) και ταυτόχρονα να μην δραστηριοποιείται εναντίον μας - να μην καταστρέφει τα π.χ. νευρικά μας κύτταρα.
Όταν το ανοσολογικό σύστημα ενός οργανισμού αντιδρά και καταστρέφει παράδοξα τα δικά του στοιχεία, π.χ., τις πρωτεΐνες που κυκλοφορούν στο αίμα ή τα κύτταρα που βρίσκονται σε ένα όργανο, δημιουργείται διαταραχή, η οποία δεν μπορεί να ελεγχθεί και να επουλωθεί από τον οργανισμό, με αποτέλεσμα να εκδηλωθεί νόσος. Η νόσος αυτή ονομάζεται αυτοάνοση νόσος, ακριβώς γιατί ο οργανισμός δεν ανέχεται τα δικά του στοιχεία ως όφειλε, αλλά τα αναγνωρίζει ως ξένα και βλαβερά και με διάφορους μηχανισμούς τα καταστρέφει.
Το πιο γνωστό αυτοάνοσο νόσημα, ο λύκος -συστηματικός ερυθηματώδης λύκος είναι η επιστημονική του ονομασία- προτιμα τις γυναίκες.
Η νόσος είναι εννιά φορές συχνότερη στις γυναίκες από τους άνδρες και συνήθως εμφανίζεται σε γυναίκες ηλικίας 14-40 ετών, ανέφερε ο καθηγητής Παθολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Δημήτρης Μπούμπας, την Τετάρτη με αφορμή την έναρξη του 9ου Ευρωπαϊκού Συνεδρίου για το Λύκο στην Αθήνα (ολοκληρώθηκε το Σάββατο 26 Απριλίου).
Όπως εξήγησε ο καθηγητής, στα αυτοάνοσα νοσήματα το ανοσολογικό σύστημα, που υπό φυσιολογικές συνθήκες προστατεύει το σώμα μας από μικρόβια, στρέφεται εναντίον διαφόρων οργάνων του. Το όνομα «Λύκος» (Lupus στα Λατινικά) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά πριν 300 περίπου χρόνια για τα δερματικά εξανθήματα που παραμόρφωναν το πρόσωπο σαν να το είχε δαγκώσει λύκος.
Παρόλο που ο Λύκος μπορεί να είναι σοβαρή ασθένεια, η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία της έχει βελτιώσει κατά πολύ την πρόγνωση αυτών των ασθενών, δίνοντάς τους τη δυνατότητα στους περισσότερους να ζουν μια φυσιολογική ζωή. Έξι στους δέκα Έλληνες ασθενείς έχουν ήπιο Λύκο που προσβάλλει κυρίως το δέρμα και τις αρθρώσεις και αντιμετωπίζεται με υδροξυχλωροκίνη (πλακενίλ) σε συνδυασμό με χαμηλές δόσεις κορτιζόνης.
Ωστόσο, σε 1 στις 4 περιπτώσεις Λύκου μπορεί να προσβληθούν εσωτερικά όργανα όπως οι νεφροί, η καρδιά, το αίμα, οι πνεύμονες και ο εγκέφαλος. Σε αυτές τις περιπτώσεις, χρησιμοποιούνται μεγαλύτερες δόσεις κορτικοειδών, ανοσοκατασταλτικά καθώς και στοχευμένες -βιολογικές θεραπείες. Σύμφωνα με τον ειδικό, ακόμη και στις πιο βαριές περιπτώσεις Λύκου, οι σύγχρονες θεραπείες ελέγχουν αποτελεσματικά τη νόσο, βάζουν δηλαδή τη νόσο σε ύφεση στο 80- 90% των περιπτώσεων.