Θα γίνουν εκλογές; Πότε; Γιατί; Αυτά τα ερωτήματα είναι ίσως τα μόνα που με συνέπεια επανέρχονται ανά τακτά διαστήματα, ανεξαρτήτως της πολιτικής συγκυρίας και ανεξαρτήτως του χρόνου των...
Συνήθως τέτοια σενάρια διακινούνται από ΜΜΕ τα οποία είτε πιέζουν την εκάστοτε κυβέρνηση είτε απλώς δεν έχουν άλλο πρόσφορο θέμα. Ενίοτε ωστόσο επανέρχονται με πρωτοβουλία των κυβερνώντων, οι οποίοι πιέζουν – ή, τέλος πάντων, νομίζουν ότι πιέζουν – πότε τους δανειστές, πότε την κοινωνία και πότε το ίδιο τους το κόμμα κάθε φορά που βρίσκονται σε δύσκολη θέση και πρέπει να περάσουν μέτρα επώδυνα για την κοινωνία.
Η χθεσινή χλιαρή και άνευρη διάψευση της κυβερνητικής εκπροσώπου Όλγας Γεροβασίλη, όταν απάντησε σε σχετική ερώτηση στην έκτακτη ενημέρωση των πολιτικών συντακτών, είναι αλήθεια ότι μόνο τέλος δεν έβαλε στην υφέρπουσα εκλογολογία των ημερών. Άλλωστε η διάψευση στηρίχθηκε στο σαθρό έδαφος της κυβερνητικής «βεβαιότητας» ότι η αξιολόγηση θα κλείσει σύντομα και θα ανοίξει διάπλατα ο δρόμος για την ανόρθωση της οικονομίας...
Βεβαίως το στοιχείο αυτό σε τίποτε δεν μειώνει την πλήρη απροθυμία της κυβέρνησης για διεξαγωγή εκλογών, καθώς, όπως ομολογούν στελέχη του στενού πρωθυπουργικού κύκλου, «κανένας σώφρων άνθρωπος δεν μπορεί να μιλάει στα σοβαρά για εκλογές υπ’ αυτές τις συνθήκες».
Κυβέρνηση στα μέτρα τους
Ωστόσο η κυβέρνηση δεν δείχνει διατεθειμένη να κλείσει επισήμως το θέμα κατά τρόπο οριστικό και πειστικό. Όχι τόσο για τους συνήθεις λόγους, τους οποίους προαναφέραμε, αλλά κυρίως διότι γνωρίζει πως η αποχώρησή της αποτελεί έναενεργό σενάριο και, ακόμη περισσότερο, θερμή επιδίωξη μερίδας των δανειστών. Ας δούμε γιατί:
1. Το ΔΝΤ, όπως παραδέχονται και κυβερνητικά στελέχη, δεν πρόκειται να συγχωρήσει στην κυβέρνηση τη χρήση των απομαγνητοφωνημένων – και ενδεχομένως υποκλαπεισών – διαλόγων μεταξύ των μελών του, της ΝτέλιαΒελκουλέσκου και του Πόουλ Τόμσεν, οι οποίοι μιλούσαν ακόμη και για το ενδεχόμενο πρόκλησης πιστωτικού επεισοδίου προκειμένου η κυβέρνηση να υποχωρήσει ατάκτως σε κρίσιμα φορολογικά και ασφαλιστικά ζητήματα.
Γι’ αυτό, όχι μόνο τορπιλίζει συστηματικά την τρέχουσα πρώτη αξιολόγηση, αλλά ενδέχεται σε επόμενη φάση – μετά το βρετανικό δημοψήφισμα – να σκληρύνειακόμη περισσότερο τη στάση του. Μπορούμε εδώ να υπενθυμίσουμε ότι η αντίστροφη μέτρηση για την κυβέρνηση Σαμαρά άρχισε όταν ο τότε πρωθυπουργός διατύπωσε δημοσίως, παρουσία της Άνγκελα Μέρκελ, τη θέση του για απομάκρυνση του ΔΝΤ από την Ελλάδα.
2. Οι Ευρωπαίοι εταίροι και δανειστές έχουν «μπουχτίσει», κατά το κοινώς λεγόμενο, με την επί μακρόν διατήρηση της ελληνικής εκκρεμότητας και στασιμότητας και πολλοί θεωρούν ότι θα ευνοούσαν μια ακόμη πολιτική αλλαγή ώστε επιτέλους να προκύψει μια κυβέρνηση στα μέτρα τους.
3. Η Γερμανία, όπως αποδείχθηκε περίτρανα τον Ιούλιο του 2015, δεν θεωρεί ότι η Ελλάδα αποτελεί συστημικό κίνδυνο και γι’ αυτό ήταν έτοιμη ακόμη και για το απονενοημένο: τον εξαναγκασμό της Ελλάδας σε έξοδο από την ευρωζώνη. Ωστόσο, όπως αποκαλύπτει ένα εξαιρετικό ρεπορτάζ που δημοσιεύεται σήμερα στοtopontiki.gr, τη θεωρεί «κρίσιμο εταίρο» στο προσφυγικό και επ’ ουδενί λόγω θα επιθυμούσε την αποσταθεροποίησή της.
Αυτό όμως δεν σημαίνει πως οι Γερμανοί ταυτίζουν την πολιτική σταθερότητα με την κυβερνητική. Αντιθέτως, όλο και περισσότερα μηνύματα από το Βερολίνο υποδεικνύουν ότι μια κυβέρνηση «ευρείας αποδοχής» θα ήταν το προτιμότερο σενάριο. Οι αργόσυρτες διαπραγματεύσεις – ας θυμηθούμε ότι η τρέχουσα αξιολόγηση «σέρνεται» επί δύο ολόκληρα χρόνια, από την άνοιξη του 2014 –, οι διαρκείς παλινδρομήσεις και τα αλλεπάλληλα ελληνικά θρίλερ κάνουν πολλούς στη Γερμανία να αναπολούν την κυβέρνηση Παπαδήμου και να εκφράζονται υπέρ ενός πολιτικά άνευρου κυβερνητικού σχήματος.
Ο Γιούνκερ ξέρει...
Το σενάριο για μια κυβέρνηση «ευρείας αποδοχής» μπορεί να έχει οπαδούς στην Εσπερία, αλλά στην Ελλάδα δεν είναι αποδεκτό, κυρίως από τη Ν.Δ., η οποία θέλειεκλογές σε περίπτωση που παραιτηθεί η κυβέρνηση. Από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού απορρίπτεται ασυζητητί πλέον το ενδεχόμενο να στηρίξουν μια ευρύτερη κυβέρνηση χωρίς τη συμμετοχή της Ν.Δ. Συνεπώς η μόνη δυνατότητα σε περίπτωση παραίτησης της κυβέρνησης είναι να στηθούν πάλι κάλπες.
Το ενδεχόμενο αυτό δεν τρομάζει τους δανειστές, αφού ελάχιστα ενδιαφέρονται για την πολιτική μοίρα των εκάστοτε πρωθυπουργών και κομμάτων και εν τέλειουδέναν επιχείρησαν να προστατεύσουν από την ήττα και την καταστροφή. Κατά κανόνα οι παρεμβάσεις τους – ενίοτε στα όρια της χυδαιότητας – στα ελληνικά πολιτικά πράγματα αφορούν όχι τόσο τη σταθερότητα ή την αποσταθεροποίηση της όποιας κυβέρνησης, αλλά την παραμονή της χώρας σε σταθερή μνημονιακή τροχιά.
Εάν, λοιπόν, η νυν κυβέρνηση δεν υποχωρήσει στις σημερινές αξιώσεις τους, αν δεν κλείσει η αξιολόγηση με τον τρόπο που επιθυμούν, αν απολέσει τη στήριξή της και πέσει, αν τέλος πάντων της πάνε όλα στραβά, η γερμανική γραμμή θα είναι αυτή που κυριάρχησε και στα τελειώματα της κυβέρνησης Σαμαρά: «Να περάσει ο επόμενος».
Η μόνη αισθητή διαφοροποίηση είναι αυτή του προέδρου της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, ο οποίος, με τη χθεσινή του παρέμβαση, την οποία θα δείτε στο επόμενο δισέλιδο, φαίνεται να συνειδητοποιεί ότι τα επικίνδυνα παιχνίδια κυρίως του ΔΝΤ είναι δυνατόν να αποσταθεροποιήσουν την Ελλάδα. Είναι ίσως ο μόνος που από καιρό γνωρίζει ότι μια αναβάθμιση του ρόλου του Ταμείου μακροπρόθεσμα μπορεί εν τέλει να υπονομεύσει και την ευρωζώνη. Να δούμε αν θα εισακουστεί ή φωνάζει σε ώτα μη ακουόντων.