Τη συγκλονιστική του ιστορία διηγήθηκε στον Αμερικανό φωτογράφο και blogger Brandon Stanton, ο Μοχάμεντ, ένας πρόσφυγας από...
τη Συρία.
Η ιστορία δημοσιεύτηκε στο blog του Stanton, το «Humans of New York» (HONY) που είναι ένα από τα διασημότερα blog/Facebook pages που υπάρχουν αυτή στη στιγμή στο ίντερνετ, που αριθμεί πάνω από 15 εκατομμύρια ακολούθους.
Πριν από λίγες ημέρες, ο Stanton ήρθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα στην Κω, με σκοπό να καταγράψει εικόνες και μαρτυρίες προσφύγων που βρίσκονται στο νησί.
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, ο Μοχάμεντ σπούδαζε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Δαμασκού. Ο πόλεμος ανέτρεψε τα πάντα και ο Μοχάμεντ προσπάθησε να βρει καταφύγιο στην Ευρώπη. Ο ξυλοδαρμός του πατέρα του, ο αποκεφαλισμός του αδελφού του, η εγκατάλειψη από τον διακινητή στη μέση της φουρτουνιασμένης θάλασσας αλλά και η κακοποίηση όπως καταγγέλλει από Έλληνες αστυνομικούς στη Σαμοθράκη, συνθέτουν την Οδύσσεια του Κούρδου πρόσφυγα, πριν τελικά βρει τη σωτηρία στην Αυστρία.
H καταγγελία
O Μοχάμεντ καταγγέλλει τη συμπεριφορά Ελλήνων αστυνομικών στη Σαμοθράκη. Όπως υποστηρίζει οι αστυνομικοί υποδέχτηκαν εκείνον και άλλους πρόσφυγες σαν να ήταν εγκληματίες, τους φυλάκισαν, τους έβρισαν και παρά τις εκκλήσεις τους, τους άφησαν για τρεις ημέρες χωρίς φαγητό και νερό.
Λέει ο Μοχάμεντ:
«Το νησί που βρεθήκαμε λεγόταν Σαμοθράκη. Νιώθαμε ευγνωμοσύνη που βρισκόμασταν εκεί. Νομίζαμε ότι είχαμε φτάσει στην ασφάλεια. Αρχίσαμε να περπατάμε προς το αστυνομικό τμήμα για να καταγραφούμε ως πρόσφυγες. Ζητήσαμε μάλιστα από έναν άνδρα στην άκρη του δρόμου να πάρει τηλέφωνο την αστυνομία για μας. Είπα στους υπόλοιπους πρόσφυγες να αφήσουν εμένα να μιλήσω για εκείνους, αφού μιλούσα Αγγλικά. Ξαφνικά δύο τζιπ της αστυνομίας ήρθαν με ταχύτητα προς το μέρος μας και φρέναρε απότομα. Συμπεριφέρονταν λες και ήμασταν δολοφόνοι και μας αναζητούσαν. Μας σημάδεψαν με όπλα φωνάζοντας: «Ψηλά τα χέρια». Τους είπα: «Σας παρακαλώ, μόλις γλιτώσαμε από τον πόλεμο, δεν είμαστε εγκληματίες». «Σκάσε μαλάκα», μου είπαν. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή τη λέξη: Μαλάκα. Μαλάκα. Μαλάκα. Μόνο έτσι μας αποκαλούσαν.
Μας πέταξαν στη φυλακή. Τα ρούχα μας ήταν βρεγμένα και δεν μπορούσαμε να σταματήσουμε να τρέμουμε. Δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε. Ακόμα νιώθω αυτό το κρύο στα κόκαλα μου. Για τρεις μέρες δεν είχαμε ούτε φαγητό, ούτε νερό. Είπα στους αστυνομικούς: «Δεν χρειαζόμαστε φαγητό, αλλά σας παρακαλώ δώστε μας νερό». Εκλιπαρούσα τον διοικητή να μας αφήσει να πιούμε. Και πάλι είπε: «Σκάσε, μαλάκα». Θα θυμάμαι το πρόσωπο αυτού του άντρα για την υπόλοιπη ζωή μου. Είχε ένα κενό ανάμεσα στα δόντια, κι έτσι μας έφτυνε όταν μιλούσε. Επέλεξε να παρακολουθεί επτά ανθρώπους να υποφέρουν από τη δίψα για τρεις ημέρες ικετεύοντας τον για νερό.
Σωθήκαμε όταν τελικά μας έβαλαν σε ένα πλοίο και μας έστειλαν σε ένα στρατόπεδο στην ενδοχώρα. Για δώδεκα ημέρες μείναμε εκεί προτού να τραβήξουμε βόρεια με τα πόδια. Περπατούσαμε τρεις εβδομάδες. Δεν έτρωγα τίποτα, παρά μόνο φύλλα. Σαν ζώο. Ξεδιψούσαμε από βρώμικα ποτάμια. Τα πόδια μου πρήστηκαν τόσο πολύ που χρειάστηκε να βγάλω τα παπούτσια μου. Όταν φτάσαμε στα σύνορα ένας Αλβανός αστυνομικός μας βρήκε και μας ρώτησε αν είμαστε πρόσφυγες. Όταν του είπαμε «ναι», υποσχέθηκε ότι θα μας βοηθούσε. Μας είπε να κρυφτούμε στο δάσος μέχρι το σούρουπο. Δεν τον εμπιστευόμουν αλλά ήμουν πολύ κουρασμένος για να τρέξω. ‘Όταν έπεσε η νύχτα, μας φόρτωσε όλους στο αμάξι του. Μετά μας οδήγησε στο σπίτι του, όπου μας άφησε να μείνουμε για μια εβδομάδα. Μας έφερε καινούργια ρούχα, Μας ταΐζε κάθε βράδυ. Μου είπε: «Μην ντρέπεσαι. Κι εγώ έζησα πόλεμο. Τώρα είσαι οικογένεια μου κι αυτό είναι και δικό σου σπίτι».
Ο ξυλοδαρμός του πατέρα του στη Συρία και η δολοφονία του αδελφού του
Ο Μοχάμεντ εξιστορεί στον Stanton και όσα τραγικά συνέβησαν πριν αναζητήσει τη σωτηρία στην Ευρώπη, πριν τον σταθμό στη Σαμοθράκη, πριν την τελική σωτηρία στην Αυστρία όπου απέκτησε υπηκοότητα και διαβατήριο. Περιγράφει με λεπτομέρειες τη βιαιότητα που έζησε η οικογένεια του από τους τζιχαντιστές. Όπως καταγγέλλει το Ισλαμικό Κράτος δολοφόνησε τον αδελφό του και έστειλε το κεφάλι στο σπίτι του. Είχε προηγηθεί ο ανελέητος ξυλοδαρμός του πατέρα του.
«(…)Ήρθα σε επαφή με έναν δουλέμπορο που κανόνισε τη μεταφορά μου στην Κωνσταντινούπολη. Ήμουν έτοιμος να φύγω για την Ευρώπη, όταν δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από την αδελφή μου. Μου είπε, ότι η Αστυνομία είχε χτυπήσει άσχημα τον πατέρα μας και ότι, αν δεν έδινα 5.000 ευρώ για την εγχείρηση που χρειαζόταν να κάνει, θα πέθαινε. Τι να έκανα; Δεν είχα επιλογή. Δύο εβδομάδες αργότερα, έλαβα ακόμα χειρότερα νέα. Ο αδελφός μου που δούλευε σε εταιρεία γεώτρησης πετρελαίου είχε δολοφονηθεί από άνδρες του ISIS,. Βρήκαν τη διεύθυνσή μας στην ταυτότητά του κι έστειλαν το κεφάλι του στο σπίτι μας, με ένα μήνυμα: “Οι Κούρδοι δεν είναι μουσουλμάνοι”. Η μικρότερη αδελφή μου βρήκε το κεφάλι του αδελφού μου. Αυτό συνέβη πριν από έναν περίπου χρόνο. Από τότε, δεν έχει πει ούτε μία λέξη...»
Η μάχη με τα κύματα
Σύμφωνα με τον Μοχάμεντ, ο δουλέμπορος που ανέλαβε να τους μεταφέρει με το αζημίωτο στην Ελλάδα τους εγκατέλειψε μεσοπέλαγα να παλέψουν με τα κύματα:
«Ο διακινητής έβγαλε ένα όπλο, μας σημάδεψε και είπε «αν δεν σκάσετε, θα σας σκοτώσω». Μας πήγε σε μία παραλία κι ενώ ετοίμαζε το σκάφος, ο συνεργός του μας σημάδευε με το όπλο. Η βάρκα ήταν πλαστική κι είχε τρία μέτρα μήκος. Όταν μπήκαμε μέσα, όλοι πανικοβλήθηκαν και η βάρκα άρχισε να βουλιάζει. Δεκατρία άτομα φοβήθηκαν τόσο, που δεν ήθελαν να συνεχίσουν. Όμως ο δουλέμπορος είπε, ότι ακόμα κι αν είχαμε αλλάξει γνώμη, θα κρατούσε τα λεφτά, οπότε οι επτά αποφασίσαμε, να συνεχίσουμε. Μας είπε, ότι θα μας οδηγούσε στο νησί, αλλά μετά από μερικά μέτρα πήδηξε στη θάλασσα και κολύμπησε μέχρι την ακτή. Μας είπε να πηγαίνουμε μόνο ευθεία.
Τα κύματα γίνονταν όλο και μεγαλύτερα και κάλυπταν τη βάρκα. Επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι. Δεν βλέπαμε ούτε στεριά ούτε φώτα, μόνο θάλασσα. Μετά από μισή ώρα, η μηχανή σταμάτησε να λειτουργεί. Πίστεψα, ότι θα πεθάνουμε όλοι. Φοβήθηκα τόσο πολύ, που το μυαλό μου σταμάτησε να λειτουργεί. Οι γυναίκες άρχισαν να κλαίνε, καμία δεν ήξερε κολύμπι. Τους είπα ψέματα, ότι θα κατάφερνα να κολυμπήσω με τρία άτομα στην πλάτη μου. Τότε, ξεκίνησε να βρέχει. Το σκάφος άρχισε να στριφογυρνάει. Όλοι φοβόμασταν τόσο πολύ, που κανείς δεν μιλούσε. Αλλά ένας άνδρας προσπάθησε να φτάξει τη μηχανή και λίγα λεπτά μετά, ξεκίνησε και πάλι. Δεν θυμάμαι πώς φτάσαμε στη στεριά. Αλλά θυμάμαι ότι φιλούσα όποιο κομμάτι γης έβρισκα. Μισώ τη θάλασσα τώρα. Τη μισώ τόσο πολύ. Δεν θέλω να κολυμπήσω. Δεν θέλω να την βλέπω. Μισώ ό,τι έχει σχέση με τη θάλασσα».