«Δεν είναι ηρωισμός να κάνεις το αυτονόητο» λέει ο 40χρονος ψαράς Στρατής Βαλαμιός, που μαζί με την 85χρονη Αιμιλία Καμβύση και την Σούζαν Σάραντον προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης.. Μιλώντας για την υποψηφιότητά του, δεν ξεχνά να κοιτάξει πίσω στο χρόνο και να θυμηθεί τις προσπάθειες των ψαράδων να κρατήσουν στη ζωή πρόσφυγες που βρέθηκαν ένα βήμα πριν τον πνιγμό.
Ο κ. Βαλαμιός δηλώνει στο in.gr πως εδώ και μια δεκαετία, περίπου, σώζει στη Σκάλα Συκαμνιάς ζωές προσφύγων. Αναφερόμενος στο γεγονός κάνει λόγο για καθήκον, αλλά και για μια καθημερινή συνθήκη που θλίβει και κινητοποιεί. Αρχικά ήταν Αφγανοί και Πακιστανοί που πάλευαν με τα κύματα. Τα τελευταία χρόνια τη θέση τους πήραν οι Σύροι.
Τα λόγια του ψαρά λιτά και αληθινά. Η υποψηφιότητα για Νόμπελ Ειρήνης είναι για αυτόν μια «μεγάλη τιμή», αλλά όπως λέει ανήκει σε όλους τους ψαράδες που έχουν μάθει να προσφέρουν και να βοηθούν. Δεν μιλά για πράξεις ηρωικές, αλλά για πράξεις αυτονόητες μπροστά σε καταστάσεις που μαρτυρούν μια βαθιά κρίση.
Το έργο των ψαράδων είναι πλέον πιο δύσκολο: «Παλαιότερα είχαμε δυο βάρκες την εβδομάδα, τώρα τελευταία βλέπαμε 30 – 40 βάρκες μαζεμένες με πολύ κόσμο. Ψαρεύαμε και βλέπαμε κόσμο να φωνάζει ''βοήθεια''. Μωρά, γυναίκες. Δεν μπορείς να κάνεις κάτι άλλο, αφήνεις τη δουλειά σου και βοηθάς. Είναι τρομακτικό να βλέπεις κόσμο να πνίγεται. Είναι αδιανόητο και δεν μπορώ να καταλάβω πώς γίνεται να συνεχίζει να πνίγεται κόσμος», αναφέρει ο κ. Βαλαμιός για να ομολογήσει πως συχνά δεν μπορούσε να αποφασίσει ποιον θα πρωτοσώσει.
Όταν, δε, βρισκόταν μπροστά σε μωρά μουδιασμένος σκεφτόταν πώς μπορεί να συνεχίζεται ακόμη αυτή η τραγωδία μεσοπέλαγα.
«Εάν δεν είσαι εδώ, δεν μπορείς να καταλάβεις τι συμβαίνει. Το χωριό δεν είχε συνηθίσει να βλέπει τόσα πνιγμένα μωρά. Δεν είναι όμως καινούριο για μας να βοηθάμε μετανάστες. Υπήρχαν μέρες που βλέπαμε ναυάγια και εκεί έχανε τη ζωή του πολύς κόσμος», λέει ο κ. Βαλαμιός, και θυμάται την 28η Οκτωβρίου, μια μέρα με δεκάδες πτώματα στη θάλασσα, φουρτούνα και πολλά μποφόρ.
«Μωρά είχαν χάσει τους γονείς τους και πεινούσαν. Προσπαθούσες να σώσεις το ένα και πνιγόταν το άλλο. Καθένας προσπαθούσε να σωθεί και επικρατούσε πανικός», αναφέρει ο ψαράς που έριχνε ένα σκοινί σωτηρίας στους πρόσφυγες ή πλησίαζε τη βάρκα στην οποία επέβαιναν για να τους κρατήσει στη ζωή.
Φακοί, σφυρίχτρες, φασαρία, κρούουν εφιαλτικά τα βράδια τον κώδωνα του κινδύνου και οι ψαράδες ξεχύνονται στη θάλασσα για να βοηθήσουν. «Πολύς κόσμος βοηθά στο νησί, δεν υπάρχει ξενοφοβία. Υπάρχουν γιατροί που παλιά δεν υπήρχαν στην περιοχή μας. Από το Μάιο έχουν έρθει πολλοί και από το εξωτερικό», δηλώνει ο κ. Βαλαμιός, και προσθέτει πως παλαιότερα δεν υπήρχαν εθελοντές που θα έδιναν ρούχα και τροφή στους πρόσφυγες όπως και γιατροί που θα τους εξέταζαν.
Ο κ. Βαλαμιός, παντρεμένος με παιδιά, είναι εδώ και 20 χρόνια ψαράς, και τα καλοκαίρια δουλεύει σε μια ταβέρνα γιατί, όπως λέει, «τα πράγματα είναι δύσκολα». Ζει σε ένα χωριό 150 ατόμων, σε ένα μέρος όπου κανείς δεν φοβήθηκε τους πρόσφυγες.