Σε ηλικία 64 ετών ο Μοχάμαντ Σ.Ζ. ήθελε να αποδείξει στον εαυτό του ότι παραμένει νέος. Tαξίδεψε με το ποδήλατό του από το Ιράν μέχρι το Παρίσι διανύοντας περισσότερα από 5.000 χιλιόμετρα σε....
130 μέρες.
Αρκετά χρόνια αργότερα, ο 76χρονος πλέον Αφγανός πρόσφυγας χρειάστηκε να κάνει με το ποδήλατο μια εξίσου μεγάλη και επίπονη διαδρομή, αυτή τη φορά από το Ιράν ως την Κωνσταντινούπολη με στόχο να αναζητήσει μια καλύτερη ζωή στην Ευρώπη.
«Αναζητώ μια καλύτερη ζωή για το μέλλον. Και είναι αστείο, γιατί είμαι 76 χρονών. Θα πεθάνω, γιατί να θέλω να μπω σε περιπέτειες; Όχι, είμαι ζωντανός. Η καρδιά μου είναι νέα. Αισθάνομαι νέος» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Το μακρύ αυτό ταξίδι έκανε ολομόναχος. Ωστόσο, τον συντρόφευαν οι δύο μεγάλες αγάπες του: το ποδήλατό του και η επαγγελματική φωτογραφική μηχανή του. Επίσης, είχε μαζί του το λάπτοπ του, έναν εκτυπωτή και μια σκηνή για να ξεκουράζεται κατά τη διάρκεια της διαδρομής.
Στην Τουρκία αναγκάστηκε να τα πουλήσει όλα. «Ήθελα να μείνω εκεί, αλλά η κυβέρνηση δεν μου επέτρεπε να δουλέψω και να ζήσω εκεί. Αναγκάστηκα λοιπόν να πουλήσω τα πάντα για να συγκεντρώσω τα 1.500 δολάρια που μου ζήτησαν οι διακινητές, προκειμένου να έρθω στην Ελλάδα» εξηγεί.
Το ταξίδι του ως τη Λέσβο ήταν εφιαλτικό, όπως άλλωστε το περιγράφουν και οι χιλιάδες άλλοι μετανάστες και πρόσφυγες που ακολουθούν την ίδια διαδρομή. «Σε ένα πλοίο λίγο μεγαλύτερο από το κρεβάτι μου επιβιβαστήκαμε 43 άτομα. Δεν μπορούσαμε να κουνηθούμε. Ήμασταν στη θάλασσα τέσσερις ώρες» θυμάται.
Εξίσου εφιαλτικές, όμως, περιγράφει και τις πρώτες μέρες του στη Λέσβο. «Όταν φτάσαμε, χρειάστηκε να διανύσουμε μια απόσταση 76 χιλιομέτρων με τα πόδια. Δεκαεπτά ώρες περπατούσαμε για να πάμε στο σημείο, όπου γινόταν η καταγραφή από την αστυνομία. Ένα βράδυ χρειάστηκε να κοιμηθούμε έξω από το αστυνομικό τμήμα, πάνω στην άσφαλτο για να ξεκουραστούμε. Οι περαστικοί γελούσαν μαζί μας. Αλλά δεν μας ένοιαζε» περιγράφει και συνεχίζει: «Μετά μας μετέφεραν σε ένα στρατόπεδο προσφύγων. Έμεινα εκεί 14 μέρες, όπου μας έδιναν μόνο ένα γεύμα την ημέρα. Έπειτα μας πήγαν ξανά στη Μυτιλήνη για να φύγουμε για Αθήνα, αλλά δεν είχα τα χρήματα για να βγάλω εισιτήριο. Κάθε εισιτήριο κόστιζε 49 ευρώ. Ευτυχώς με βοήθησαν άλλοι συμπατριώτες μου».
Καταλαβαίνει ότι πολλοί αναρωτιούνται γιατί οι πρόσφυγες έρχονται στην Ελλάδα. «Ξέρω ότι ο κόσμος εδώ δεν μας αποδέχεται, ήξερα την κατάσταση από πριν. Μπορώ να το διαβάσω στα μάτια και στους τρόπους τους, μπορώ να αισθανθώ πώς μας κοιτάζουν. Ξέρω, αλλά τι μπορώ να κάνω; Χάσαμε τη ζωή μας, χάσαμε την οικογένειά μας, χάσαμε τα λεφτά μας, χάσαμε τη δουλειά μας, χάσαμε την ευτυχία μας. Χάσαμε πολλά για να έρθουμε εδώ και να βρούμε μια νέα ζωή. Η Ελλάδα είναι η πύλη για την Ευρώπη».
Αφηγείται βουρκωμένος τα βιώματά του. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Αφγανιστάν και σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Μάντσεστερ. Όταν επέστρεψε από την Αγγλία, με το όνειρο να μεταφέρει στα παιδιά της χώρας του τις γνώσεις που είχε αποκομίσει, το Αφγανιστάν είχε ήδη παραδοθεί στους Ταλιμπάν και εκείνος αναγκάστηκε να φύγει μαζί με την οικογένειά του, τον πατέρα του, τη μητέρα του και τα δύο αδέλφια του. Προορισμός του ήταν το Ιράν. «Στο Ιράν δεν μας ήθελαν. Χωρίς χαρτιά, χωρίς φαγητό, χωρίς διαμονή, χωρίς τίποτα, απλώς μας έδωσαν ένα χώρο για να μείνουμε. Δεκαπέντε χρόνια ζήσαμε εκεί. Σε αυτά τα χρόνια, επειδή ήμουν Αφγανός και δεν είχα χαρτιά, δεν μπορούσα να δουλέψω. Αναγκάστηκα να δουλεύω κρυφά σε σπίτια και να μαθαίνω σε παιδιά αγγλικά» θυμάται.
Έπειτα από 15 χρόνια η οικογένεια αποφάσισε να γυρίσει πίσω στο Αφγανιστάν. «Εκεί μείναμε άλλα δέκα χρόνια, αλλά όλη η οικογένειά μου σκοτώθηκε σε βομβαρδισμό. Τότε αναγκάστηκα να γυρίσω ξανά στο Ιράν, ωστόσο είχα πρόβλημα με την καρδιά μου και έκανα εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς». Δύο χρόνια μετά πήρε τη μεγάλη απόφαση να ταξιδέψει στην Τουρκία: «Στο Ιράν δεν θέλουν τους πρόσφυγες, μας έδιωχναν. Αλλά οι πρόσφυγες δεν θέλουν να πάνε πίσω στις χώρες τους».
Εδώ και ενάμιση μήνα ο Μοχάμαντ μένει στο ανοιχτό κέντρο φιλοξενίας του Ελαιώνα. Εκεί θεωρείται εμβληματική μορφή με το σφρίγος και τη ζωντάνια που αναβλύζουν από ένα σώμα 76 ετών. «Οι συνθήκες διαμονής στο κέντρο φιλοξενίας δεν είναι καλές. Για παράδειγμα, έχουν ζεστό νερό για να πιούμε και κρύο νερό για να κάνουμε μπάνιο, δηλαδή το τελείως αντίθετο από ό,τι θα έπρεπε. Το φαγητό είναι τόσο κρύο και άγευστο. Δεν υπάρχει πλυντήριο ρούχων για να πλύνουμε τα ρούχα μας. Τα παιδιά παίζουν δίπλα από μεγάλες τρύπες και κινδυνεύουν να χτυπήσουν. Υπάρχουν όμως και πολλά καλά. Το χαμόγελο, οι τρόποι συμπεριφοράς και το καλωσόρισμα των ανθρώπων που δουλεύουν εδώ. Και θέλω να ευχαριστήσω τους ανθρώπους αυτούς, γιατί προσπαθούν να λύσουν όποιο πρόβλημα δημιουργείται» αναφέρει.
Στις ευχαριστίες συμπεριλαμβάνει και την Υπηρεσία Ασύλου, τους οποίους γνώρισε όταν πήρε την απόφαση να υποβάλει αίτημα ασύλου για να μείνει στην Ελλάδα. Με δάκρυα στα μάτια μας εξηγεί το γιατί: «Δεν έχω άλλα χρήματα για να συνεχίσω το ταξίδι μου, δεν έχω τίποτα. Οι άλλοι πρόσφυγες μπορούν να δουλέψουν. Όμως εγώ δεν μπορώ. Έχουν κοντά τους την οικογένειά τους. Εγώ δεν έχω κανέναν να με υποστηρίξει σε αυτή τη δύσκολη φάση. Δεν ξέρω τι θα κάνω».
Ωστόσο, παρά τις δυσκολίες δεν παύει να ονειρεύεται ένα ευτυχισμένο μέλλον. Και ένα ευτυχισμένο μέλλον περιλαμβάνει γι' αυτόν και μια μεγάλη αγάπη του, μια φωτογραφική μηχανή. «Ελπίζω να μπορέσω να δανειστώ μια μηχανή και να δουλέψω για να την ξεπληρώσω. Θα μπορούσα να φωτογραφίζω τουρίστες και να τους βοηθάω να αποτυπώνουν ωραίες αναμνήσεις. Θα ήθελα να δουλέψω. Πρέπει να δουλέψω».