Τρία θεωρούνται τα μεγαλύτερα διατροφικά σκάνδαλα παγκοσμίως που ευθύνονται για την πρόκληση θανάτων και την... ανάπτυξη ασθενειών.
Το πρώτο είναι η εμφάνιση της νόσου των τρελών αγελάδων που εντοπίστηκε το 1986 σε βοοειδή στη Βρετανία. Το σκάνδαλο ξέσπασε όταν η μόλυνση μεταδόθηκε και στον άνθρωπο εξαιτίας της κατανάλωσης μολυσμένου κρέατος.
Όπως διαπιστώθηκε από έρευνες που έγιναν, ο μοναδικός λόγος της εμφάνισης της νόσου των τρελών αγελάδων στα ζώα και στη συνέχεια στον άνθρωπο ήταν η οικονομική απληστία. Οι κτηνοτρόφοι, για να αυξήσουν την παραγωγή γάλακτος από τα ζώα τους, τα τάιζαν με κρεατάλευρα, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη της νόσου της σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας.
Το δεύτερο μεγάλο διατροφικό σκάνδαλο αποκαλύφθηκε το 1999 όταν εντοπίστηκαν στο Βέλγιο κοτόπουλα και παράγωγά τους με διοξίνη. Από τις έρευνες που ακολούθησαν, αποκαλύφθηκε ότι είχαν χρησιμοποιηθεί ζωοτροφές με διοξίνη και το σκάνδαλο δεν περιορίστηκε στο Βέλγιο αφού, όπως διαπιστώθηκε, μολυσμένο με την άκρως επικίνδυνη ουσία ήταν πλήθος ζωοτροφών σχεδόν σε όλες τις χώρες.
Το τρίτο μεγάλο διατροφικό σκάνδαλο αποκαλύφθηκε στην Κίνα του 2008 όταν 53.000 βρέφη δηλητηριάστηκαν με μελαμίνη που είχε προστεθεί στο βρεφικό γάλα με αποτέλεσμα, τουλάχιστον, 4 βρέφη να πεθάνουν από νεφρική ανεπάρκεια. Στο σκάνδαλο νοθείας εμπλέκονταν 22 εταιρείες που επιμόλυναν με μελαμίνη 69 μάρκες βρεφικού γάλακτος με στόχο να διογκώσουν πλασματικά την περιεκτικότητα του προϊόντος σε πρωτεΐνη.
Η νοθεία τροφίμων και ποτών έχει αποδειχθεί μια από τις πιο επικερδείς επιχειρήσεις για το οργανωμένο έγκλημα παγκοσμίως, αφού εκτιμάται ότι τα κέρδη είναι τριπλάσια σε σχέση με εκείνα που τους αποφέρει το εμπόριο κοκαΐνης!
Την άμεση εμπλοκή της μαφίας στη νοθεία τροφίμων και ποτών επισημαίνει η ίδια η Interpol στις ετήσιες εκθέσεις της με τα αποτελέσματα της επιχείρησης Opson που βρίσκεται σε εξέλιξη από το 2011 σε συνεργασία με την Europol και τη συμμετοχή, πλέον, 60 κρατών από τα 10 που συμμετείχαν αρχικά.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Interpol, το οργανωμένο έγκλημα βρίσκεται πίσω από την εκτεταμένη νοθεία του ελαιόλαδου, του μελιού, των ποτών, του κρέατος καθώς ακόμα και προστατευόμενων προϊόντων προέλευσης, όπως είναι ορισμένα δημοφιλή είδη τυριών.
Στο ίδιο συμπέρασμα για την άμεση εμπλοκή του οργανωμένου εγκλήματος κατέληξαν και οι αρχές της Βρετανίας στην τελευταία έκθεση που παρουσίασε στα τέλη Μαρτίου η National Food Crime Unit, η ειδική υπηρεσία που έχει συσταθεί για την καταπολέμηση εγκλημάτων που σχετίζονται με τη νοθεία τροφίμων και ποτών και απειλούν άμεσα τη δημόσια υγεία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με την έκθεση των βρετανικών αρχών, πέρα από το ανυπολόγιστο κόστος στη δημόσια υγεία από την παράνομη διακίνηση νοθευμένων τροφίμων, φαρμάκων και ποτών, υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο το βρετανικό κράτος χάνει κάπου 1,2 δισεκατομμύρια λίρες, με περισσότερες από 20 εγκληματικές οργανώσεις να εμπλέκονται στην «παραγωγή» και διακίνηση!
«Σταγόνα» στον ωκεανό της νοθείας
Εντόσθια κοτόπουλου στη φορμόλη, ελιές με επικάλυψη από θειικό χαλκό, κρέας πιθήκου και συνολικά περισσότεροι από 10.000 τόνοι νοθευμένων ή παραποιημένων τροφίμων που κατασχέθηκαν σε 57 χώρες ήταν το αποτέλεσμα της τελευταίας επιχείρησης Opson διά χειρός Interpol και Europol. Επιχείρηση που έγινε και στη χώρα μας, όπου εντοπίστηκαν τρία παράνομα εργαστήρια εμφιάλωσης νοθευμένων ποτών, απ’ όπου κατασχέθηκαν περισσότερα από 7.400 μπουκάλια.
Τα αποτελέσματα, όμως, της τελευταίας επιχείρησης Opson αποτελούν σταγόνα στον ωκεανό της νοθείας τροφίμων και ποτών μπροστά στο πολυπλόκαμο δίκτυο της μαφίας που βρίσκεται σε κάθε χώρα πίσω από τη διακίνηση των επικίνδυνων τροφίμων και ποτών.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην ανακοίνωση της Interpol, αν και έγινε σειρά συλλήψεων, οι έρευνες συνεχίζονται αφού μεταξύ των στόχων της επιχείρησης είναι να εντοπιστούν και να διαλυθούν τα δίκτυα του οργανωμένου εγκλήματος που βρίσκονται πίσω από τη διακίνηση των προϊόντων αυτών.
Στόχος που δεν είναι καθόλου εύκολος αφού ακόμα και για τα μεγαλύτερα διατροφικά σκάνδαλα που συγκλόνισαν τον πλανήτη οι αρχές δεν έφτασαν στην «καρδιά» του προβλήματος και οι υπεύθυνοι δεν εντοπίστηκαν και δεν τιμωρήθηκαν.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2013 η Ευρώπη συγκλονίστηκε από το μεγάλο διατροφικό σκάνδαλο με το κρέας αλόγου που πουλιόταν ως μοσχαρίσιο. Οι έρευνες έδειξαν ότι το κρέας που χρησιμοποιήθηκε για τη νοθεία προερχόταν από άλογα ιπποδρόμου στα οποία είχε χορηγηθεί η ουσία φαινυλοβουταζόνη, ιδιαίτερα επικίνδυνη για τον άνθρωπο.
Όπως επισημαίνει στην έκθεσή της η Interpol, αν και έγιναν συλλήψεις, οι διώξεις δεν έχουν προχωρήσει ενώ οι εκτιμήσεις για το κέρδος της μαφίας από την πρόσμιξη κρέατος αλόγου με βόειο υπολογίστηκε από Βρετανούς επιστήμονες στα 1.700 δολάρια ανά τόνο!
Νοθεία από την Camorra
Την εμπλοκή της ναπολιτάνικης Camorra επισημαίνει ακόμα η Interpol στην πρώτη επιχείρηση Opson που έγινε το 2011. Όπως αποκαλύφθηκε, η Camorra βρισκόταν πίσω από τη νοθεία του προσούτο Πάρμας αλλά και της μοτσαρέλας, δυο ιταλικών προϊόντων ιδιαίτερα δημοφιλών που είναι μάλιστα και στο ευρωπαϊκό καθεστώς Ελεγχόμενης Ονομασίας Προέλευσης.
Όσον αφορά τη μοτσαρέλα, η Interpol επισημαίνει ότι φόβοι για μολυσμένη μοτσαρέλα με διοξίνη χρονολογούνται από το 2008, όταν η μαφία που είχε αναλάβει και τη διαχείριση των τοξικών αποβλήτων τα απέθετε σε περιοχές που ήταν ανεπτυγμένη η κτηνοτροφία και τα ζώα βοσκούσαν σε έδαφος που είχε μολυνθεί.
Η ιταλική μαφία βρίσκεται επίσης πίσω από τη νοθεία του ελαιόλαδου, επιχείρηση που εκτιμάται ότι έχει τζίρο άνω των 15 δισεκατομμυρίων δολαρίων τον χρόνο.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, η στροφή του οργανωμένου εγκλήματος στην παραγωγή και διακίνηση νοθευμένων τροφίμων και ποτών προκλήθηκε όχι μόνο από τα υψηλότατα κέρδη που προσφέρει, αλλά και από το γεγονός ότι δίνει τη δυνατότητα για τη νομιμοποίηση εσόδων από άλλες παράνομες δραστηριότητες. Όπως επισημαίνει στην έκθεσή της η National Food Crime Unit της Βρετανίας, η δραστηριοποίηση του οργανωμένου εγκλήματος στον τομέα των τροφίμων και των ποτών είναι το «όχημα» για άλλες παράνομες δραστηριότητες αφού μέσω του τομέα αυτού αποκτούν μεγάλη πρόσβαση σε μετρητά και άρα έχουν τη δυνατότητα να «ξεπλύνουν» χρήματα από άλλες παράνομες δραστηριότητες.