Η αρτηριακή υπέρταση διπλασιάζει τον κίνδυνο για στυτική δυσλειτουργία
και οι ασθενείς με υπέρταση παρουσιάζουν συνήθως σοβαρότερου βαθμού
στυτική δυσλειτουργία σε σχέση με το...
γενικό πληθυσμό.
Το ερώτημα που έχει αποτελέσει θέμα αρκετών συζητήσεων τα τελευταία χρόνια είναι κατά πόσον η στυτική δυσλειτουργία στους υπερτασικούς ασθενείς οφείλεται στην αντιυπερτασική αγωγή ή στην υπέρταση καθ’ αυτή...
Για να υπάρχει καλή στύση απαιτείται αποτελεσματική ροή στις αρτηρίες και τις φλέβες του πέους. Η αρτηριακή υπέρταση επιδρά δυσμενώς στη σεξουαλική ζωή του άνδρα μέσω της μη ικανοποιητικής ροής του αίματος στην περιοχή της πυέλου.
Aκόμα και στην ηλικία των 30 ένας άνδρας με υψηλή αρτηριακή πίεση, όπως έχουν δείξει υπερηχογραφικές μελέτες στις αρτηρίες του πέους η ροή του αίματος στα σηραγγώδη σωμάτια μειώνεται και πιθανώς αυτό οδηγεί σε προβλήματα στη σεξουαλική του ζωή.
Από την άλλη μεριά, οι β-αναστολείς και τα διουρητικά δυνητικά μπορεί να επηρεάσουν δυσμενώς με αρκετούς μηχανισμούς τη στυτική λειτουργία.
Τα τελευταία δεδομένα ωστόσο υποστηρίζουν ότι, οι διαταραχές της δομής και λειτουργίας των αγγείων ευθύνονται κατά κύριο λόγο για την πρόκληση στυτικής δυσλειτουργίας σε υπερτασικούς ασθενείς, ενώ η συμμετοχή των αντιυπερτασικών φαρμάκων φαίνεται ότι είναι υπαρκτή, αλλά μάλλον δευτερεύουσας σημασίας. Έχει παρατηρηθεί ότι ανάμεσα σε υπερτασικούς ασθενείς που λαμβάνουν αγωγή , η συχνότητα διάγνωσης στυτικής δυσλειτουργίας είναι μεγαλύτερη σε ασθενείς που γνωρίζουν ότι αυτό αποτελεί πιθανή παρενέργεια των εν λόγω φαρμάκων, γεγονός που τονίζει τη σημασία της ψυχολογικής συνιστώσας.
Ο ρόλος των διουρητικών φαρμάκων
Στο 18ο Πανευρωπαικό Συνέδριο Σεξουαλικής Υγείας που πραγματοποιήθηκε στη Μαδρίτη στις 4-6 Φεβρουαρίου 2016 ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα υπερηχογραφικής μελέτης που εκπονήθηκε στη Μονάδα Καρδιαγγειακών Νοσημάτων και Σεξουαλικής Υγείας της Α' Καρδιολογικής Κλινικής που δίνει σημαντικές πληροφορίες για την επίδραση των αντιυπερτασικών φαρμάκων στη στυτική λειτουργία.
Για πρώτη φορά μετρήθηκε υπερηχογραφικά η ροή στις πεικές αρτηρίες σε υπερτασικούς άνδρες που ελάμβάναν ένα ή συνδυασμό αντιυπερτασικών φαρμάκων. Μεταξύ των ανδρών που ελάμβαναν ένα αντυπερτασικό φάρμακο καταγράφηκε μη σημαντική μείωση της ροής του αίματος στα άτομα που έπαιρναν β-αναστολείς και ανταγωνιστές ασβεστίου συγκριτικά με εκείνους που έπαιρναν αναστολέα του άξονα ρενίνης-αγγειοτασίνης.
Από την επεξεργασία των μετρήσεων που έγιναν στα άτομα που έπαιρναν συνδυασμό αντιυπερτασικών φαρμάκων παρατηρήθηκε ότι όσοι ελάμβαναν διουρητικά σε συνδυασμό με αναστολείς του άξονα ρενίνης-αγγειοτασίνης είχαν σημαντικά μειωμένη ροή στα σηραγγώδη σωμάτια συγκριτικά με όσους ελάμβαναν άλλους συνδυασμούς φαρμάκων που δεν περιείχαν διουρητικό.
Το εύρημα αυτό πιθανώς οφείλεται στο μειωμένο λόγω του διουρητικού όγκου αίματος που παρέχεται στην περιοχή της πυέλου αλλά και στη μειωμένη σύνθεση τεστοστερόνης που επηρεάζει τη λειτουργία των αρτηριών του πέους.
Τα δεδομένα αυτής της μελέτης παρουσιάζουν αρκετό ενδιαφέρον δεδομένου ότι ένας μεγάλος αριθμός υπερτασικών ασθενών ακολουθεί αυτό το συνδυασμό αντιυπερτασικών φαρμάκων προκειμένου να πετύχουν καλύτερη ρύθμιση της αρτηριακής τους πίεσης.
γενικό πληθυσμό.
Το ερώτημα που έχει αποτελέσει θέμα αρκετών συζητήσεων τα τελευταία χρόνια είναι κατά πόσον η στυτική δυσλειτουργία στους υπερτασικούς ασθενείς οφείλεται στην αντιυπερτασική αγωγή ή στην υπέρταση καθ’ αυτή...
Για να υπάρχει καλή στύση απαιτείται αποτελεσματική ροή στις αρτηρίες και τις φλέβες του πέους. Η αρτηριακή υπέρταση επιδρά δυσμενώς στη σεξουαλική ζωή του άνδρα μέσω της μη ικανοποιητικής ροής του αίματος στην περιοχή της πυέλου.
Aκόμα και στην ηλικία των 30 ένας άνδρας με υψηλή αρτηριακή πίεση, όπως έχουν δείξει υπερηχογραφικές μελέτες στις αρτηρίες του πέους η ροή του αίματος στα σηραγγώδη σωμάτια μειώνεται και πιθανώς αυτό οδηγεί σε προβλήματα στη σεξουαλική του ζωή.
Από την άλλη μεριά, οι β-αναστολείς και τα διουρητικά δυνητικά μπορεί να επηρεάσουν δυσμενώς με αρκετούς μηχανισμούς τη στυτική λειτουργία.
Τα τελευταία δεδομένα ωστόσο υποστηρίζουν ότι, οι διαταραχές της δομής και λειτουργίας των αγγείων ευθύνονται κατά κύριο λόγο για την πρόκληση στυτικής δυσλειτουργίας σε υπερτασικούς ασθενείς, ενώ η συμμετοχή των αντιυπερτασικών φαρμάκων φαίνεται ότι είναι υπαρκτή, αλλά μάλλον δευτερεύουσας σημασίας. Έχει παρατηρηθεί ότι ανάμεσα σε υπερτασικούς ασθενείς που λαμβάνουν αγωγή , η συχνότητα διάγνωσης στυτικής δυσλειτουργίας είναι μεγαλύτερη σε ασθενείς που γνωρίζουν ότι αυτό αποτελεί πιθανή παρενέργεια των εν λόγω φαρμάκων, γεγονός που τονίζει τη σημασία της ψυχολογικής συνιστώσας.
Ο ρόλος των διουρητικών φαρμάκων
Στο 18ο Πανευρωπαικό Συνέδριο Σεξουαλικής Υγείας που πραγματοποιήθηκε στη Μαδρίτη στις 4-6 Φεβρουαρίου 2016 ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα υπερηχογραφικής μελέτης που εκπονήθηκε στη Μονάδα Καρδιαγγειακών Νοσημάτων και Σεξουαλικής Υγείας της Α' Καρδιολογικής Κλινικής που δίνει σημαντικές πληροφορίες για την επίδραση των αντιυπερτασικών φαρμάκων στη στυτική λειτουργία.
Για πρώτη φορά μετρήθηκε υπερηχογραφικά η ροή στις πεικές αρτηρίες σε υπερτασικούς άνδρες που ελάμβάναν ένα ή συνδυασμό αντιυπερτασικών φαρμάκων. Μεταξύ των ανδρών που ελάμβαναν ένα αντυπερτασικό φάρμακο καταγράφηκε μη σημαντική μείωση της ροής του αίματος στα άτομα που έπαιρναν β-αναστολείς και ανταγωνιστές ασβεστίου συγκριτικά με εκείνους που έπαιρναν αναστολέα του άξονα ρενίνης-αγγειοτασίνης.
Από την επεξεργασία των μετρήσεων που έγιναν στα άτομα που έπαιρναν συνδυασμό αντιυπερτασικών φαρμάκων παρατηρήθηκε ότι όσοι ελάμβαναν διουρητικά σε συνδυασμό με αναστολείς του άξονα ρενίνης-αγγειοτασίνης είχαν σημαντικά μειωμένη ροή στα σηραγγώδη σωμάτια συγκριτικά με όσους ελάμβαναν άλλους συνδυασμούς φαρμάκων που δεν περιείχαν διουρητικό.
Το εύρημα αυτό πιθανώς οφείλεται στο μειωμένο λόγω του διουρητικού όγκου αίματος που παρέχεται στην περιοχή της πυέλου αλλά και στη μειωμένη σύνθεση τεστοστερόνης που επηρεάζει τη λειτουργία των αρτηριών του πέους.
Τα δεδομένα αυτής της μελέτης παρουσιάζουν αρκετό ενδιαφέρον δεδομένου ότι ένας μεγάλος αριθμός υπερτασικών ασθενών ακολουθεί αυτό το συνδυασμό αντιυπερτασικών φαρμάκων προκειμένου να πετύχουν καλύτερη ρύθμιση της αρτηριακής τους πίεσης.