Μια πρωτοφανής επιχείρηση για τα ελληνικά χρονικά θα διεξαχθεί την Κυριακή στη δυτική Θεσσαλονίκη, καθώς...
άνδρες του Τάγματος Εκκαθάρισης Ναρκοπεδίων Ξηράς, θα αναλάβουν να εξουδετερώσουν βόμβα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου που βρέθηκε κατά τις εργασίες δημιουργίας νέας δεξαμενής σε πρατήριο υγρών καυσίμων στο Κορδελιό.
Η βόμβα θα μεταφερθεί στο Πεδίο Βολής - Ασκήσεων "Ασκού - Προφήτη", με τα μέτρα να είναι δρακόντεια, καθώς παρά τα χρόνια που έχουν περάσει η βόμβα θεωρείται επικίνδυνη και ικανή να προκαλέσει μεγάλη ζημιά.
Πως βρέθηκε εκεί όμως η συγκεκριμένη βόμβα; Γιατί βομβαρδίστηκε η συγκεκριμένη περιοχή το 1944; Ο Δρ. Ιστορίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Κυριάκος Χατζηκυριακίδης, μιλώντας στο NEWS 247, ανατρέχει στα γεγονότα της περιόδου κατά τη γερμανική κατοχή, δίνοντας τις απαντήσεις μέσα από ντοκουμέντα και μαρτυρίες για όλα όσα συνέβησαν στην Κοινότητα Νέου Κορδελιού, που δημιουργήθηκε από τους οικισμούς Παλαιό Χαρμάνκιοϊ - Ν. Κουκλουτζά (σημερινός Εύοσμος), Ν. Κορδελιό και (Νέο ή Κάτω) Χαρμάνκιοϊ (σημερινό Ελευθέριο), που εγκαταστάθηκαν κυρίως προσφυγικές οικογένειες από τα παράλια και την ενδοχώρα της Σμύρνης καθώς και από τον Πόντο.
Ο ενθουσιασμός και οι προετοιμασίες
Η δεκαετία του 1930, μολονότι έντονα χρωματισμένη από πολιτικές αντιπαραθέσεις, ήταν περίοδος προσαρμογής στα νέα δεδομένα και νέου ξεκινήματος για όλους τους κατοίκους (γηγενείς και πρόσφυγες). Την πορεία όμως αυτή της ανάπτυξης έμελλε να ανακόψουν τα πολεμικά γεγονότα της δεκαετίας του 1940. Με την κήρυξη του πολέμου ο οικισμός του Ν. Κουκλουτζά (σημερινός Εύοσμος), που αριθμούσε τότε περίπου 1.800 κατοίκους, μετατράπηκε σε κέντρο επιστράτευσης του Νομού Θεσσαλονίκης. Όπως προκύπτει από τα κοινοτικά έγγραφα, δημόσια και ιδιωτικά κτήρια εντός του Ν. Κουκλουτζά, ακόμη και το γραφείο του Ι.Ν. Αγίου Αθανασίου, επιτάχθηκαν από τη Στρατιωτική Υπηρεσία στο χρονικό διάστημα 28 Οκτωβρίου-15 Νοεμβρίου 1940 και χρησιμοποιήθηκαν είτε ως αποθήκες υλικού και χώροι διαμονής των στρατιωτών, είτε ως διοικήσεις των Λόχων και του 35ου Συντάγματος Επιστρατεύσεως Πεζικού.
Ο φόβος των βομβαρδισμών ήταν διάχυτος στον άμαχο πληθυσμό, αφού πολύ αργότερα κατασκευάστηκαν υποτυπώδη καταφύγια σε κάθε σπίτι. Οι κάτοικοι παραπονούνταν μάλιστα στον πρόεδρο ότι οι ντόπιοι βοσκοί εξακολουθούσαν να διέρχονται με τα κοπάδια τους μέσα από τον οικισμό (Ν. Κουκλουτζά) και τις αυλές τους κατά τη διάρκεια της ημέρας, αποτελώντας έτσι στόχο των εχθρικών αεροπορικών επιδρομών και θέτοντας, κατά συνέπεια, σε κίνδυνο τις ζωές όλων των κατοίκων. Για το λόγο αυτό παρακαλούσαν τον πρόεδρο και εκείνος με τη σειρά του την Εποπτεία Αγροφυλακής Θεσσαλονίκης να επιβληθεί απαγόρευση της διέλευσης των ποιμένων και των προβάτων τους από το εσωτερικό του οικισμού. Επίσης, με απόφαση της Κοινότητας οι κοινοτικοί πετρελαιοφανοί -όπου υπήρχαν αυτοί στους δρόμους του οικισμού- ήταν σβηστοί, δημιουργώντας συσκότιση για περισσότερη ασφάλεια και οικονομία. Για τον ίδιο λόγο, επίσης, η Κοινότητα είχε προχωρήσει στην οργάνωση Σώματος Παθητικής Αεράμυνας (κατασκευή υδροστομίων πυρκαγιάς), κατά το παράδειγμα πολλών άλλων Κοινοτήτων.
Παράλληλα με τις πολεμικές προετοιμασίες της Κοινότητας έκδηλος ήταν ο ενθουσιασμός και η αποφασιστικότητα του λαού για αγώνα. Πολλά παλικάρια του τόπου, αλλά και έφεδροι από την Παλαιά Ελλάδα, την Κρήτη και την ομογένεια (όπως π.χ. την Αίγυπτο), έσπευσαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην πατρίδα, αποφασισμένοι να θυσιάσουν και την ίδια την ζωή τους ακόμη, μαχόμενοι στα πολεμικά μέτωπα στο χρονικό διάστημα Δεκεμβρίου 1940-Ιανουαρίου 1941.
Η προέλαση του Ελληνικού Στρατού στα χιονισμένα βουνά και η απελευθέρωση των πόλεων της Β. Ηπείρου γέμισε με περηφάνια και τους κατοίκους του Ν. Κουκλουτζά, του Ν. Κορδελιού και του Ν. Χαρμάνκιοϊ, οι οποίοι έσπευσαν να δώσουν τα ονόματα της Χιμάρας, του Αργυροκάστρου και των Αγίων Σαράντα στις οδούς της Κοινότητας.
Η περίοδος της κατοχής
Πολύ σύντομα την πρωτοβουλία των κινήσεων στον ελλαδικό χώρο ανέλαβαν οι ισχυρές γερμανικές δυνάμεις (Απρίλιος 1941). Συγκεκριμένα, στο Ν. Κουκλουτζά οι Γερμανοί εγκατέστησαν αντιαεροπορική Μονάδα, η βάση της οποίας ήταν στο σημερινό γήπεδο της ομάδας του Αγροτικού Αστέρα και νοτιοδυτικά αυτού. Σύμφωνα μάλιστα με τις μαρτυρίες παλιών κατοίκων, όλο το γήπεδο ήταν σκαμμένο και στις υπόγειες στοές είχε αποθηκευθεί στρατιωτικό υλικό, μέρος του οποίου εγκαταλείφθηκε κατά την αποχώρηση των κατοχικών δυνάμεων.
Την ίδια περίοδο κατασκευάσθηκε και η πλειοψηφία των καταφυγίων. Πολύ λίγες όμως ήταν οι οικογένειες που διέθεταν ανθεκτικά καταφύγια, στα οποία αναζητούσαν την ασφάλεια και πολλοί άλλοι συγχωριανοί. Σύμφωνα με διαταγή της Γερμανικής Διοικητικής Περιφέρειας Μακεδονίας Τμήματος ΙΙ Διοικήσεως Εσωτερικών σχετικά με την κατασκευή καταφυγίων και ορυγμάτων και τη συντήρηση των αντίστοιχων υπαρχόντων για την προστασία του άμαχου πληθυσμού από τις αεροπορικές επιδρομές, το Κοινοτικό Συμβούλιο έλαβε την απόφαση «όπως έκαστος ιδιοκτήτης ή κάτοχος ή ενοικιαστής οικίας της περιφερείας της Κοινότητος ανορύξη αντιαεροπορικόν καταφύγιον ή όρυγμα εντός της αυλής της οικίας του διά προσωπικής εργασίας του. Ωσαύτως ενέκρινε όπως εις τας κεντρικάς πλατείας των Συνοικισμών κατασκευασθώσι διά προσωπικής εργασίας των κατοίκων αντιαεροπορικά καταφύγια ή ορύγματα». Παρ’ όλα αυτά, τα περισσότερα καταφύγια δεν ήταν τίποτε άλλο παρά λαγούμια -τρύπες στο ρέμα που έρρεε πίσω από την παλιά Κοινότητα.
Πως βρέθηκε εκεί όμως η συγκεκριμένη βόμβα; Γιατί βομβαρδίστηκε η συγκεκριμένη περιοχή το 1944; Ο Δρ. Ιστορίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Κυριάκος Χατζηκυριακίδης, μιλώντας στο NEWS 247, ανατρέχει στα γεγονότα της περιόδου κατά τη γερμανική κατοχή, δίνοντας τις απαντήσεις μέσα από ντοκουμέντα και μαρτυρίες για όλα όσα συνέβησαν στην Κοινότητα Νέου Κορδελιού, που δημιουργήθηκε από τους οικισμούς Παλαιό Χαρμάνκιοϊ - Ν. Κουκλουτζά (σημερινός Εύοσμος), Ν. Κορδελιό και (Νέο ή Κάτω) Χαρμάνκιοϊ (σημερινό Ελευθέριο), που εγκαταστάθηκαν κυρίως προσφυγικές οικογένειες από τα παράλια και την ενδοχώρα της Σμύρνης καθώς και από τον Πόντο.
Ο ενθουσιασμός και οι προετοιμασίες
Η δεκαετία του 1930, μολονότι έντονα χρωματισμένη από πολιτικές αντιπαραθέσεις, ήταν περίοδος προσαρμογής στα νέα δεδομένα και νέου ξεκινήματος για όλους τους κατοίκους (γηγενείς και πρόσφυγες). Την πορεία όμως αυτή της ανάπτυξης έμελλε να ανακόψουν τα πολεμικά γεγονότα της δεκαετίας του 1940. Με την κήρυξη του πολέμου ο οικισμός του Ν. Κουκλουτζά (σημερινός Εύοσμος), που αριθμούσε τότε περίπου 1.800 κατοίκους, μετατράπηκε σε κέντρο επιστράτευσης του Νομού Θεσσαλονίκης. Όπως προκύπτει από τα κοινοτικά έγγραφα, δημόσια και ιδιωτικά κτήρια εντός του Ν. Κουκλουτζά, ακόμη και το γραφείο του Ι.Ν. Αγίου Αθανασίου, επιτάχθηκαν από τη Στρατιωτική Υπηρεσία στο χρονικό διάστημα 28 Οκτωβρίου-15 Νοεμβρίου 1940 και χρησιμοποιήθηκαν είτε ως αποθήκες υλικού και χώροι διαμονής των στρατιωτών, είτε ως διοικήσεις των Λόχων και του 35ου Συντάγματος Επιστρατεύσεως Πεζικού.
Ο φόβος των βομβαρδισμών ήταν διάχυτος στον άμαχο πληθυσμό, αφού πολύ αργότερα κατασκευάστηκαν υποτυπώδη καταφύγια σε κάθε σπίτι. Οι κάτοικοι παραπονούνταν μάλιστα στον πρόεδρο ότι οι ντόπιοι βοσκοί εξακολουθούσαν να διέρχονται με τα κοπάδια τους μέσα από τον οικισμό (Ν. Κουκλουτζά) και τις αυλές τους κατά τη διάρκεια της ημέρας, αποτελώντας έτσι στόχο των εχθρικών αεροπορικών επιδρομών και θέτοντας, κατά συνέπεια, σε κίνδυνο τις ζωές όλων των κατοίκων. Για το λόγο αυτό παρακαλούσαν τον πρόεδρο και εκείνος με τη σειρά του την Εποπτεία Αγροφυλακής Θεσσαλονίκης να επιβληθεί απαγόρευση της διέλευσης των ποιμένων και των προβάτων τους από το εσωτερικό του οικισμού. Επίσης, με απόφαση της Κοινότητας οι κοινοτικοί πετρελαιοφανοί -όπου υπήρχαν αυτοί στους δρόμους του οικισμού- ήταν σβηστοί, δημιουργώντας συσκότιση για περισσότερη ασφάλεια και οικονομία. Για τον ίδιο λόγο, επίσης, η Κοινότητα είχε προχωρήσει στην οργάνωση Σώματος Παθητικής Αεράμυνας (κατασκευή υδροστομίων πυρκαγιάς), κατά το παράδειγμα πολλών άλλων Κοινοτήτων.
Παράλληλα με τις πολεμικές προετοιμασίες της Κοινότητας έκδηλος ήταν ο ενθουσιασμός και η αποφασιστικότητα του λαού για αγώνα. Πολλά παλικάρια του τόπου, αλλά και έφεδροι από την Παλαιά Ελλάδα, την Κρήτη και την ομογένεια (όπως π.χ. την Αίγυπτο), έσπευσαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην πατρίδα, αποφασισμένοι να θυσιάσουν και την ίδια την ζωή τους ακόμη, μαχόμενοι στα πολεμικά μέτωπα στο χρονικό διάστημα Δεκεμβρίου 1940-Ιανουαρίου 1941.
Η προέλαση του Ελληνικού Στρατού στα χιονισμένα βουνά και η απελευθέρωση των πόλεων της Β. Ηπείρου γέμισε με περηφάνια και τους κατοίκους του Ν. Κουκλουτζά, του Ν. Κορδελιού και του Ν. Χαρμάνκιοϊ, οι οποίοι έσπευσαν να δώσουν τα ονόματα της Χιμάρας, του Αργυροκάστρου και των Αγίων Σαράντα στις οδούς της Κοινότητας.
Η περίοδος της κατοχής
Πολύ σύντομα την πρωτοβουλία των κινήσεων στον ελλαδικό χώρο ανέλαβαν οι ισχυρές γερμανικές δυνάμεις (Απρίλιος 1941). Συγκεκριμένα, στο Ν. Κουκλουτζά οι Γερμανοί εγκατέστησαν αντιαεροπορική Μονάδα, η βάση της οποίας ήταν στο σημερινό γήπεδο της ομάδας του Αγροτικού Αστέρα και νοτιοδυτικά αυτού. Σύμφωνα μάλιστα με τις μαρτυρίες παλιών κατοίκων, όλο το γήπεδο ήταν σκαμμένο και στις υπόγειες στοές είχε αποθηκευθεί στρατιωτικό υλικό, μέρος του οποίου εγκαταλείφθηκε κατά την αποχώρηση των κατοχικών δυνάμεων.
Την ίδια περίοδο κατασκευάσθηκε και η πλειοψηφία των καταφυγίων. Πολύ λίγες όμως ήταν οι οικογένειες που διέθεταν ανθεκτικά καταφύγια, στα οποία αναζητούσαν την ασφάλεια και πολλοί άλλοι συγχωριανοί. Σύμφωνα με διαταγή της Γερμανικής Διοικητικής Περιφέρειας Μακεδονίας Τμήματος ΙΙ Διοικήσεως Εσωτερικών σχετικά με την κατασκευή καταφυγίων και ορυγμάτων και τη συντήρηση των αντίστοιχων υπαρχόντων για την προστασία του άμαχου πληθυσμού από τις αεροπορικές επιδρομές, το Κοινοτικό Συμβούλιο έλαβε την απόφαση «όπως έκαστος ιδιοκτήτης ή κάτοχος ή ενοικιαστής οικίας της περιφερείας της Κοινότητος ανορύξη αντιαεροπορικόν καταφύγιον ή όρυγμα εντός της αυλής της οικίας του διά προσωπικής εργασίας του. Ωσαύτως ενέκρινε όπως εις τας κεντρικάς πλατείας των Συνοικισμών κατασκευασθώσι διά προσωπικής εργασίας των κατοίκων αντιαεροπορικά καταφύγια ή ορύγματα». Παρ’ όλα αυτά, τα περισσότερα καταφύγια δεν ήταν τίποτε άλλο παρά λαγούμια -τρύπες στο ρέμα που έρρεε πίσω από την παλιά Κοινότητα.
Οι σφοδροί βομβαρδισμοί των συμμάχων
Την περίοδο της γερμανικής Κατοχής ο τόπος υπέστη βομβαρδισμούς, όπως τη νύχτα της 5ης Δεκεμβρίου 1943. Στους οικισμούς τού (Νέου) Χαρμάνκιοϊ και του Ν. Κορδελιού οι ζημίες ήταν πολλές (ονομαστική κατάσταση με 170 πληγείσες οικογένειες, περίπου 570 άτομα, 21.12.1943, Αρχείο Δήμου Κορδελιού-Ευόσμου). Αντίθετα, στον Ν. Κουκλουτζά η βόμβα κατέστρεψε την οικία του Αναστασίου Λαλέ, τραυματίζοντας σοβαρά τη σύζυγό του. Όλη η περιουσία του καταστράφηκε, σώθηκαν όμως ο ίδιος και ο γιός του. Όπως ήταν αναμενόμενο, η Κοινότητα υπήρξε αρωγός στον βομβόπληκτο συμπολίτη της, όχι μόνο για τη στέγασή του αλλά και για τη συντήρηση της οικογένειάς του (βλ. αρχείο Δήμου Κορδελιού-Ευόσμου, επιστολές 6 και 12.12.1943).
Συχνότατες όμως ήταν, με βάση τις πηγές, οι αεροπορικές συμμαχικές επιδρομές με αμερικάνικα βαρέα βομβαρδιστικά τύπου B-24, με στόχους τις σιδηροδρομικές γραμμές, τον Σταθμό και την περίφημη Στρατιωτική Στάση (σημερινό Μουσείο Σιδηροδρόμων Θεσσαλονίκης στην περιοχή του Ελευθερίου-Διαλογής), είτε κατά τη διάρκεια της μέρας είτε τις νυχτερινές ώρες, τον Σεπτέμβριο του 1944.
Πληροφορούμαστε λοιπόν από αναμνήσεις του Γιώργου (Γιωργούλη) Γερασίμου (Εν Κάτω Χαρμάνκιοϊ. Στα χρόνια της παράγκας και της Κατοχής, Θεσσαλονίκη 2008) κατοίκου του Ελευθερίου (έτος γέννησης 1931), ότι νυχτερινός βομβαρδισμός είχε γίνει στις 14 Σεπτεμβρίου 1944. Συγκλονιστική μάλιστα είναι η περιγραφή του, όταν αναφέρεται σε νέο βομβαρδισμό στις 17 Σεπτεμβρίου 1944.
«Ο πόλεμος τραβούσε προς το τέλος του. Είχαμε δει πολλά, είχαμε τραβήξει πολλά…Όμως εκείνη η μέρα που θα μείνει βαθιά χαραγμένη στη μνήμη μας, ήταν η 17 Σεπτεμβρίου του 1944. Ήταν η χειρότερη μέρα για μας και όχι μόνον. Δεν ξέρω γιατί, οι σύμμαχοί μας, Αμερικάνοι κι Ευρωπαίοι, τη διάλεξαν για να μας σταυρώσουν! Και πραγματικά ήταν η πιο οδυνηρή και άγρια μέρα της Κατοχής.
Όπως κάθε μέρα, ξαμοληθήκαμε στο Σταθμό, δηλαδή στη Στρατιωτική Στάση για το συσσίτιο, για τα υπόλοιπα δηλαδή από τα γερμανικά μαγειρεία, αν βέβαια περίσσευε κάτι, κι αν όχι τα αποφάγια από τις καραβάνες των Γερμανών στρατιωτών…
…Η ώρα ήταν 12 παρά, όταν, δεν μπορώ να εξηγήσω για ποιο λόγο, θέλησα να φύγω. Ίσως επειδή τρεις μέρες νωρίτερα, στις 14 του Σεπτέμβρη του 1944, είχε προηγηθεί νυχτερινός βομβαρδισμός και, βλέποντας τη γύρω μου καταστροφή, φοβήθηκα. Λέω στον Παναγιώτη (Τσορλιανό) και τη Σοφία (Γούναρη), λίγο μικρότερούς μου, την απόφασή μου. Εκείνοι μού απάντησαν αρνητικά, ότι δηλαδή έπρεπε οπωσδήποτε να πάρουν φαγητό. Έτσι έφυγα μόνος μου. Μετά όμως τη δική μου αποχώρηση, κι οι φίλοι μου μπήκαν σε ανησυχία και ξεκίνησαν κι εκείνοι για τα σπίτια τους. Σε λίγο μάλιστα με πρόφτασαν.
Περνώντας τη Μοναστηρίου και φτάνοντας στο μικρό ρέμα που κατέβαινε από το Κορδελιό, ακούω τη σειρήνα του συναγερμού. Στο μεταξύ άρχισε ν’ ακούγεται ο βόμβος των αεροπλάνων. Σύντομα, τεράστια αμερικανικά βομβαρδιστικά, ιπτάμενα φρούρια έκαναν την εμφάνισή τους.
Πάνω από 80 αεροπλάνα σε δύο κύματα, επί 20 περίπου λεπτά, που φάνηκαν αιώνας, σκορπούσαν γύρω το θάνατο και την καταστροφή
Αμέσως έπεσα στο χαντάκι και φωνάζω στους φίλους μου, που στο μεταξύ με είχαν πλησιάσει, να πέσουν κι εκείνοι μαζί μου στο ρέμα. Η Σοφία με άκουσε, όχι όμως κι ο Παναγιώτης. Προφανώς θέλησε να πάει σπίτι του για σιγουριά. Του ξαναφώναξα, αλλά μάταια. Το πιο πιθανό, να μη με άκουσε από το βόμβο των αεροπλάνων και τον ορυμαγδό των αντιαεροπορικών και των βομβών που έπεφταν ολόγυρά μας. Σε ακτίνα 150 μέτρων από το σημείο που λουφάξαμε εγώ και η Σοφία και ο Στέφανος Στεφανίδης, έπεσαν τουλάχιστον 30 βόμβες, από 300 έως 800 κιλά καθεμιά τους. Πάνω από 80 αεροπλάνα σε δύο κύματα, επί 20 περίπου λεπτά, που φάνηκαν αιώνας, σκορπούσαν γύρω το θάνατο και την καταστροφή.
Όταν τέλειωσε η κόλαση αυτή, σηκώθηκα κλαίγοντας και προσπάθησα να συνειδητοποιήσω τι συνέβαινε
Όταν τέλειωσε η κόλαση αυτή, σηκώθηκα κλαίγοντας και προσπάθησα να συνειδητοποιήσω τι συνέβαινε. Αντιλήφθηκα ότι είχα αίματα στο κεφάλι, από σβόλους που έπεσαν σκάζοντας οι βόμβες. Τα τραύματα ήταν ευτυχώς ελαφρά. Έβρεξα το πρόσωπό μου με κάτι βρομόνερα που ήταν στο χαντάκι. Τότε άκουσα τη Σοφία που έκλαιγε κι εκείνη. Είχε χτυπηθεί στο στήθος και αιμορραγούσε, ήταν όμως ζωντανή.
Κοίταξα γύρω μου έξω από το χαντάκι που βρισκόμουν και, όσο επέτρεπαν οι σκόνες και οι καπνοί, είδα 7 ανθρώπους σκοτωμένους: ήταν 5 Γερμανοί στρατιώτες και 2 πολίτες, άγνωστοί μου. Αμέσως θυμήθηκα το φίλο μου τον Παναγιώτη. Πίσω από μεγάλους σβόλους χωμάτων, μπορεί να ’ταν πάνω από 50 οκάδες ο καθένας, μαυρισμένο και ξεροκαμένο, τον είδα πεσμένο στο δεξί πλευρό του, ακίνητο τελείως. Έσκυψα και τον κοίταξα καλά για να βεβαιωθώ. Ήταν εκείνος…είχε χτυπηθεί στην αριστερή πλευρά.
Είχαν σκοτώσει τον φίλο μου τον Παναγιώτη. Ήταν συνάμα το πρώτο παιδί που έβλεπα νεκρό, σκοτωμένο από βόμβες
Είχαν σκοτώσει τον φίλο μου τον Παναγιώτη. Ήταν συνάμα το πρώτο παιδί που έβλεπα νεκρό, σκοτωμένο από βόμβες. Είχε πληρώσει με τη ζωή του τη βαρβαρότητα του φασισμού και των γερακιών του πολέμου. Παρέδωσε την ψυχή του στο Θεό και ήταν μόνο 10 χρονών ο Παναγιώτης Τσορλιανός!»
Κάτοικοι του (Κάτω/Νέου) Χαρμάνκιοϊ, θύματα του βομβαρδισμού τής 17ης Σεπτεμβρίου 1944 (Αναμνήσεις Γεωργούλη Γερασίμου):
Αλέκος Κεσίσογλου (27 ετών), Δημήτριος Καραχάλιος (28 ετών), Νικόλαος Καραβοκύρης (60 ετών), Παναγιώτης Τσορλιανός (10 ετών), σύζυγος Γεωργίου Μπάνη (30 ετών), Βασίλης Ασλανίδης (75 ετών), Όλγα Βασιλειάδου (40 ετών), Ανθή Ζαζοπούλου, Δημήτριος Κουρλίτης, ζεύγος ηλικιωμένων αρμενικής καταγωγής κ.ά.
Πληροφορίες έχουμε επίσης για βομβαρδισμό στις 24 Σεπτεμβρίου 1944 (βλ. μαθητική εργασία του 1ου Γυμνασίου Ελευθερίου-Κορδελιού, 1999).
Την περίοδο της γερμανικής Κατοχής ο τόπος υπέστη βομβαρδισμούς, όπως τη νύχτα της 5ης Δεκεμβρίου 1943. Στους οικισμούς τού (Νέου) Χαρμάνκιοϊ και του Ν. Κορδελιού οι ζημίες ήταν πολλές (ονομαστική κατάσταση με 170 πληγείσες οικογένειες, περίπου 570 άτομα, 21.12.1943, Αρχείο Δήμου Κορδελιού-Ευόσμου). Αντίθετα, στον Ν. Κουκλουτζά η βόμβα κατέστρεψε την οικία του Αναστασίου Λαλέ, τραυματίζοντας σοβαρά τη σύζυγό του. Όλη η περιουσία του καταστράφηκε, σώθηκαν όμως ο ίδιος και ο γιός του. Όπως ήταν αναμενόμενο, η Κοινότητα υπήρξε αρωγός στον βομβόπληκτο συμπολίτη της, όχι μόνο για τη στέγασή του αλλά και για τη συντήρηση της οικογένειάς του (βλ. αρχείο Δήμου Κορδελιού-Ευόσμου, επιστολές 6 και 12.12.1943).
Συχνότατες όμως ήταν, με βάση τις πηγές, οι αεροπορικές συμμαχικές επιδρομές με αμερικάνικα βαρέα βομβαρδιστικά τύπου B-24, με στόχους τις σιδηροδρομικές γραμμές, τον Σταθμό και την περίφημη Στρατιωτική Στάση (σημερινό Μουσείο Σιδηροδρόμων Θεσσαλονίκης στην περιοχή του Ελευθερίου-Διαλογής), είτε κατά τη διάρκεια της μέρας είτε τις νυχτερινές ώρες, τον Σεπτέμβριο του 1944.
Πληροφορούμαστε λοιπόν από αναμνήσεις του Γιώργου (Γιωργούλη) Γερασίμου (Εν Κάτω Χαρμάνκιοϊ. Στα χρόνια της παράγκας και της Κατοχής, Θεσσαλονίκη 2008) κατοίκου του Ελευθερίου (έτος γέννησης 1931), ότι νυχτερινός βομβαρδισμός είχε γίνει στις 14 Σεπτεμβρίου 1944. Συγκλονιστική μάλιστα είναι η περιγραφή του, όταν αναφέρεται σε νέο βομβαρδισμό στις 17 Σεπτεμβρίου 1944.
«Ο πόλεμος τραβούσε προς το τέλος του. Είχαμε δει πολλά, είχαμε τραβήξει πολλά…Όμως εκείνη η μέρα που θα μείνει βαθιά χαραγμένη στη μνήμη μας, ήταν η 17 Σεπτεμβρίου του 1944. Ήταν η χειρότερη μέρα για μας και όχι μόνον. Δεν ξέρω γιατί, οι σύμμαχοί μας, Αμερικάνοι κι Ευρωπαίοι, τη διάλεξαν για να μας σταυρώσουν! Και πραγματικά ήταν η πιο οδυνηρή και άγρια μέρα της Κατοχής.
Όπως κάθε μέρα, ξαμοληθήκαμε στο Σταθμό, δηλαδή στη Στρατιωτική Στάση για το συσσίτιο, για τα υπόλοιπα δηλαδή από τα γερμανικά μαγειρεία, αν βέβαια περίσσευε κάτι, κι αν όχι τα αποφάγια από τις καραβάνες των Γερμανών στρατιωτών…
…Η ώρα ήταν 12 παρά, όταν, δεν μπορώ να εξηγήσω για ποιο λόγο, θέλησα να φύγω. Ίσως επειδή τρεις μέρες νωρίτερα, στις 14 του Σεπτέμβρη του 1944, είχε προηγηθεί νυχτερινός βομβαρδισμός και, βλέποντας τη γύρω μου καταστροφή, φοβήθηκα. Λέω στον Παναγιώτη (Τσορλιανό) και τη Σοφία (Γούναρη), λίγο μικρότερούς μου, την απόφασή μου. Εκείνοι μού απάντησαν αρνητικά, ότι δηλαδή έπρεπε οπωσδήποτε να πάρουν φαγητό. Έτσι έφυγα μόνος μου. Μετά όμως τη δική μου αποχώρηση, κι οι φίλοι μου μπήκαν σε ανησυχία και ξεκίνησαν κι εκείνοι για τα σπίτια τους. Σε λίγο μάλιστα με πρόφτασαν.
Περνώντας τη Μοναστηρίου και φτάνοντας στο μικρό ρέμα που κατέβαινε από το Κορδελιό, ακούω τη σειρήνα του συναγερμού. Στο μεταξύ άρχισε ν’ ακούγεται ο βόμβος των αεροπλάνων. Σύντομα, τεράστια αμερικανικά βομβαρδιστικά, ιπτάμενα φρούρια έκαναν την εμφάνισή τους.
Πάνω από 80 αεροπλάνα σε δύο κύματα, επί 20 περίπου λεπτά, που φάνηκαν αιώνας, σκορπούσαν γύρω το θάνατο και την καταστροφή
Αμέσως έπεσα στο χαντάκι και φωνάζω στους φίλους μου, που στο μεταξύ με είχαν πλησιάσει, να πέσουν κι εκείνοι μαζί μου στο ρέμα. Η Σοφία με άκουσε, όχι όμως κι ο Παναγιώτης. Προφανώς θέλησε να πάει σπίτι του για σιγουριά. Του ξαναφώναξα, αλλά μάταια. Το πιο πιθανό, να μη με άκουσε από το βόμβο των αεροπλάνων και τον ορυμαγδό των αντιαεροπορικών και των βομβών που έπεφταν ολόγυρά μας. Σε ακτίνα 150 μέτρων από το σημείο που λουφάξαμε εγώ και η Σοφία και ο Στέφανος Στεφανίδης, έπεσαν τουλάχιστον 30 βόμβες, από 300 έως 800 κιλά καθεμιά τους. Πάνω από 80 αεροπλάνα σε δύο κύματα, επί 20 περίπου λεπτά, που φάνηκαν αιώνας, σκορπούσαν γύρω το θάνατο και την καταστροφή.
Όταν τέλειωσε η κόλαση αυτή, σηκώθηκα κλαίγοντας και προσπάθησα να συνειδητοποιήσω τι συνέβαινε
Όταν τέλειωσε η κόλαση αυτή, σηκώθηκα κλαίγοντας και προσπάθησα να συνειδητοποιήσω τι συνέβαινε. Αντιλήφθηκα ότι είχα αίματα στο κεφάλι, από σβόλους που έπεσαν σκάζοντας οι βόμβες. Τα τραύματα ήταν ευτυχώς ελαφρά. Έβρεξα το πρόσωπό μου με κάτι βρομόνερα που ήταν στο χαντάκι. Τότε άκουσα τη Σοφία που έκλαιγε κι εκείνη. Είχε χτυπηθεί στο στήθος και αιμορραγούσε, ήταν όμως ζωντανή.
Κοίταξα γύρω μου έξω από το χαντάκι που βρισκόμουν και, όσο επέτρεπαν οι σκόνες και οι καπνοί, είδα 7 ανθρώπους σκοτωμένους: ήταν 5 Γερμανοί στρατιώτες και 2 πολίτες, άγνωστοί μου. Αμέσως θυμήθηκα το φίλο μου τον Παναγιώτη. Πίσω από μεγάλους σβόλους χωμάτων, μπορεί να ’ταν πάνω από 50 οκάδες ο καθένας, μαυρισμένο και ξεροκαμένο, τον είδα πεσμένο στο δεξί πλευρό του, ακίνητο τελείως. Έσκυψα και τον κοίταξα καλά για να βεβαιωθώ. Ήταν εκείνος…είχε χτυπηθεί στην αριστερή πλευρά.
Είχαν σκοτώσει τον φίλο μου τον Παναγιώτη. Ήταν συνάμα το πρώτο παιδί που έβλεπα νεκρό, σκοτωμένο από βόμβες
Είχαν σκοτώσει τον φίλο μου τον Παναγιώτη. Ήταν συνάμα το πρώτο παιδί που έβλεπα νεκρό, σκοτωμένο από βόμβες. Είχε πληρώσει με τη ζωή του τη βαρβαρότητα του φασισμού και των γερακιών του πολέμου. Παρέδωσε την ψυχή του στο Θεό και ήταν μόνο 10 χρονών ο Παναγιώτης Τσορλιανός!»
Κάτοικοι του (Κάτω/Νέου) Χαρμάνκιοϊ, θύματα του βομβαρδισμού τής 17ης Σεπτεμβρίου 1944 (Αναμνήσεις Γεωργούλη Γερασίμου):
Αλέκος Κεσίσογλου (27 ετών), Δημήτριος Καραχάλιος (28 ετών), Νικόλαος Καραβοκύρης (60 ετών), Παναγιώτης Τσορλιανός (10 ετών), σύζυγος Γεωργίου Μπάνη (30 ετών), Βασίλης Ασλανίδης (75 ετών), Όλγα Βασιλειάδου (40 ετών), Ανθή Ζαζοπούλου, Δημήτριος Κουρλίτης, ζεύγος ηλικιωμένων αρμενικής καταγωγής κ.ά.
Πληροφορίες έχουμε επίσης για βομβαρδισμό στις 24 Σεπτεμβρίου 1944 (βλ. μαθητική εργασία του 1ου Γυμνασίου Ελευθερίου-Κορδελιού, 1999).
Το απομεινάρι ενός σφοδρού βομβαρδισμού
Φαίνεται, λοιπόν, ότι η ευρεθείσα προ λίγο ημερών βόμβα, τύπου AN-M43 των 500lb (250 κιλών), ρίφθηκε σε μία από τις αναφερόμενες επιδρομές.
Έχει ακόμη ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τα Πρακτικά της Κοινότητας Ν. Κορδελιού και προφορικές μαρτυρίες, στη διάρκεια της συμμαχικής επιδρομής στις 24.09.1944, από τα αντιαεροπορικά πυρά των Γερμανών καταρρίφθηκε συμμαχικό αεροπλάνο, το οποίο κατέπεσε κοντά στα σημερινά Κοιμητήρια Ευόσμου (περιοχή μεταξύ τής εσωτερικής Περιφερειακής οδού και της Εγνατίας οδού).
Οι 8 νεκροί Αμερικανοί αεροπόροι τάφηκαν από τους κατοίκους του Ν. Κουκλουτζά (μετέπειτα Ευόσμου), ενώ μετά την απελευθέρωση έγινε με τιμές η εκταφή και η μεταφορά τους στην πατρίδα τους. Στις αρχές Ιανουαρίου του 1946 η Κοινότητα ψήφισε πίστωση για την πληρωμή των εργατικών και τεχνικών ημερομισθίων με σκοπό την περίφραξη του κενοταφίου των 8 αεροπόρων, ενώ τα υπόλοιπα απαραίτητα υλικά χορηγήθηκαν από το Αμερικανικό Προξενείο της Θεσσαλονίκης (Κοινοτικά Πρακτικά, απόφ. υπ’ αριθ. 9/ 07.01.1946).
Από τις αφηγήσεις των κατοίκων και τη φτωχή στο συγκεκριμένο θέμα βιβλιογραφία πληροφορούμαστε επίσης και την αποχώρηση των Δυνάμεων Κατοχής το 1944. Η απόσυρση της τελευταίας γερμανικής φάλαγγας το βράδυ της 30ής Οκτωβρίου 1944 -η γερμανική βάση των αντιαεροπορικών στο Νέο Κουκλουτζά είχε εγκαταλειφθεί ήδη από τα μέσα του ίδιου μήνα- πραγματοποιήθηκε με επεισοδιακό τρόπο.
Κυριάκος Στ. Χατζηκυριακίδης, Δρ. Ιστορίας Α.Π.Θ.
Διευθυντής Αποτελεσματικότητας, Οργάνωσης και Πληροφορικής Δήμου Κορδελιού-Ευόσμου