Να βρει ελαφρυντικά για την δολοφονία της συζύγου του επιχειρεί ο Τάσος Τσιουχάρας από...
την Κοζάνη. Κατά την διάρκεια της απολογίας του στον ανακριτή έκανε λόγο για ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η Ανθή Λινάρδου, πιθανότατα λόγω επιλόχειας κατάθλιψης, και όχι λόγω δικής του ευθύνης.
Ο ίδιος επικαλείται ψυχολογική αστάθεια για την σύζυγό του ενημερώνοντας ότι επισκεπτόταν ψυχολόγο και λάμβανε φαρμακευτική αγωγή, ενώ ταυτόχρονο αναφέρεται και σε μία «άγνωστη» απόπειρα αυτοκτονίας που φέρεται να είχε κάνει η Ανθή το 2012.
Για να δικαιολογήσει την πράξη του, ο Τάσος Τσιουχάρας αναφέρεται και στις υποψίες του ότι η σύζυγός του είχε έρθει σε επαφή μέσω του διαδικτύου και τηλεφωνικά με ένα πρώην σύντροφό της.
Ο συζυγοκτόνος υποστηρίζει ότι η συμπεριφορά της συζύγου άλλαξε μετά τις γεννήσεις των παιδιών τους το 2008 και το 2010. «Άρχισε να γίνεται πιο απόμακρη, να κλείνεται στον εαυτό της και κάποιες φορές φαινόταν σαν να χάνεται στις σκέψεις της. Για το λόγο δε, αυτό με προτροπή μου επισκεπτόταν και ειδικό γιατρό (ψυχολόγο), ο οποίος της συνέστησε φαρμακευτική αγωγή. Η ως άνω κατάσταση συνεχιζόταν και στις συνομιλίες μας αλλά και στις συνεχείς ερωτήσεις μου τι την ενοχλούσε, στην αρχή δεν απάντησε, αλλά μετά μου ανακοίνωσε ότι δεν μπορεί τη ζωή στο Βελβεντό, ότι δεν με ήθελε πλέον και ότι ήθελε να χωρίσουμε και να πάρει τα παιδιά μας μαζί της. Εγώ, παρ’ όλες τις προσπάθειές μου, δεν μπορούσα να κατανοήσω τη στάση της αυτή και άρχισα να αισθάνομαι ανήμπορος να τη συνεφέρω και να μπορέσω να διατηρήσω τη σχέση μας και την οικογένειά μας», λέει ο Τάσος Τσιουαρας και συνεχίζει: «Τα προβλήματα της συζύγου κορυφώθηκαν όταν έκανε απόπειρα αυτοκτονίας το έτος 2012, οπότε συνειδητοποίησα ότι η κατάστασή της έχει φθάσει στο απροχώρητο. Παράλληλα με αυτή την αλλαγή στη συμπεριφορά της και την απόπειρα αυτοκτονίας που έκανε, διαπίστωσα ότι είχε το τελευταίο χρονικό διάστημα, που υπερέβαινε το έτος, με δική της πρωτοβουλία, συχνή συνομιλία, διαδικτυακή και τηλεφωνική, με έναν πρώην σύντροφό της. Όταν το ανακάλυψα, έχασα κυριολεκτικά τη γη κάτω από τα πόδια μου. Προσπάθησα όμως μέχρι την ύστατη στιγμή να τη συνεφέρω αλλά προφανώς δεν τα κατάφερα».
Πώς έγινε η δολοφονία
«Το Σάββατο 9/1/2016 το βράδυ όταν επέστρεψα από μία εκδήλωση, πέρασα πρώτα από το δωμάτιο των παιδιών μας και τα είδα ότι κοιμούνταν. Έπειτα πήγα στο υπνοδωμάτιό μας όπου βρισκόταν η σύζυγός μου. Μου είπε με έντονο και αποφασιστικό ύφος ότι θέλει να φύγει και να πάρει και τα παιδιά μαζί της. Της είπα ότι ακόμη είμαι ερωτευμένος μαζί της και της ζήτησα για χάρη των παιδιών να προσπαθήσουμε δίδοντας μια ευκαιρία ακόμη στη σχέση μας. Αυτή ήταν ανένδοτη και έξαλλη. Αρχίσαμε να μαλώνουμε, στην αρχή λεκτικά», λέει στην απολογία του ο συζυγοκτόνος και συνεχίζει: «Όταν της ανέφερα, όμως, το γεγονός ότι γνώριζα τις συνομιλίες που είχε με τον πρώην της σύντροφο, εκείνη εκνευρίστηκε, φώναζε ακόμη περισσότερο και αρχίσαμε να χτυπάμε ο ένας τον άλλον. Το ερωτικό μου πάθος για τη σύζυγό μου, μαζί με την υπόνοια ότι μπορούσε να ποθεί άλλον άνδρα και ότι θα έπαιρνε μαζί της τα παιδιά μας, μου θόλωσαν το μυαλό. Επειδή είμαι δυνατότερος, πάνω στην πάλη κατάφερα να την πιάσω από το λαιμό με το ένα χέρι και με το άλλο της κρατούσα το στόμα, πιέζοντάς τη δυνατά. Δυστυχώς για όλους μας, δεν σταμάτησα έγκαιρα το στραγγαλισμό, με αποτέλεσμα να πέσει νεκρή. Έμεινα σχεδόν ακίνητος, για λίγα λεπτά δεν είχα συναίσθηση του τι έκανα. Ήταν πλέον αργά, είχα σκοτώσει τη σύζυγό μου».