Της Νίνας Γ. Κασιμάτη*
Σύμφωνα με την απόφαση του Eurogroup της 27/11/2012 είχε αναληφθεί η δέσμευση εκ μέρους των δανειστών ότι εφόσον η χώρα επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα, τότε θα ξεκινήσει η συζήτηση για την αναδιάρθρωση του χρέους. Ομως, παρά το γεγονός ότι αυτό επιτεύχθηκε το 2013, τέτοια συζήτηση δεν ξεκίνησε ποτέ.
Η ίδια δέσμευση από πλευράς δανειστών αναλήφθηκε τον Ιούλιο του 2015 με την υπογραφή της νέας συμφωνίας. Οτι δηλαδή μετά την πρώτη αξιολόγηση θα ξεκινήσει η συζήτηση για την αναδιάρθρωση του χρέους, το οποίο δεν θεωρείται βιώσιμο και αναχρηματοδοτήσιμο από τις αγορές. Τα μέτρα για την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης έχουν σχεδόν συμφωνηθεί και ανέρχονται περίπου σε 5,5 δισ. με ριζική αναμόρφωση του φορολογικού και ασφαλιστικού συστήματος, και εκτιμάται ότι επαρκούν για την επίτευξη των συμφωνημένων στόχων, και σίγουρα αυτών του 2016 και του 2017, ακόμα και αν λάβουμε υπόψη τη θέση του ΔΝΤ για πρόσθετα μέτρα 3 δισ. για την επίτευξη του στόχου για το 2018, δηλαδή 3,5% πρωτογενές πλεόνασμα.
Επομένως, μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης και την εφαρμογή των μέτρων των 5,5 δισ., η ακολουθία θα ήταν να ξεκινήσει η συζήτηση και η αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους. Αυτό θα λειτουργούσε προωθητικά για την οικονομία, θα έδινε το πολυπόθητο σήμα στις αγορές ότι το χρέος θα καταστεί βιώσιμο, πράγμα που θα συνέβαλλε στην προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων, στην επιστροφή των καταθέσεων στις τράπεζες, στη συνέχεια στην ανάκαμψη και την έξοδο από την κρίση. Το σπουδαιότερο, με τη συνδρομή των προαναφερθέντων παραγόντων θα καθιστούσε τα συμφωνηθέντα μέτρα των 5,5 δισ. επαρκή για την επίτευξη και του στόχου για το 2018. Σε κάθε περίπτωση, αν θα υπήρχε κάποια απόκλιση, αυτή θα μπορούσε να εξεταστεί στο τέλος του 2017.
Η ανατροπή του λογικού αυτού μακροοικονομικού σεναρίου συμβαίνει κυρίως με την επιμονή και ευθύνη του ΔΝΤ, το οποίο επανειλημμένα έχει διαπράξει ολέθρια σφάλματα εις βάρος της οικονομίας μας, και που εμποδίζει συστηματικά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης απαιτώντας μάλιστα τώρα τη λήψη επιπρόσθετων προληπτικών μέτρων ύψους 3 δισ. Γεγονός που παραβιάζει κάθε λογική και πρακτική στη μακροοικονομική ιστορία, να συμφωνούνται δηλαδή και να εξαγγέλλονται, με τις όποιες συνέπειες για την αγορά, υφεσιακά μέτρα τα οποία δεν είναι βέβαιο ότι θα χρειασθούν. Είναι σαν να καθίσταται σκοπός τους όχι η ανάπτυξη αλλά η ύφεση, για την επίτευξη μάλιστα της οποίας η λήψη μέτρων επαπειλείται.
Η πολιτική όμως αυτή συνεχίζει τη μακρά πορεία της βίαιης, αλλά αχρείαστης πλέον, δημοσιονομικής προσαρμογής που εγκλώβισε την ελληνική οικονομία στην ύφεση και τη στασιμότητα. Το πλήρωμα του χρόνου λοιπόν τώρα θέτει το εξής ερώτημα: Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί θα τηρήσουν τα συμφωνηθέντα;
Σύμφωνα με την απόφαση του Eurogroup της 27/11/2012 είχε αναληφθεί η δέσμευση εκ μέρους των δανειστών ότι εφόσον η χώρα επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα, τότε θα ξεκινήσει η συζήτηση για την αναδιάρθρωση του χρέους. Ομως, παρά το γεγονός ότι αυτό επιτεύχθηκε το 2013, τέτοια συζήτηση δεν ξεκίνησε ποτέ.
Η ίδια δέσμευση από πλευράς δανειστών αναλήφθηκε τον Ιούλιο του 2015 με την υπογραφή της νέας συμφωνίας. Οτι δηλαδή μετά την πρώτη αξιολόγηση θα ξεκινήσει η συζήτηση για την αναδιάρθρωση του χρέους, το οποίο δεν θεωρείται βιώσιμο και αναχρηματοδοτήσιμο από τις αγορές. Τα μέτρα για την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης έχουν σχεδόν συμφωνηθεί και ανέρχονται περίπου σε 5,5 δισ. με ριζική αναμόρφωση του φορολογικού και ασφαλιστικού συστήματος, και εκτιμάται ότι επαρκούν για την επίτευξη των συμφωνημένων στόχων, και σίγουρα αυτών του 2016 και του 2017, ακόμα και αν λάβουμε υπόψη τη θέση του ΔΝΤ για πρόσθετα μέτρα 3 δισ. για την επίτευξη του στόχου για το 2018, δηλαδή 3,5% πρωτογενές πλεόνασμα.
Επομένως, μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης και την εφαρμογή των μέτρων των 5,5 δισ., η ακολουθία θα ήταν να ξεκινήσει η συζήτηση και η αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους. Αυτό θα λειτουργούσε προωθητικά για την οικονομία, θα έδινε το πολυπόθητο σήμα στις αγορές ότι το χρέος θα καταστεί βιώσιμο, πράγμα που θα συνέβαλλε στην προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων, στην επιστροφή των καταθέσεων στις τράπεζες, στη συνέχεια στην ανάκαμψη και την έξοδο από την κρίση. Το σπουδαιότερο, με τη συνδρομή των προαναφερθέντων παραγόντων θα καθιστούσε τα συμφωνηθέντα μέτρα των 5,5 δισ. επαρκή για την επίτευξη και του στόχου για το 2018. Σε κάθε περίπτωση, αν θα υπήρχε κάποια απόκλιση, αυτή θα μπορούσε να εξεταστεί στο τέλος του 2017.
Η ανατροπή του λογικού αυτού μακροοικονομικού σεναρίου συμβαίνει κυρίως με την επιμονή και ευθύνη του ΔΝΤ, το οποίο επανειλημμένα έχει διαπράξει ολέθρια σφάλματα εις βάρος της οικονομίας μας, και που εμποδίζει συστηματικά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης απαιτώντας μάλιστα τώρα τη λήψη επιπρόσθετων προληπτικών μέτρων ύψους 3 δισ. Γεγονός που παραβιάζει κάθε λογική και πρακτική στη μακροοικονομική ιστορία, να συμφωνούνται δηλαδή και να εξαγγέλλονται, με τις όποιες συνέπειες για την αγορά, υφεσιακά μέτρα τα οποία δεν είναι βέβαιο ότι θα χρειασθούν. Είναι σαν να καθίσταται σκοπός τους όχι η ανάπτυξη αλλά η ύφεση, για την επίτευξη μάλιστα της οποίας η λήψη μέτρων επαπειλείται.
Η πολιτική όμως αυτή συνεχίζει τη μακρά πορεία της βίαιης, αλλά αχρείαστης πλέον, δημοσιονομικής προσαρμογής που εγκλώβισε την ελληνική οικονομία στην ύφεση και τη στασιμότητα. Το πλήρωμα του χρόνου λοιπόν τώρα θέτει το εξής ερώτημα: Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί θα τηρήσουν τα συμφωνηθέντα;
* Η Νίνα Κασιμάτη είναι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ στη Β' Πειραιώς και το άρθρο της δημοσιεύτηκε στο "Έθνος της Κυριακής".