Αντιμέτωποι με κακούργημα βρίσκονται οι εκπρόσωποι δύο εταιρειών που προμηθεύουν με ιατρικά υλικά δυο μεγάλα νοσοκομεία της Αθήνας, μετά από...
ποινική δίωξη που ασκήθηκε σε βάρος τους με εντολή της εισαγγελέως κατά της Διαφθοράς Ελένης Ράικου.
Η δίωξη αφορά στα αδικήματα της απάτης κατ' εξακολούθηση με τις επιβαρυντικές διατάξεις του νόμου περί καταχραστών του δημοσίου από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ’ επάγγελμα και το συνολικό όφελος είναι μεγαλύτερο από 150.000 ευρώ.
Πρόκειται για μια ακόμη μεγάλη υπόθεση διαφθοράς στο χώρο της Υγείας, που μπήκε στο «μικροσκόπιο» των επίκουρων εισαγγελέων κατά της Διαφθοράς Αντώνη Ελευθεριάνου και Γιάννη Σέβη. Σύμφωνα με τη δικογραφία, που πλέον έχει διαβιβαστεί σε ανακριτή, προκειμένου να επιτευχθούν οι υπερκοστολογήσεις σε ιατρικά υλικά, όπως για παράδειγμα βηματοδότες, είχαν ιδρυθεί ακόμη και εταιρείες με έδρα την Κύπρο, μόνο και μόνο για την αύξηση του κόστους αγορών!
Αυτό, που προέκυψε από την έρευνα είναι ότι οι ελληνικές εταιρείες αγόραζαν βηματοδότες, κ.ά υλικά από την κατασκευάστρια εταιρεία σε χαμηλή τιμή, στη συνέχεια όμως παρουσίαζαν τα υλικά αυτά ως είδη που είχαν προμηθευτεί από Κυπριακές εταιρείες - με τίμημα πολλαπλάσιο – και τα «μοσχοπουλούσαν» στα δυο δημόσια νοσοκομεία, επιβαρύνοντας το ελληνικό Δημόσιο και αποκομίζοντας πολύ μεγάλο κέρδος.
Ειδικότερα, από την εισαγγελική έρευνα προέκυψε ότι στις χρήσεις 2005 έως 2009 και στις χρήσεις 2006 και 2007, αντίστοιχα, οι δυο εταιρείες – προμηθεύτριες ιατρικού υλικού σε δημόσια νοσοκομεία - πραγματοποίησαν αγορές εμπορευμάτων από συνδεδεμένες αλλοδαπές εταιρίες με έδρα την Κύπρο. Οι εταιρείες αυτές μάλιστα φέρεται ότι είχαν δημιουργηθεί με μοναδικό σκοπό να αυξηθεί το κόστος αγορών και σε τίμημα αδικαιολόγητα υψηλότερο από εκείνο που θα επιτύγχαναν αν αγόραζαν τα ίδια εμπορεύματα, από τρίτα ανεξάρτητα πρόσωπα ή επιχειρήσεις!
Ακόμη, από την εισαγγελική έρευνα προέκυψε ότι οι υπερκοστολογημένες συναλλαγές σχεδόν στο σύνολο τους ήταν τριγωνικές. Μάλιστα, οι ελληνικές εταιρείες θα μπορούσαν να αγοράσουν κατευθείαν από την κατασκευάστρια επιχείρηση, εν τούτοις επέλεγαν για… ευνόητους λόγους να περνά η συναλλαγή μέσω της Κυπριακής, ώστε να φτάνει το ιατρικό υλικό υπρετιμολογημένο στο δημόσιο νοσοκομείο.
Συγκεκριμένα, η μια ελληνική εταιρεία πλήρωσε μεγαλύτερο τίμημα, κατά το έτος 2005, συνολικής αξίας περίπου 2,9 εκ. ευρώ, κατά το έτος 2006 συνολικής αξίας περίπου 3,2 εκ. ευρώ, κατά το έτος 2007 συνολικής αξίας περίπου 4,4 εκ. ευρώ, κατά το έτος 2008, συνολικής αξίας περίπου 5,9 εκ. ευρώ και κατά το έτος 2009, συνολικής αξίας περίπου 3,5 εκ. ευρώ.
Την ίδια τακτική ακολούθησε και η δεύτερη εταιρεία για τις χρήσεις 2005 έως 2009, με προμήθειες συνολικής αξίας περίπου 19 εκ. ευρώ και 34,5 εκ. ευρώ, αντίστοιχα. Οι συναλλαγές και σε αυτή την περίπτωση στο σύνολο τους ήταν τριγωνικές. Τα εμπορεύματα έφταναν κατευθείαν από τους κατασκευαστές στις εγκαταστάσεις της ελληνικής εταιρίας με δελτία αποστολής και στη συνέχεια τιμολογούνταν από την συνδεδεμένη κυπριακή εταιρία.
Το τίμημα οριζόταν αδικαιολόγητα σε ποσό ανώτερο από εκείνο που θα οριζόταν, αν οι αγορές πραγματοποιούνταν από άλλο πρόσωπο με τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά το χρόνο της κάθε αγοράς και συγκεκριμένα: Το μικτό κέρδος της κυπριακής εταιρίας είναι πολύ μεγαλύτερο από το μικτό κέρδος της ελληνικής εταιρίας, γεγονός που δύσκολα συναντάται σε συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού. Το αποτέλεσμα ήταν η ελληνική εταιρεία να πληρώσει κατά μεν τη διαχειριστική περίοδο 1.1.2006 έως 31.12.2006 μεγαλύτερο τίμημα ύψους τουλάχιστον 1,7 εκ. ευρώ, κατά δε τη διαχειριστική περίοδο 1.1.2007 έως 31.12.2007 ύψους 3,8 εκ. ευρώ, για την αγορά εμπορευμάτων από την συνδεδεμένη κυπριακή εταιρία.
Στην πραγματικότητα όμως το γεγονός αυτό ήταν ψευδές, καθ’ όσον η κάθε μια από τις εν λόγω ελληνικές εταιρίες δεν είχε αγοράσει τα πωλούμενα ιατρικά είδη από την συνδεδεμένη εταιρία, αλλά απευθείας από την κατασκευάστρια εταιρία σε τιμές υποπολλαπλάσια χαμηλότερες εκείνων που αναγράφονταν στα προαναφερθέντα τιμολόγια.
Με τον τρόπο αυτό κατάφερναν οι συμβάσεις πώλησης μεταξύ των ελληνικών εταιριών και των δημοσίων νοσοκομείων να έχουν κατά πολύ υψηλότερο τίμημα από εκείνο που θα επιτυγχανόταν αν ήταν γνωστή η πραγματική τιμή αγοράς των ιατρικών ειδών απευθείας από την κατασκευάστρια εταιρία. Και αυτό γιατί, η διαπραγμάτευση της τιμής πώλησης προς τα δημόσια νοσοκομεία θα είχε ως βάση αυτήν την τιμή και όχι εκείνη που αναγραφόταν στα εικονικά τιμολόγια. Το αποτέλεσμα ήταν να προκληθεί οικονομική ζημία στα δυο νοσοκομεία που υπερβαίνει κατά πολύ το ποσό των 150.000 ευρώ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η εισαγγελία Διαφθοράς διερεύνησε την υπόθεση με αφορμή σχετικά δημοσιεύματα. Πλέον, η περαιτέρω έρευνα ανατέθηκε σε ανακριτή, οι οποίος αφού μελετήσει τη δικογραφία θα καλέσει τους κατηγορούμενους σε απολογία και θα αποφασίσει για την περαιτέρω ποινική τους μεταχείριση.
Πρόκειται για μια ακόμη μεγάλη υπόθεση διαφθοράς στο χώρο της Υγείας, που μπήκε στο «μικροσκόπιο» των επίκουρων εισαγγελέων κατά της Διαφθοράς Αντώνη Ελευθεριάνου και Γιάννη Σέβη. Σύμφωνα με τη δικογραφία, που πλέον έχει διαβιβαστεί σε ανακριτή, προκειμένου να επιτευχθούν οι υπερκοστολογήσεις σε ιατρικά υλικά, όπως για παράδειγμα βηματοδότες, είχαν ιδρυθεί ακόμη και εταιρείες με έδρα την Κύπρο, μόνο και μόνο για την αύξηση του κόστους αγορών!
Αυτό, που προέκυψε από την έρευνα είναι ότι οι ελληνικές εταιρείες αγόραζαν βηματοδότες, κ.ά υλικά από την κατασκευάστρια εταιρεία σε χαμηλή τιμή, στη συνέχεια όμως παρουσίαζαν τα υλικά αυτά ως είδη που είχαν προμηθευτεί από Κυπριακές εταιρείες - με τίμημα πολλαπλάσιο – και τα «μοσχοπουλούσαν» στα δυο δημόσια νοσοκομεία, επιβαρύνοντας το ελληνικό Δημόσιο και αποκομίζοντας πολύ μεγάλο κέρδος.
Ειδικότερα, από την εισαγγελική έρευνα προέκυψε ότι στις χρήσεις 2005 έως 2009 και στις χρήσεις 2006 και 2007, αντίστοιχα, οι δυο εταιρείες – προμηθεύτριες ιατρικού υλικού σε δημόσια νοσοκομεία - πραγματοποίησαν αγορές εμπορευμάτων από συνδεδεμένες αλλοδαπές εταιρίες με έδρα την Κύπρο. Οι εταιρείες αυτές μάλιστα φέρεται ότι είχαν δημιουργηθεί με μοναδικό σκοπό να αυξηθεί το κόστος αγορών και σε τίμημα αδικαιολόγητα υψηλότερο από εκείνο που θα επιτύγχαναν αν αγόραζαν τα ίδια εμπορεύματα, από τρίτα ανεξάρτητα πρόσωπα ή επιχειρήσεις!
Ακόμη, από την εισαγγελική έρευνα προέκυψε ότι οι υπερκοστολογημένες συναλλαγές σχεδόν στο σύνολο τους ήταν τριγωνικές. Μάλιστα, οι ελληνικές εταιρείες θα μπορούσαν να αγοράσουν κατευθείαν από την κατασκευάστρια επιχείρηση, εν τούτοις επέλεγαν για… ευνόητους λόγους να περνά η συναλλαγή μέσω της Κυπριακής, ώστε να φτάνει το ιατρικό υλικό υπρετιμολογημένο στο δημόσιο νοσοκομείο.
Οι υπερκοστολογήσεις
Συγκεκριμένα, η μια ελληνική εταιρεία πλήρωσε μεγαλύτερο τίμημα, κατά το έτος 2005, συνολικής αξίας περίπου 2,9 εκ. ευρώ, κατά το έτος 2006 συνολικής αξίας περίπου 3,2 εκ. ευρώ, κατά το έτος 2007 συνολικής αξίας περίπου 4,4 εκ. ευρώ, κατά το έτος 2008, συνολικής αξίας περίπου 5,9 εκ. ευρώ και κατά το έτος 2009, συνολικής αξίας περίπου 3,5 εκ. ευρώ.
Την ίδια τακτική ακολούθησε και η δεύτερη εταιρεία για τις χρήσεις 2005 έως 2009, με προμήθειες συνολικής αξίας περίπου 19 εκ. ευρώ και 34,5 εκ. ευρώ, αντίστοιχα. Οι συναλλαγές και σε αυτή την περίπτωση στο σύνολο τους ήταν τριγωνικές. Τα εμπορεύματα έφταναν κατευθείαν από τους κατασκευαστές στις εγκαταστάσεις της ελληνικής εταιρίας με δελτία αποστολής και στη συνέχεια τιμολογούνταν από την συνδεδεμένη κυπριακή εταιρία.
Το τίμημα οριζόταν αδικαιολόγητα σε ποσό ανώτερο από εκείνο που θα οριζόταν, αν οι αγορές πραγματοποιούνταν από άλλο πρόσωπο με τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά το χρόνο της κάθε αγοράς και συγκεκριμένα: Το μικτό κέρδος της κυπριακής εταιρίας είναι πολύ μεγαλύτερο από το μικτό κέρδος της ελληνικής εταιρίας, γεγονός που δύσκολα συναντάται σε συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού. Το αποτέλεσμα ήταν η ελληνική εταιρεία να πληρώσει κατά μεν τη διαχειριστική περίοδο 1.1.2006 έως 31.12.2006 μεγαλύτερο τίμημα ύψους τουλάχιστον 1,7 εκ. ευρώ, κατά δε τη διαχειριστική περίοδο 1.1.2007 έως 31.12.2007 ύψους 3,8 εκ. ευρώ, για την αγορά εμπορευμάτων από την συνδεδεμένη κυπριακή εταιρία.
«Παραπλανούσαν»
Στη συνέχεια, οι δυο ελληνικές προμηθεύτριες εταιρείες παραπλανούσαν τις διοικήσεις των δημοσίων νοσοκομείων ότι τα ιατρικά είδη που συμφωνούσαν να προμηθευθούν είχαν αγοραστεί από την συνδεδεμένη εταιρία, στις τιμές μάλιστα οι οποίες αναγράφονταν στα σχετικά τιμολόγια. Κατά συνέπεια η τιμή πώλησής τους έπρεπε να ενσωματώνει το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό κέρδους, υπολογιζόμενο όμως επί της υποτιθέμενης τιμής αγοράς τους από την κυπριακή εταιρία, η οποία αναγραφόταν επ’ αυτών.Στην πραγματικότητα όμως το γεγονός αυτό ήταν ψευδές, καθ’ όσον η κάθε μια από τις εν λόγω ελληνικές εταιρίες δεν είχε αγοράσει τα πωλούμενα ιατρικά είδη από την συνδεδεμένη εταιρία, αλλά απευθείας από την κατασκευάστρια εταιρία σε τιμές υποπολλαπλάσια χαμηλότερες εκείνων που αναγράφονταν στα προαναφερθέντα τιμολόγια.
Με τον τρόπο αυτό κατάφερναν οι συμβάσεις πώλησης μεταξύ των ελληνικών εταιριών και των δημοσίων νοσοκομείων να έχουν κατά πολύ υψηλότερο τίμημα από εκείνο που θα επιτυγχανόταν αν ήταν γνωστή η πραγματική τιμή αγοράς των ιατρικών ειδών απευθείας από την κατασκευάστρια εταιρία. Και αυτό γιατί, η διαπραγμάτευση της τιμής πώλησης προς τα δημόσια νοσοκομεία θα είχε ως βάση αυτήν την τιμή και όχι εκείνη που αναγραφόταν στα εικονικά τιμολόγια. Το αποτέλεσμα ήταν να προκληθεί οικονομική ζημία στα δυο νοσοκομεία που υπερβαίνει κατά πολύ το ποσό των 150.000 ευρώ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η εισαγγελία Διαφθοράς διερεύνησε την υπόθεση με αφορμή σχετικά δημοσιεύματα. Πλέον, η περαιτέρω έρευνα ανατέθηκε σε ανακριτή, οι οποίος αφού μελετήσει τη δικογραφία θα καλέσει τους κατηγορούμενους σε απολογία και θα αποφασίσει για την περαιτέρω ποινική τους μεταχείριση.