«Η Μαρία δεν ήταν καλά. Ούτε με το φίλο της ήταν εντάξει. Δεν ξεπέρασε ποτέ τον χωρισμό της. Το γεγονός ότι εξακολουθούσαν να έχουν επαφή την έκανε...
ακόμα χειρότερα.
Θα έκανε τα πάντα για εκείνον. Θα πήγαινε και στην Κρήτη όπου δούλευε αν γινόταν. Ήξερα ότι δεν περνούσε καλά στο σπίτι. Κλάματα. Πολλά κλάματα.Αισθανόταν πολύ καταπιεσμένη. Υπήρχαν και κάποιες καταστάσεις που την είχαν πληγώσει. Δεν άφηνε ποτέ από πάνω της το κινητό της τηλέφωνο».
Με αυτό τον τρόπο περιγράφει στην κατάθεσή της στην Ασφάλεια τα όσα ήξερε για την 21χρονη Μαρία Νταλιάνη μία από τις κολλητές φίλες της. Ακόμα και όταν η όμορφη φοιτήτρια παιδαγωγικών αποφάσισε να πέσει από τον 4ο όροφο του σπιτιού της στο Παγκράτι είχε πάνω της το κινητό της τηλέφωνο. Μία ημέρα πριν την εξαφάνισή της στις 30 Σεπτεμβρίου 2015 είχε μιλήσει με το 23χρονο φίλο της και κανόνισαν να βρεθούν από κοντά. Πέντε μήνες νωρίτερα, τον περασμένο Απρίλιο, είχε υποστεί το δυνατό σοκ του χωρισμού, καθώς εκείνος της ανακοίνωσε ότι έχει βρει άλλη κοπέλα.
«Δεν είναι η προδοσία που πονάει. Είναι οι άνθρωποι που σε κοίταξαν κάποτε στα μάτια και υποσχέθηκαν πως δεν θα σε προδώσουν ποτέ», έγραφε στο Facebook η Μαρία λίγες ημέρες μετά το χωρισμό της.
Είχε περάσει μαζί του τρία ολόκληρα χρόνια. Κατά τη διάρκεια της 6ημερης αναζήτησης της Μαρίας ο 23χρονος είχε πάει στη μητέρα της για να της πει ότι θα κάνει τα πάντα για να τη βρει. Ήξερε ότι η 21χρονη είχε ανάγκη τον τελευταίο καιρό να μείνει λίγο μόνη.
Προφητικό ήταν το μήνυμά της στο Facebook την ημέρα των γενεθλίων της στις 26 Αυγούστου 2015. Απαντώντας στις ευχές φίλης της γράφει: «Δεν ξέρεις ποτέ. Μπορεί και να μην ζήσω και να τελειώσει η ζωή μου εδώ». Οι κοντινοί της άνθρωποι ήξεραν ότι είχε κλειστεί στον εαυτό της. Το οικογενειακό περιβάλλον της αποδίδει τη στενοχώρια της Μαρίας στον 23χρονο φίλο της και τη συμπεριφορά του, που της προκάλεσε τεράστια ερωτική απογοήτευση, κάτι όμως που συμβαίνει σε πολλούς ανθρώπους αλλά μπορούν να το διαχειριστούν, ίσως όχι όμως και η Μαρία.
Οι σχέσεις της Μαρίας με τον πατριό της, όπως προκύπτει μέσα από τις καταθέσεις του φιλικού περιβάλλοντος, ήταν κακές. Η επιδείνωση των σχέσεων ήρθε όταν η Μαρία έπιασε δουλειά σε καφετέρια.
Ο πατριός της φέρεται να ενοχλούνταν από το γεγονός ότι εκεί οι πελάτες της έπιαναν την κουβέντα. Η 21χρονη αντιδρούσε, καθώς, όπως έλεγε, δεν ήθελε να την περιορίζουν στις επιλογές εργασίας και στις ώρες εξόδου της για διασκέδαση. Οι αστυνομικοί του Τμήματος Ασφάλειας Παγκρατίου έχουν πληροφορηθεί, μεταξύ άλλων, για ένα περιστατικό βίας -η Μαρία δέχθηκε χαστούκι- στο σπίτι της οικογένειας, το οποίο ωστόσο έγινε τρία χρόνια πριν. Σε αντίθεση με την πληροφορία αυτή η μητέρα της 21χρονης κατέθεσε στους αστυνομικούς ότι «ο πατριός της είχε καλές σχέσεις μαζί της. Συζητούσαν με ηρεμία μεταξύ τους. Αυτό που ήξερα είναι ότι δεν έχει ξεπεράσει το χωρισμό της. Ο φίλος της φαίνεται να στεκόταν και να επεσήμαινε το κινητικό της πρόβλημα».
Η ψυχολογία της φοιτήτριας, η οποία δεν πρόλαβε να γνωρίσει το βιολογικό της πατέρα, περιγράφεται ως εύθραυστη και λόγω του κινητικού προβλήματος που αντιμετώπιζε εκ γενετής. Παρά τις επεμβάσεις η δυσκολία στο περπάτημα ήταν ορατή. Σύντομα σκόπευε να κάνει μία σημαντικής σημασίας ιατρική επέμβαση που ίσως μπορούσε να βελτιώσει τα πράγματα.