Θα προσπαθούσαν να κρυφτούν ανάμεσα στο πλήθος των επιβατών – τουλάχιστον αυτό σχεδίαζαν. Όμως τη νύχτα της 27ης Δεκεμβρίου 2014 το πλοίο «Norman Atlantic», που θα ταξίδευε...
για την Ανκόνα, καθυστέρησε να φανεί στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας.
Όσο περνούσαν τα λεπτά αναμονής, ο πατέρας με τα δύο παιδιά του, πρόσφυγες από τη βορειοανατολική Συρία, αισθανόταν πιο εκτεθειμένος: η παρουσία τους στο λιμάνι ήταν πλέον ορατή.
Ένας αστυνομικός τούς σταμάτησε για έλεγχο. Ο μικρότερος γιος, όμως, κατόρθωσε να προχωρήσει ακολουθώντας μια οικογένεια Αράβων. «Το παιδί μου είναι μέσα, αφήστε με να περάσω», θυμάται ο Άχμαντ Μοχάμαντ να φωνάζει.
Παρά τον χωρισμό του με τον 6χρονο Ράεντ, προσπάθησε να σκεφτεί ψύχραιμα. Επικοινώνησε με τα αδέλφια του που ζουν εδώ και χρόνια στη Γερμανία και ζήτησε κάποιος να μεταβεί στην Ανκόνα για να παραλάβει το παιδί. Δεν φανταζόταν τι θα ακολουθούσε.
Την επόμενη ημέρα, όταν επέστρεψε στην Αθήνα, είδε στην τηλεόραση ένα πλοίο να φλέγεται. Η φωτιά είχε ξεσπάσει τα ξημερώματα, όσο το «Norman Atlantic» έπλεε στο στενό του Οτράντο. Η επιχείρηση διάσωσης με τη συμμετοχή της ιταλικής και ελληνικής ακτοφυλακής κράτησε 36 ώρες. Ο απολογισμός ήταν 11 νεκροί και τουλάχιστον 18 αγνοούμενοι. Για την αναγνώριση ορισμένων σορών χρειάστηκαν αναλύσεις DNA. Ο Ράεντ δεν βρέθηκε ποτέ.
«Πιστεύω, πλέον, ότι είναι νεκρός. Έχει εκδοθεί ληξιαρχική πράξη θανάτου. Είναι όμως δικαίωμά μου να μάθω τι απέγινε, ποια ήταν η τύχη του, τι συνέβη πάνω στο πλοίο», λέει ο κ. Μοχάμαντ.
Είναι και αυτός ένας από τους 105 ενάγοντες (διασωθέντες και συγγενείς θανόντων) που άσκησαν αγωγή στο δικαστήριο του Μπάρι κατά της πλοιοκτήτριας και της διαχειρίστριας εταιρείας του πλοίου, κατά του ιταλικού νηογνώμονα και του ιταλικού ναυπηγείου όπου κατασκευάστηκε το «Norman Atlantic».
Για πρώτη φορά η «Καθημερινή» παρουσιάζει την ιστορία της οικογένειας που προσπάθησε να διαφύγει από τον εμφύλιο στην πατρίδα της, αλλά η μοίρα της μπλέχτηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα ναυτικά δυστυχήματα των τελευταίων ετών στη Μεσόγειο.
Φυγή από τη Συρία
Είχε μάθει για τις ανάγκες της δουλειάς του να κοιμάται νωρίς και να ξυπνάει προτού χαράξει. Κάποια αδέλφια του είχαν σπουδάσει, ένας εξ’ αυτών εργάζεται ως γιατρός στην Ευρώπη, ο Άχμαντ Μοχάμαντ όμως επέλεξε άλλο δρόμο. Άνοιξε ένα αρτοποιείο στο κέντρο της συριακής πόλης Hasakah και με αυτό συντηρούσε τη γυναίκα του Ράντα και τα τέσσερα παιδιά τους.
Ο συριακός εμφύλιος άργησε σχεδόν δύο χρόνια να φτάσει στην πόρτα τους. Το 2013, όμως, οι τυφλές συγκρούσεις έπληξαν και τη δική τους γειτονιά με τον πιο βίαιο τρόπο.
«Θυμάμαι μια νύχτα τον ουρανό κατακόκκινο. Ακουγα κραυγές. Πήρα τα παιδιά και τρέξαμε να βρούμε καταφύγιο. Το σπίτι των γειτόνων μου απείχε 100 μέτρα. Οταν φτάσαμε εκεί, όμως, ήταν όλοι νεκροί. Από το τραπέζι τους φαινόταν ότι μόλις είχαν στρώσει για δείπνο», λέει.
Η συριακή πόλη Hasakah απέχει περίπου 80 χλμ. από τα σύνορα της Τουρκίας και μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού της είναι κουρδικής καταγωγής. Το 2012 το καθεστώς Άσαντ κατέπνιξε βίαια τις διαδηλώσεις πολιτών και το 2013 ο εμφύλιος έπληξε όλες τις γειτονιές της πόλης. Το καλοκαίρι του 2015, κατά τη Μάχη της Hasakah, το ISIS κατέλαβε μεγάλο μέρος της πόλης το οποίο ανακτήθηκε έπειτα από τις κουρδικές δυνάμεις (YPG).
Η οικογένεια εγκαταστάθηκε αρχικά στη Ceylanpinar, μια μικρή πόλη στη ράχη των τουρκοσυριακών συνόρων. Οι δουλειές ήταν δυσεύρετες εκεί και τα προσφερόμενα μεροκάματα μισά από αυτά των Τούρκων πολιτών. Οι Σύροι πρόσφυγες δεν ένιωθαν ευπρόσδεκτοι, ενώ τα χρήματα που έστελναν στον κ. Μοχάμαντ τα αδέλφια του από την Ευρώπη δεν αρκούσαν για να θρέψουν μια εξαμελή οικογένεια. Τότε σκέφτηκαν ως λύση το πέρασμα στην Ελλάδα. Ταξίδεψαν στη Σμύρνη αναζητώντας διακινητή, όπως είχαν ήδη πράξει χιλιάδες άλλοι συμπατριώτες τους.
Η συμφωνία που έκλεισαν ήταν 1.200 ευρώ για τον ενήλικο, μισή τιμή για κάθε παιδί. Θα ταξίδευαν μόνο ο πατέρας με τους δύο μεγαλύτερους γιους, τον Αμπντουλκάντερ και τον Ράεντ, καθώς τα χρήματα δεν έφταναν για όλους. Μόλις πατούσαν σε γερμανικό έδαφος θα επιχειρούσαν να φέρουν και τα υπόλοιπα μέλη μέσω οικογενειακής επανένωσης.
Ο κ. Μοχάμαντ επέλεξε να πάρει μαζί του τα μεγαλύτερα παιδιά για έναν ακόμη λόγο: ήταν ήδη σε σχολική ηλικία και ήθελε μόλις έφταναν στην Ευρώπη να ξεκινούσαν άμεσα μαθήματα.
Έξοδος στην Ευρώπη
Στις 3 Δεκεμβρίου έφτασαν με μια πλαστική βάρκα και άλλους 27 πρόσφυγες στη Λέσβο. Περπάτησαν δύο ώρες μέχρι να τους εντοπίσει ένας οδηγός ταξί και να καλέσει την αστυνομία.
Παρέμειναν έξι ημέρες στο κέντρο ταυτοποίησης της Μόριας, τους δόθηκε εξάμηνη αναστολή απέλασης όπως συνέβαινε τότε με όλους τους Σύρους και βρέθηκαν στην Αθήνα αναζητώντας πάλι διακινητή στην οδό Αχαρνών. Τότε υπήρχαν πρόσφυγες που νοίκιαζαν με 450 ευρώ για ένα μήνα δίκλινο δωμάτιο ξενοδοχείου και άλλοι που ζητούσαν βοήθεια από γνωστούς ή περνούσαν νύχτες σε υπνωτήρια, μεγάλα διαμερίσματα όπου το κρεβάτι κόστιζε 4 ευρώ τη βραδιά. Ο κ. Μοχάμαντ ανήκε στη δεύτερη κατηγορία.
Ο βαλκανικός διάδρομος από την Ειδομένη δεν είχε ακόμη ανοίξει διάπλατα. Το πέρασμα στην Ευρώπη ήταν είτε ακριβό ή επικίνδυνο. Ως διαθέσιμες επιλογές είχαν την προμήθεια πλαστών εγγράφων για επιβίβαση σε αεροπλάνο ή το ταξίδι στην Ιταλία (κυρίως μέσω Αλβανίας ή μέσω Πάτρας και Ηγουμενίτσας), κρυμμένοι στην καρότσα κάποιου φορτηγού.
«Δεν είχα αρκετά χρήματα για να φύγω με τις παραδοσιακές μεθόδους. Είχα δύο λύσεις: είτε να επιστρέψω στην Τουρκία είτε να βρω μόνος μου εναλλακτική», λέει ο κ. Μοχάμαντ. Τελικά βρέθηκε στην Ηγουμενίτσα, με τους δύο γιους του και ένα αγορασμένο διαβατήριο στα χέρια. Θα προσπαθούσαν να τρυπώσουν στο πλοίο μαζί με τους επιβάτες.
Δεν είναι ξεκάθαρο πόσοι πρόσφυγες και μετανάστες ταξίδεψαν εκείνη τη νύχτα παράνομα στο «Norman Atlantic». Οπως είχε γράψει η «Καθημερινή», Ελληνας οδηγός φορτηγού που βρισκόταν στο κατάστρωμα των οχημάτων, κατέθεσε στις ιταλικές αρχές ότι κατά την έναρξη της πυρκαγιάς συνάντησε στον ίδιο χώρο τουλάχιστον δύο λαθρεπιβάτες. Αργότερα, όταν ανέβηκε στη σωσίβια σχεδία, είδε άλλους τέσσερις.
Ακόμη, δύο Αφγανοί κι ένας Σύρος κατέθεσαν μετά τη διάσωσή τους ότι είχαν εισέλθει στο πλοίο, κρυμμένοι σε φορτηγά, και ότι τουλάχιστον άλλοι δέκα λαθρεπιβάτες τούς είχαν ακολουθήσει. Σε μία από τις σορούς που εντοπίστηκαν στο γκαράζ οι ιταλικές αρχές βρήκαν στις τσέπες αντικείμενα που πιθανότατα παραπέμπουν σε Αφγανό.
Τον είδαν
Για τις ώρες που πέρασε ο 6χρονος Ράεντ στο πλοίο ελάχιστα είναι γνωστά. Όπως εξηγεί ο πατέρας του, ένας διασωθείς έχει καταθέσει ότι είδε το παιδί στο «Norman Atlantic». Αυτός ο επιβάτης, που έχασε την κόρη και τη γυναίκα του στο ναυάγιο, θυμάται λίγο μετά την επιβίβαση τον Ράεντ να κλαίει επειδή ταξίδευε μόνος του, χωρίς τον πατέρα και τον αδελφό του. Τον αντίκρισε και δεύτερη φορά, όπως έχει καταθέσει, στην έξοδο που οδηγούσε στο κατάστρωμα όταν ήδη οι καμπίνες και οι διάδρομοι μύριζαν καμένο πλαστικό.
Στην Αθήνα, πλέον, ένας Παλαιστίνιος συγκάτοικος της οικογένειας βρήκε σε διαμέρισμα κοντά στην οδό Αχαρνών τον πατέρα και τον αδελφό του Ράεντ σε κατάσταση σοκ. Παρακολουθούσαν νύχτα και μέρα τις ειδήσεις. Ο 8χρονος Αμπντουλκάντερ είχε πετρώσει. Δεν απαντούσε σε ερωτήσεις, κοιτούσε την οθόνη ανέκφραστος, αρνιόταν να φάει και δεν έκλαιγε.
Στο Μπρίντιζι, όπου αρχικά είχε μεταφερθεί το πλοίο, ένα από τα αδέλφια του κ. Μοχάμαντ επιχειρούσε μάταια να μάθει νέα από τις αρμόδιες αρχές. Πατέρας και γιος παρέμειναν στην Αθήνα για περίπου δύο μήνες μετά το ναυάγιο, αναρτώντας φωτογραφίες στο Facebook, ψάχνοντας και αυτοί να συλλέξουν πληροφορίες χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά επέστρεψαν στην Τουρκία και στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Στις 30/12/2015 εκδόθηκε στην Ελλάδα η ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ράεντ.
Ο Άχμαντ Μοχάμαντ με τους γιους του Ράεντ και Αμπντουλκάντερ στην Αθήνα προτού αναχωρήσουν για Ηγουμενίτσα
Επώδυνο φορτίο
Τον Μάιο του 2016, ο κ. Μοχάμαντ κατόρθωσε να φτάσει στη Γερμανία, όπου έλαβε άδεια διαμονής ενός έτους με δυνατότητα ανανέωσης. Τον περασμένο Αύγουστο έφερε εκεί τη γυναίκα του και τα παιδιά τους. Όλοι τους μαθαίνουν τη νέα γλώσσα και προετοιμάζονται για τη νέα ζωή στην Ευρώπη. Σήμερα όμως, δύο χρόνια μετά το δυστύχημα στην Αδριατική, ακόμη κουβαλούν ένα επώδυνο φορτίο.
«Παρακολουθώ και τώρα τις ειδήσεις και ψάχνω νέα για την υπόθεση», λέει στην «Κ» μέσω Skype ο κ. Μοχάμαντ από το σπίτι της οικογένειας στο Würzburg της Γερμανίας. Η γυναίκα του έχει μια μικρή ελπίδα –όπως θα είχε κάθε γονιός στη θέση της– ότι ο Ράεντ μπορεί να βρεθεί. Το ζευγάρι πάντως έχει συμφωνήσει να μη συζητά το θέμα μπροστά στα άλλα παιδιά.
Ο Αμπντουλκάντερ, ο μεγαλύτερος γιος, για πολύ καιρό έβλεπε εφιάλτες και ήταν απόμακρος. Αισθανόταν ενοχές γιατί δεν είχε ακολουθήσει τον μικρότερο αδελφό του στο πλοίο. Όσο καιρό παρέμεναν στην Τουρκία μετά το δυστύχημα, αλλά και μέχρι να ορθοποδήσουν στη Γερμανία, τα μέλη της οικογένειας δεν είχαν την ευκαιρία να λάβουν ψυχολογική υποστήριξη. Αυτό θα συμβεί τώρα.
«Η δασκάλα στο σχολείο είπε ότι ο Αμπντουλκάντερ έχει λαμπρό μέλλον μπροστά του, ότι είναι πολύ έξυπνος. Είμαι περήφανος γι’ αυτόν. Υπάρχουν όμως στιγμές που χάνεται στις σκέψεις του. Η ανάμνηση του αδελφού του δεν έχει σβήσει. Όποτε τον ρωτούν τι έχει ανάγκη, λέει ότι ο αδελφός του έχει χαθεί και θέλει να τον βρουν», λέει ο πατέρας του.
Αν και 43 ετών, στην οθόνη του υπολογιστή όσο μιλάμε μέσω Skype, ο κ. Μοχάμαντ φαίνεται μεγαλύτερος, με κατάλευκα μαλλιά και κουρασμένα μάτια. Μαθαίνει γερμανικά και περιμένει να εργαστεί είτε ως αρτοποιός, όπως και στη Συρία, είτε ως βοηθός ηλικιωμένων. «Κάθε μέρα κατηγορώ τον εαυτό μου, αλλά έχω τρία παιδιά και πρέπει να μείνω δυνατός», λέει. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ