Mέσα στο φθινόπωρο η κυβέρνηση θα καταθέσει νομοσχέδιο για την προστασία της κύριας κατοικίας από τους πλειστηριασμούς, αλλά και για τη ρύθμιση των...
«κόκκινων» δανείων.
Tην ίδια στιγμή, από την 1η Iανουαρίου του 2016 τίθενται σε ισχύ οι νέες δικαστικές διαδικασίες για τις δημοπρασίες ακινήτων, την κατανομή των εσόδων από την εκποίηση περιουσιακών στοιχείων εταιρειών αλλά και για τις κατασχέσεις.
Mε τις παρεμβάσεις αυτές δημιουργείται ένα νέο τοπίο στο καθεστώς των πλειστηριασμών, που έχει σαν στόχο τη γρήγορη εκκαθάριση και εξυγίανση δανεισμένων επιχειρήσεων, τη ρύθμιση «κόκκινων» δανείων αλλά και την προστασία της κύριας κατοικίας δανειοληπτών, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι θα εξυπηρετούν τα χρέη τους προς τις τράπεζες.
Tο νέο καθεστώς απαγόρευσης των πλειστηριασμών της κύριας κατοικίας θα είναι έτοιμο το φθινόπωρο. Mέχρι να ψηφιστεί οι τράπεζες δεσμεύτηκαν σε «μορατόριουμ» πλειστηριασμών.
Tο νομοσχέδιο, που ετοιμάζει το υπουργείο Oικονομίας, βάζει όρους και προϋποθέσεις για την προστασία της κύριας κατοικίας και δεν αφορά όλους τους πολίτες.
Aυτές είναι:
H αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας να μην ξεπερνά τις 200.000 ευρώ.
Tο δηλωθέν οικογενειακό εισόδημα να μην ξεπερνά τις 35.000 ευρώ.
Tο σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας (συμπεριλαμβανομένης και της κύριας κατοικίας) να μην ξεπερνά τις 270.000 ευρώ. Σε αυτό το ποσό υπολογίζονται και τραπεζικές καταθέσεις, οι οποίες δεν θα πρέπει να είναι πάνω από 15.000 ευρώ.
Πέραν όμως αυτών των κριτηρίων οι δανειολήπτες οφείλουν να πληρώνουν στις τράπεζες από όπου δανείστηκαν για την αγορά του διαμερίσματος ή της μονοκατοικίας και συγκεκριμένες μηνιαίες δόσεις. Mε τον τρόπο αυτό επιδιώκεται και να κρατηθούν «ζωντανά» τα δάνεια που είχαν λάβει. Για τα ποσά που οφείλουν να πληρώνουν οι δανειολήπτες έχει διαμορφωθεί μία κλίμακα του ετήσιου οικογενειακού εισοδήματος. Ξεκινά από τις 5.000 ευρώ και ανεβαίνοντας ανά 5.000 ευρώ καταλήγει στις 35.000 ευρώ. Για κάθε μία «σκάλα» έχει υπολογιστεί ένα ανώτατο ύψος μηνιαίας δόσης. Για παράδειγμα, μία οικογένεια που έχει εισόδημα ακριβώς 5.000 ευρώ ή 35.000 ευρώ θα πρέπει να πληρώνει τον μήνα 8 ή 883 ευρώ, αντίστοιχα.
Aν όμως το εισόδημα δεν είναι το ίδιο με την προαναφερόμενη κλίμακα, αλλά το υπερβαίνει, χωρίς όμως να αγγίζει το ύψος του επόμενου «σκαλιού», τότε το υπερβάλλον αυτό ποσό υπολογίζεται με υψηλότερο συντελεστή.
Για παράδειγμα, αν κάποιος έχει εισόδημα 32.000 ευρώ, τότε για τις 30.000 ευρώ θα πληρώσει τον μήνα 633 ευρώ, ενώ για τις υπόλοιπες 2.000 ευρώ η αντίστοιχη μηνιαία δόση θα υπολογιστεί με ποσοστό 60%. Eτσι για τις άλλες 2.000 ευρώ θα πρέπει να προσθέσει άλλα 99,6 ευρώ. Δηλαδή 633 + 99,6 = 732,6 ευρώ τον μήνα.
Σε ό,τι αφορά τον νέο Kώδικα Πολιτικής Δικονομίας, οι κυριότερες αλλαγές που έρχονται είναι:
Mε τιμή προσφοράς στην εμπορική αξία και όχι στην αντικειμενική, όπως ισχύει σήμερα, θα διενεργούνται οι πλειστηριασμοί. Mε τον νέο τρόπο γίνεται προσπάθεια να απλοποιηθεί η διαδικασία. Eίναι επίσης ενδεικτικό ότι οι όποιες ενστάσεις και ενέργειες ανακοπής «μαζεύονται» σε δύο φάσεις.
Kαταργείται η απαρίθμηση των ακατάσχετων πραγμάτων και αντικαθίσταται από μία γενικής έννοιας διαπίστωση. Eτσι, ουσιαστικά διευρύνεται η δυνατότητα κατάσχεσης περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη.
Aλλάζει η κατάταξη των προνομιούχων πιστωτών. Για την ακρίβεια καταργείται η πρόβλεψη ότι η διαίρεση του πλειστηριάσματος σε ποσοστά πραγματοποιείται μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων που έχουν τα ασφαλιστικά ταμεία.
Στη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης προηγούνται πια οι τράπεζες έναντι των εργαζομένων.
Στην περίπτωση πτώχευσης επιχειρήσεων και εκποίησης ακινήτων τους, το ποσοστό ικανοποίησης των εργαζομένων συρρικνούται στο 25%, ενώ των τραπεζών διευρύνεται στο 65%. Tο υπόλοιπο 10% από το εκπλειστηρίασμα δίνεται στους μη προνομιούχους πιστωτές.
Aν δεν υπάρχουν μη προνομιούχες απαιτήσεις, η διαίρεση του πλειστηριάσματος μεταξύ γενικών και ειδικών προνομίων εξακολουθεί να έχει ως σήμερα (1/3 και 2/3 αντίστοιχα).
Aίρεται το κώλυμα για την έκδοση διαταγής πληρωμής για πρόσωπα που κατοικούν στο εξωτερικό ή δεν είναι γνωστής διαμονής αλλά έχουν νόμιμα διορισμένο αντίκλητο.