Κατηγορίες σε βαθμό κακουργήματος απήγγειλε η Εισαγγελία Διαφθοράς σε βάρος του επιχειρηματία Ανδρέα Βγενόπουλου και ακόμα...
14 στελεχών της τράπεζας ΜΑΡΦΙΝ, αλλά και σε βάρος εφοπλίστριας για υπόθεση επισφαλούς δανειοδότησης περίπου 200 εκατομμυρίων ευρώ.
Η δικογραφία που σχηματίστηκε από τους Εισαγγελείς Διαφθοράς αφορά δάνειο ύψους περίπου 200 εκατομμυρίων ευρώ που χορήγησε η τράπεζα χωρίς εξασφαλίσεις, κατά την εισαγγελική κρίση, στην επενδυτική εταιρεία IRF συμφερόντων της εφοπλίστριας Αγγελικής Φράγκου. Η δίωξη που ασκήθηκε στον κ. Βγενόπουλο και τα στελέχη της τράπεζας αφορά την κατηγορία της απιστίας, ενώ στην κ. Φράγκου απαγγέλθηκε κατηγορία για ηθική αυτουργία στην απιστία και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα.
Η δίωξη ασκήθηκε μετά από έρευνα που που διενέργησαν με εντολή της Εισαγγελέα Διαφθοράς Ελένης Ράικου, οι εισαγγελείς Αντώνης Ελευθεριάνος και Γιάννης Δραγάτσης, σχετικά με την επίμαχη δανειοδότηση η οποία ξεκίνησε ως πρώτη πίστωση το 2006 με ποσό 75 εκατομμύρια ευρώ και μετά από αναχρηματοδοτήσεις έφτασε τα 200 εκατομμύρια. Το δάνειο, σύμφωνα με τα στοιχεία των εισαγγελέων φαίνεται να είχε χορηγηθεί για να αγοραστούν από την επενδυτική εταιρεία μετοχές του ομίλου MIG και ΜRB, στον οποίο ανήκε η τράπεζα που ενέκρινε και χορήγησε το δάνειο.
Οι εισαγγελείς θεωρούν ότι η τράπεζα δεν εξασφαλίστηκε από την συγκεκριμένη πίστωση και σύμφωνα με τα στοιχεία που συνέλεξαν η επενδυτική δεν έχει αποπληρώσει το δάνειο. Κατά τη δίωξη για τη χορήγησή του δεν υπήρχαν εξασφαλίσεις, ενώ φέρεται να μην έχει αποπληρωθεί. Η δίωξη αφορά και την κ. Φράγκου, για ηθική αυτουργία στην απιστία και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος.
Η ανακοίνωση του κ.Βγενόπουλου
Η ανακοίνωση του κ.Βγενόπουλου
«Δεν έχω διαπράξει οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη»
Η ποινική δίωξη που ασκήθηκε σήμερα, μεταξύ άλλων και κατ΄εμού, δεν είναι σύννομη και προκαλεί απορία.
Η υπόθεση είχε τεθεί, όπως είναι γνωστό, στο αρχείο μετά από πολύχρονη προκαταρκτική εξέταση με πλήρως αιτιολογημένη διάταξη της αρμόδιας εισαγγελέως. Γι’ αυτό η άσκηση ποινικής δίωξης προϋπέθετε, σύμφωνα με τον νόμο, την ύπαρξη νέων σοβαρών αποδεικτικών στοιχείων αλλά και την προηγούμενη ακρόασή μου από τους εισαγγελείς που ασχολήθηκαν εκ νέου με την υπόθεση.
Ούτε νέα στοιχεία υπήρξαν όμως, εξ όσων γνωρίζω, ούτε κλήθηκα ποτέ για να ασκήσω το θεμελιώδες δικαίωμά μου να ακουστώ και να υποδείξω τα μέσα της υπεράσπισής μου.
Υπό τα δεδομένα αυτά η ποινική μου δίωξη θα ελεγχθεί για τη νομιμότητά της και δικαιολογεί δυσπιστία για την ευθυκρισία και την αμεροληψία όσων την αποφάσισαν.
Στην πορεία της διαδικασίας θα αποδειχθεί πανηγυρικά ότι δεν έχω διαπράξει οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη.»