Αθέατες πλευρές για τον τρόπο δράσης της τρομοκρατικής οργάνωσης 17 Ν, αποκαλύπτει ο αρχιεκτελεστής της οργάνωσης Δημήτρης Κουφοντίνας μέσα από το...
βιβλίο του.
Ειδικά για τους συνεργούς, τους πληροφοριοδότες κ.λπ, ο Κουφοντίνας γράφει τηρώντας τους παλιούς κανόνες του συνωμοτισμού, αποφεύγοντας να κατονομάσει και να ενοχοποιήσει πρόσωπα. Από την τακτική αυτή, φυσικά, εξαιρούνται οι νεκροί, όπως ο Χρήστος Τσουτσουβής της «Αντικρατικής Πάλης» ο οποίος σκοτώθηκε το 1985 σε συμπλοκή με την αστυνομία και ο διαβόητος «Κόμης», ιδρυτικό στέλεχος της 17Ν, ο οποίος έχασε τη ζωή του σε τροχαίο δυστύχημα.
Για τον Τσουτσουβή, τον «Ανέστη» όπως είναι το συνθηματικό όνομα που χρησιμοποιεί στο βιβλίο του, ο Κουφοντίνας γράφει ότι σε κάποια επίθεση «ο Ανέστης είχε έρθει για κάλυψη. Κοιταχτήκαμε. Πρώτα έκανε τον αδιάφορο, ύστερα, σαν να το ξανασκέφτηκε, μισογέλασε και μου έκλεισε το μάτι. Εκείνα τα μάτια που ήξεραν να αστράφτουν θα τα δω παγωμένα λίγα χρόνια αρότερα να με κοιτάζουν μέσα από μια εφημερίδα.
«Το δίκιο του Ανέστη χανόταν και η (σωστή) κριτική του αδυνάτιζε από τον ορμητικό και ριψοκίνδυνο τρόπο του. Ήταν παλικάρι, όμως αρκετές φορές χρειάστηκε να τον φρενάρουμε στην πρακτική δουλειά, να ψάχνουμε πώς να διακινδυνεύουμε όσο το δυνατόν λιγότερο».
Το βιβλίο του Κουφοντίνα διατρέχει μια πικρία για τις εσωτερικές διχογνωμίες στη 17Ν, οι οποίες αφορούσαν στην οργανωτική της δομή και εισηγούνταν δύο διαφορετικές προσεγγίσεις στην στρατολόγηση νέων μελών, μία αυστηρή -για λόγους ασφαλείας- και μια πολύ πιο χαλαρή. «Μετρώ εξαιρετικούς συντρόφους» γράφει ο Κουφοντίνας «που οδηγήθηκαν στην απομάκρυνση, στην αδρανοποίηση. Ήταν ένα από τα κακά αποτελέσματα του συγκεκριμένου μοντέλου της οργάνωσης, των συγκεκριμένων ανθρώπων που το ενσάρκωναν και το προωθούσαν». Και συνεχίζει αναφερόμενος ειδικά στον «Κόμη», σε μια λογοτεχνική έξαρση: «Ο Γιάννης όμως έφυγε νωρίς. Δίχως να προδώσει το όνειρο, δίχως να το δει να προδίνεται. Όταν είδα ξαφνικά το παγωμένο, κάπως μελαγχολικό, χαμόγελο να με κοιτά μέσα από την εφημερίδα, καθόμουν στο Λάντα. Το παμπάλαιο κασετόφωνο έπαιζε εκείνη την ώρα τον 'Ακροβάτη'. Όλα πάγωσαν τριγύρω και μέσα μου, οι νότες και οι στίχοι του τραγουδιού διαπερνούσαν το μυαλό μου που δεν ήθελε να αποδεχτεί την είδηση. Ο φίλος, ο σύντροφος, ο Κόμης της οργάνωσης, ο Γιάννης Σκανδάλης, ακροβατούσε μια ζωή, μέχρι το τέλος ακροβάτης, μέχρι να πέσει σε εκείνη τη μοιραία στροφή στη Μάνη με τη μηχανή του. Έμεινα ώρα ακίνητος. Μούχρωνε έξω, βράδιαζε μέσα μου. Έκανα χρόνια να μπορέσω να ξανακούσω εκείνο το τραγούδι».
Για την αποτυχημένη επίθεση που αποδείχθηκε μοιραία για την ίδια τη 17Ν, όταν η βόμβα εξερράγη στα χέρια του Σάββα Ξηρού τον Ιούνιο του 2002, ο Κουφοντίνας αποκαλύπτει ότι «σκεφτόμουν ξανά πως εκείνη η ενέργεια δεν μου πήγαινε καλά. Έπρεπε να γίνει με ωρολογιακούς μηχανισμούς που να διαφέρουν από τους κλασικούς μηχανισμούς της οργάνωσης. Δίχως εκείνα τα μεγάλα κινέζικα ξυπνητήρια που έδιναν την ασφάλεια του παλιού γνώριμου». Εν αντιθέσει, όμως, με την αστοχία του γερμανικού μηχανισμού που τελικά χρησιμοποιήθηκε και αποδείχθηκε αχίλλειος πτέρνα, ένα από τα ατού της 17Ν ήταν, πάντα κατά το Δημήτρη Κουφοντίνα, η συστηματική, εξαντλητική προετοιμασία, ήδη από τη συγκέντρωση των κρίσιμων πληροφοριών πριν από κάποιο χτύπημα: «Όσο για τα αστυνομικού τύπου ερωτήματα, 'ποιος τους έδωσε τις πληροφορίες' κ.λπ., η απάντηση είναι πολύ απλή: Οι πληροφορίες έβγαιναν με πάρα πολύ κόπο. Πολλή αναζήτηση στις σελίδες εφημερίδων και εξειδικευμένων εντύπων. Πολύ τρέξιμο στο δρόμο, πολλές παρατηρήσεις».
βιβλίο του.
Ειδικά για τους συνεργούς, τους πληροφοριοδότες κ.λπ, ο Κουφοντίνας γράφει τηρώντας τους παλιούς κανόνες του συνωμοτισμού, αποφεύγοντας να κατονομάσει και να ενοχοποιήσει πρόσωπα. Από την τακτική αυτή, φυσικά, εξαιρούνται οι νεκροί, όπως ο Χρήστος Τσουτσουβής της «Αντικρατικής Πάλης» ο οποίος σκοτώθηκε το 1985 σε συμπλοκή με την αστυνομία και ο διαβόητος «Κόμης», ιδρυτικό στέλεχος της 17Ν, ο οποίος έχασε τη ζωή του σε τροχαίο δυστύχημα.
Για τον Τσουτσουβή, τον «Ανέστη» όπως είναι το συνθηματικό όνομα που χρησιμοποιεί στο βιβλίο του, ο Κουφοντίνας γράφει ότι σε κάποια επίθεση «ο Ανέστης είχε έρθει για κάλυψη. Κοιταχτήκαμε. Πρώτα έκανε τον αδιάφορο, ύστερα, σαν να το ξανασκέφτηκε, μισογέλασε και μου έκλεισε το μάτι. Εκείνα τα μάτια που ήξεραν να αστράφτουν θα τα δω παγωμένα λίγα χρόνια αρότερα να με κοιτάζουν μέσα από μια εφημερίδα.
«Το δίκιο του Ανέστη χανόταν και η (σωστή) κριτική του αδυνάτιζε από τον ορμητικό και ριψοκίνδυνο τρόπο του. Ήταν παλικάρι, όμως αρκετές φορές χρειάστηκε να τον φρενάρουμε στην πρακτική δουλειά, να ψάχνουμε πώς να διακινδυνεύουμε όσο το δυνατόν λιγότερο».
Το βιβλίο του Κουφοντίνα διατρέχει μια πικρία για τις εσωτερικές διχογνωμίες στη 17Ν, οι οποίες αφορούσαν στην οργανωτική της δομή και εισηγούνταν δύο διαφορετικές προσεγγίσεις στην στρατολόγηση νέων μελών, μία αυστηρή -για λόγους ασφαλείας- και μια πολύ πιο χαλαρή. «Μετρώ εξαιρετικούς συντρόφους» γράφει ο Κουφοντίνας «που οδηγήθηκαν στην απομάκρυνση, στην αδρανοποίηση. Ήταν ένα από τα κακά αποτελέσματα του συγκεκριμένου μοντέλου της οργάνωσης, των συγκεκριμένων ανθρώπων που το ενσάρκωναν και το προωθούσαν». Και συνεχίζει αναφερόμενος ειδικά στον «Κόμη», σε μια λογοτεχνική έξαρση: «Ο Γιάννης όμως έφυγε νωρίς. Δίχως να προδώσει το όνειρο, δίχως να το δει να προδίνεται. Όταν είδα ξαφνικά το παγωμένο, κάπως μελαγχολικό, χαμόγελο να με κοιτά μέσα από την εφημερίδα, καθόμουν στο Λάντα. Το παμπάλαιο κασετόφωνο έπαιζε εκείνη την ώρα τον 'Ακροβάτη'. Όλα πάγωσαν τριγύρω και μέσα μου, οι νότες και οι στίχοι του τραγουδιού διαπερνούσαν το μυαλό μου που δεν ήθελε να αποδεχτεί την είδηση. Ο φίλος, ο σύντροφος, ο Κόμης της οργάνωσης, ο Γιάννης Σκανδάλης, ακροβατούσε μια ζωή, μέχρι το τέλος ακροβάτης, μέχρι να πέσει σε εκείνη τη μοιραία στροφή στη Μάνη με τη μηχανή του. Έμεινα ώρα ακίνητος. Μούχρωνε έξω, βράδιαζε μέσα μου. Έκανα χρόνια να μπορέσω να ξανακούσω εκείνο το τραγούδι».
Για την αποτυχημένη επίθεση που αποδείχθηκε μοιραία για την ίδια τη 17Ν, όταν η βόμβα εξερράγη στα χέρια του Σάββα Ξηρού τον Ιούνιο του 2002, ο Κουφοντίνας αποκαλύπτει ότι «σκεφτόμουν ξανά πως εκείνη η ενέργεια δεν μου πήγαινε καλά. Έπρεπε να γίνει με ωρολογιακούς μηχανισμούς που να διαφέρουν από τους κλασικούς μηχανισμούς της οργάνωσης. Δίχως εκείνα τα μεγάλα κινέζικα ξυπνητήρια που έδιναν την ασφάλεια του παλιού γνώριμου». Εν αντιθέσει, όμως, με την αστοχία του γερμανικού μηχανισμού που τελικά χρησιμοποιήθηκε και αποδείχθηκε αχίλλειος πτέρνα, ένα από τα ατού της 17Ν ήταν, πάντα κατά το Δημήτρη Κουφοντίνα, η συστηματική, εξαντλητική προετοιμασία, ήδη από τη συγκέντρωση των κρίσιμων πληροφοριών πριν από κάποιο χτύπημα: «Όσο για τα αστυνομικού τύπου ερωτήματα, 'ποιος τους έδωσε τις πληροφορίες' κ.λπ., η απάντηση είναι πολύ απλή: Οι πληροφορίες έβγαιναν με πάρα πολύ κόπο. Πολλή αναζήτηση στις σελίδες εφημερίδων και εξειδικευμένων εντύπων. Πολύ τρέξιμο στο δρόμο, πολλές παρατηρήσεις».