Πάνω από το 4% του παγκόσμιου πληθυσμού πάσχει από κατάθλιψη, με τις γυναίκες, τους νέους και τους ηλικιωμένους να είναι πιο επιρρεπείς στον σοβαρό αντίκτυπο της
ψυχικής νόσου, ανακοίνωσε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας.
Οι πάσχοντες από καταθλιπτικές διαταραχές έφτασαν τα 322 εκατομμύρια το 2015, αύξηση της τάξεως του 18,4% κατά την τελευταία δεκαετία στην οποία θεωρείται ότι έχει συμβάλει η αύξηση του προσδόκιμου ζωής διεθνώς, αναφέρει ο ΠΟΥ.
Ο οικονομικός αντίκτυπος της κατάθλιψης ξεπερνά το ένα τρισεκατομμύριο δολάριαετησίως και προκύπτει από την πτώση της παραγωγικότητας λόγω απάθειας ή μειωμένης ενέργειας, παράγοντες που οδηγούν τους πάσχοντες σε αδυναμία να λειτουργήσουν στον χώρο εργασίας ή να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις τις καθημερινότητας.
«Η κατάθλιψη αποτελεί μεμονωμένα τον κατ’ εξοχήν παράγοντα που συμβάλλει στο να ζει κάποιος με αναπηρία, επομένως θεωρείται η κυριότερη αιτία αναπηρίας στον κόσμο σήμερα» σημειώνει ο Δρ Dan Chisholm από το Τμήμα Ψυχικής Υγείας και Κατάχρησης Ουσιών του ΠΟΥ, σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters, συμπληρώνοντας πως η συγκεκριμένη ψυχική νόσος είναι μιάμιση φορά συχνότερη στις γυναίκες απ’ ό,τι στους άνδρες.
Ο ΠΟΥ ορίζει την αναπηρία ως ένα σύνολο «βλαβών, περιορισμών δραστηριότητας και δυσκολιών συμμετοχής». Ως βλάβη χαρακτηρίζεται ένα πρόβλημα στη σωματική λειτουργία ή δομή, ως περιορισμός δραστηριότητας μια δυσκολία στην εκτέλεση εργασιών ή δράσεων, ενώ ως δυσκολία συμμετοχής ένα πρόβλημα που αφορά την εμπλοκή σε καταστάσεις της καθημερινής ζωής. Όπως διευκρινίζει ο ΠΟΥ, «αναπηρία δεν είναι λοιπόν απλώς ένα πρόβλημα υγείας, είναι ένα σύνθετο φαινόμενο που αντανακλά την αλληλεπίδραση μεταξύ των σωματικών χαρακτηριστικών του ατόμου και χαρακτηριστικών της κοινωνίας μέσα στην οποία ζει».
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΠΟΥ, επιπλέον των 322 εκατομμυρίων ανθρώπων που πάσχουν από κατάθλιψη, 250 εκατομμύρια άνθρωποι πάσχουν από διαταραχές άγχους, εκδηλώνοντας για παράδειγμα φοβίες, κρίσεις πανικού, ιδεοψυχαναγκαστικές συμπεριφορές και μετατραυματικό στρες.
Ποσοστό περίπου 80% των ψυχικά πασχόντων ζουν σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος. «Η διαπίστωση αυτή διαψεύδει την επικρατούσα άποψη ότι τα ψυχικά νοσήματα αποτελούν νοσήματα των πλουσίων ή των εύπορων τάξεων. Στην πραγματικότητα, σε πολλές χώρες όπου επικρατεί φτώχεια, ανεργία και εμφύλια διαμάχη διαπιστώνεται μεγαλύτερος κίνδυνος εκδήλωσης συγκεκριμένων διαταραχών άγχους και κατάθλιψης» αναφέρει ο Δρ Chisholm.
Πιο ευάλωτες στην κατάθλιψη κρίνεται πως είναι τρεις υποομάδες του πληθυσμού: οι νέοι, οι γυναίκες κατά τη διάρκεια της κύησης ή μετά τον τοκετό και οι ηλικιωμένοι. «Οι πιέσεις που δέχονται οι νέοι σήμερα είναι ίσως μεγαλύτερες από αυτές που δέχεται οποιαδήποτε άλλη γενιά» σύμφωνα με τον Δρ Chisholm. «Μια άλλη ομάδα υψηλού κινδύνου είναι οι γυναίκες που διανύουν περίοδο εγκυμοσύνης ή μόλις έχουν γεννήσει.
Η κατάθλιψη σε αυτές τις δύο περιπτώσεις είναι πολύ συχνή, περίπου το 15% των γυναικών θα εκδηλώσουν διαγνώσιμη κατάθλιψη και όχι απλώς κακή διάθεση». Τέλος, ο Δρ Chisholm αναφέρει πως επιρρεπείς στην κατάθλιψη είναι και οι συνταξιούχοι, καθώς όταν κάποιος αποχωρεί από τον εργασιακό στίβο ή χάνει τον/την σύζυγό του γίνεται πιο αδύναμος, εκδηλώνει σωματικές ασθένειες και διαταραχές όπως η κατάθλιψη.
Ο ΠΟΥ έχει αφιερώσει τη φετινή παγκόσμια ημέρα υγείας (7 Απριλίου) στην κατάθλιψη και το σχετικό μήνυμα είναι «Ας μιλήσουμε» (Let's Talk). «Νιώθουμε ότι αυτό είναι το πρώτο βασικό βήμα. Αν θέλουμε να βγάλουμε την ψυχική υγεία, την κατάθλιψη και τις άλλες ψυχικές διαταραχές από τη σκιά, πρέπει να μπορούμε να μιλήσουμε γι’ αυτό» αναφέρει ο Δρ Chisholm.
Να σημειωθεί ότι το 2013 η κατάθλιψη βρισκόταν στη δεύτερη θέση της λίστας του ΠΟΥ με τις κυριότερες αιτίες αναπηρίας στον κόσμο, μετά την οσφυαλγία.