Ως πληρωμένο ζιγκολό επωνύμων, της σόου μπιζ και του χώρου της μόδας,
παρουσίασε τον εαυτό του ο 27χρονος Στάνισλαβ Μπακαρτζίεφ ή «Σάββας»,
κατά τη διάρκεια των διαδοχικών και πολύωρων ανακρίσεων από...
τους αστυνομικούς.
τους αστυνομικούς.
Υποστήριξε πως γνώριζε ακόμη και τους
δολοφόνους του 83χρονου γνωστού συγγραφέα Μένη Κουμανταρέα, οι οποίοι
σύχναζαν στα ίδια γκέι μπαρ, όπως και εκείνος, αναζητώντας «πελάτες».
«Έχω κάνει έρωτα με πολλούς επώνυμους της σόου μπιζ και του χώρου της
μόδας. Κοιμήθηκα με δύο μόδιστρους και έναν γνωστό κομμωτή. Τους
αναγνώρισα μετά όταν τους είδα στα κανάλια. Μου έδιναν πολύ καλά λεφτά.
Είχα πάρει 100-200 ευρώ την κάθε φορά από αυτούς», ισχυρίστηκε αφήνοντας
εμβρόντητους τους αστυνομικούς που τον ανέκριναν ο 27χρονος «Σάββας»,
ισχυρισμοί που φαίνεται να επιβεβαιώνονται σε ένα βαθμό, με τα στοιχεία
της υπερβολής που προσέθεσε ο δράστης.
Ο Μπακαρτζίεφ προσπαθούσε να αλλάξει κατεύθυνση στις ερωτήσεις
προτάσσοντας το «ροζ» κουτσομπολιό και να κερδίσει χρόνο ώστε να
μεθοδεύσει τις επόμενες κινήσεις του.
Θαμώνας σε γκέι μπαρ των Κάτω Πατησίων
Οι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. εκτιμούν πως με αυτή τη «στροφή» επεδίωκε
να τους αποπροσανατολίσει από τον βασικό στόχο αναζήτησης του μικρού
κοριτσιού, δίνοντας ροζ απόχρωση στις αφηγήσεις του και στο παρελθόν του
στις πιάτσες του αγοραίου έρωτα.
Προσπάθησε έντονα να «καθοδηγήσει» τους αστυνομικούς σε ροζ
μονοπάτια, παραθέτοντας λεπτομέρειες των ερωτικών του συνευρέσεων με
τους διάσημους παρτενέρ του. Για να τραβήξει ακόμη περισσότερο το
ενδιαφέρον των αστυνομικών μπήκε και σε διαδικασία «αξιολόγησης» των
επιδόσεων των επώνυμων κατά τη διάρκεια των πριβέ συναντήσεών τους.
Ο «Σάββας» πριν γνωρίζει τη Δημητρίνα Μπορίσοβα σύχναζε σε γκέι μπαρ
των Κάτω Πατησίων, προσφέροντας έναντι αμοιβής τις ερωτικές υπηρεσίες
του στους επώνυμους θαμώνες των καταστημάτων, που ζητήσουν την «παρέα»
του. Ισχυρίστηκε μάλιστα ότι σε αυτά τα στέκια είχε γνωρίσει τον 25χρονο
Στεφάν Ματασαρεάνου και τον 29χρονο Κοσμίν Γκαϊτάν, δολοφόνους του
83χρονου συγγραφέα Μένη Κουμανταρέα, στις 5 Δεκεμβρίου 2014 μέσα στο
σπίτι του στην Κυψέλη. Τους αναγνώρισε, όπως είπε στους αστυνομικούς,
από τις φωτογραφίες τους, που είχαν δει το φως της δημοσιότητας μετά τη
σύλληψή τους, αποφεύγοντας να πει αν γνώριζε και τον συγγραφέα.
Ήθελε να διαφύγει
Μέσα από το «μονόκλινο» κελί των φυλακών Κέρκυρας, Ο άνθρωπος που
συγκλόνισε το πανελλήνιο με τη φρικαλεότητα των πράξεων πάνω στην 4χρονη
κόρη του, επινόησε το σενάριο εξαφάνισης της, παρότι την είχε σκοτώσει
και βεβηλώσει το νεκρό κορμί της.
Έπειτα πήρε «νομικές» συμβουλές για να αρνείται πεισματικά ότι τη
σκότωσε, προκειμένου να κατηγορηθεί μόνο για περιύβριση νεκρού, αφού
ήλπιζε ότι δεν θα βρισκόταν ποτέ το εξαϋλωμένο κορμί της Άννυ.
Στη συνέχεια προσπάθησε να πείσει τη Δημητρίνα Μπορίσοβα, ότι οι
ευθύνες της εξαφάνισης του παιδιού θα έπεφταν πάνω της, σχεδιάζοντας
«απόδραση» στη Βουλγαρία, που χάλασε από την αντίθετη επιθυμία της
συντρόφου του υπό τις έντονες πιέσεις των γονιών της. Δεν μπορούσε να
μην την ασπαστεί αφού μια τέτοια κίνηση θα τον καθιστούσε υπεύθυνο για
κάτι περισσότερο από την εξαφάνιση της Άννυ.
Μετά τις αποτρόπαιες αναλυτικές αποκαλύψεις του για τον τρόπο με τον
οποίο εξαφάνισε το παιδί του, χωρίς βέβαια να παραδέχεται ότι το
σκότωσε, αλλά πέθανε εξαιτίας «ασθένειας», απέδωσε τις ευθύνες για τον
θάνατο και τον τεμαχισμό του παιδιού, στον φίλο του Βούλγαρο, που
συντέλεσε σημαντικά στην εξιχνίαση της υπόθεσης. Κάτι αντίστοιχο
φαίνεται να πιστεύει και η Δημητρίνα Μπορίσοβα, θεωρώντας ότι και ο
30χρονος Νασίφ Αχμέντοφ ή Νικολάϊ, έχει συμμετοχή στην φρικαλέα
εξαφάνιση του παιδιού της.
Οι αστυνομικοί δεν «τσίμπησαν» στο ροζ δόλωμά του, δεν ξέφυγαν από
τον κυρίαρχο στόχο εντοπισμού του παιδιού, και όταν διαπίστωσαν ότι
αυτός ήταν αδύνατος, καθώς τα στοιχεία τους οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι
το παιδί είναι νεκρό, επεδίωξαν εντονότερα την εξιχνίαση της υπόθεσης
και την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη στοιχειοθέτησή της, παρά τον
περιορισμένο χρόνο που είχαν στη διάθεσή τους.
Από αυτούς τους ισχυρισμούς των ερωτικών περιπετειών του 27χρονου, το
μόνο που είχαν διαπιστώσει οι αστυνομικοί κατά τη διάρκεια της έρευνας
ήταν πως πράγματι ήταν τακτικός θαμώνας γκέι μπαρ του κέντρου της
Αθήνας, και μάλιστα καλοπληρωμένος ζιγκολό ομοφυλόφιλων. Ένας «φίλος»
του είχε καταθέσει πως είχε γνωριστεί με τον «Σάββα» το 2007, μέσω της
τραβεστί «Ρόζα», κοινή γνωστή τους, και έγιναν «ζευγάρι» από το 2008 έως
το 2010 όταν φαίνεται να γνώρισε τη Δημητρίνα Μπορίσοβα.
Μετά την εξιχνίαση της υπόθεσης, οι αστυνομικοί ερευνώντας «χλιαρά»
αυτούς τους ισχυρισμούς αποπροσανατολισμού που ξεστόμιζε ο κυνικός
δολοφόνος του παιδιού του, έγιναν αποδέκτες πληροφοριών που τους
επιβεβαίωναν σε έναν σημαντικό βαθμό.
Τη σκότωσε για να μη χάσει τη «χορηγία» της Δημητρίνα
Αν και η υπόθεση της Άννυ δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συγκριθεί
με αυτή του Μένη Κουμανταρέα, οι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. βλέπουν κοινά
στοιχεία στα προσωπικά χαρακτηριστικά των δραστών των δύο υποθέσεων. Και
οι τρεις έδειξαν με τον πιο εμφατικό τρόπο την απαξία τους για την
ανθρώπινη ζωή, ενώ και τα κίνητρα των πράξεων τους, για διαφορετικούς
λόγους στην κάθε περίπτωση, ήταν οικονομικά.
Ο «Σάββας» εξαφάνισε αποτρόπαια το παιδί του, φοβούμενος ότι θα έχανε
τη Δημητρίνα που εκδιδόταν, προσφέροντας οικονομικά στην καλή ζωή του
και την αγορά ναρκωτικών ουσιών, ενώ είχε και «χορηγούς». Οι Στεφάν και
Κοσμίν, και κυρίως ο πρώτος, δεν δίστασε να σκοτώσει τον επί μία
τουλάχιστον 10ετία «ευεργέτη» του, για να του πάρει με τη βία τις
200.000 ευρώ από την αγοραπωλησία ακινήτου. Ο Στεφάν επεδίωκε έντονα την
καλή ζωή, γρήγορα, με την εξοικονόμηση χρηματικών ποσών που ήθελε να
αντλήσει από τον 83χρονο συγγραφέα, που αντιδρούσε στις προθέσεις του.
Ο «Σάββας» μετά τα όσα έκανε στο παιδί του, έπινε τον καφέ του, πρωί
και απόγευμα, σε internet café, ενώ ενδιάμεσα έκανε αγορές ρουχισμού και
δώρων σε εμπορικά κέντρα της Αθήνας.
Ο δολοφόνος του Μένη Κουμανταρέα μετά την πράξη του προέβη σε αγορές
μοντέρνων ρούχων, γυρνούσε σε μεγάλα εμπορικά κέντρα της Αττικής και
χωρίς τύψεις, ξεκίνησε την έντονη κοινωνική ζωή, γλεντώντας σε μεγάλα
κλαμπ της πρωτεύουσας. Είναι χαρακτηριστικό ότι δύο ημέρες πριν από τη
σύλληψή του διασκέδαζε μέχρι πρωίας σε γνωστό κέντρο διασκέδασης στο
Γκάζι.