Αποσπάσματα από το βιβλίο «Πολιτική ευθύνη» του Σάββα Ξηρού που θα κυκλοφορήσει σε λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Κονιδάρη είδαν το φως...
της δημοσιότητας. Σε αυτά ο καταδικασμένος για την 17Ν αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο εκείνος βλέπει τη συμμετοχή του στην οργάνωση και τις εμπειρίες του από τις φυλακές και τη λειτουργία του σωφρονιστικού συστήματος.
«Στο εδώλιο δεν κάθισε η Οργάνωση, αλλά πρόσωπα... Αυτό που ήξερε ο κόσμος ως Οργάνωση πλέον δεν υφίσταται... Κανείς δεν μπορεί να πει ότι "εγώ είμαι η Οργάνωση" ή "εγώ κράτησα τη σωστή γραμμή, οπότε παίρνω και τον τίτλο"» επισημαίνει για την 17Ν ο Σ.Ξηρός.
«Όποιος έχει περάσει τις πύλες της φυλακής, όπως και στην Κόλαση του Δάντη, υποχρεούται να εγκαταλείψει εκεί κάθε ελπίδα ότι θα ξαναγίνει κάποτε μέλος της κοινωνίας. Το μόνο που θα μπορέσει στο εξής να προσφέρει στην κοινωνία θα είναι το παράδειγμα προς αποφυγήν, ως αρνητικό πρότυπο» σημειώνει.
Ο Σάββας Ξηρός αναφέρει για τα κίνητρά του: «Το βασικό μου κίνητρο ήταν η αγάπη προς τους άλλους και κυρίως για αυτούς που είχαν βιώσει την αδικία. Οταν έχεις και το αίσθημα της αυτοθυσίας, αυτό σε οδηγεί στη βεβαιότητα για τις επιλογές σου, που είναι και το επόμενο βήμα. Η βεβαιότητα οδηγεί στην τόλμη και η τόλμη στην υπέρβαση. Αυτή η βεβαιότητα όμως έχει κι ένα ελάττωμα: όταν βασίζεσαι στην αυτοπεποίθηση, φουντώνει τον εγωισμό. Επειδή, σε τέτοιες καταστάσεις, δεν μπορείς να έχεις συμβούλους ή να εμπιστεύεσαι άλλους ανθρώπους και πρέπει να βασίζεσαι μόνο σε αυτά που ξέρεις και ένας άνθρωπος δεν μπορεί να τα κάνει όλα τέλεια και όλα σωστά, για αυτό και κάποια στιγμή θα κάνει το μοιραίο λάθος. Οσο πιο μεγάλη είναι η αυτοπεποίθηση, τόσο πιο σφοδρή θα είναι και η σύγκρουση...»
Σε άλλο σημείο αναφέρει: «Για μένα έγκλημα είναι αυτό που ζούμε τώρα, αυτή η λεηλασία δεκαετιών του κράτους, που μας έχει φέρει σ’ αυτή την κατάσταση, δηλαδή το έγκλημα των πολιτικών. Βέβαια πολλοί θα πουν· εσύ το λες αυτό; Εσύ ποιος είσαι; Εγώ δεν θεωρώ ότι είμαι τρομοκράτης, θεωρούσα ότι νομιμοποιούμαι από το παλιό άρθρο του Συντάγματος, το 114, καθώς το Σύνταγμα έχει γίνει από τους πολιτικούς λάστιχο για να προσαρμόζεται στις επιθυμίες τους. Οσο δρούσε η Οργάνωση δεν τρομοκρατούσε τους πολίτες με τέτοιο τρόπο, ώστε άλλοι να αυτοκτονούν, άλλοι να καταφεύγουν στα ψυχοφάρμακα και άλλοι να φεύγουν μετανάστες. Δεν θεώρησα ποτέ τον εαυτό μου κάποιου είδους πρωτοπορία, αλλά σαν μέλος μιας κοινωνίας που υφίσταται κάποιες αδικίες πιστεύω ότι έκανα κάτι το οποίο πολλοί επιθυμούσαν αλλά ελάχιστοι το τολμούσαν. Ετσι, εκπροσωπώντας όλους αυτούς στην πρακτική, τους εκπροσωπώ και σήμερα ως φυλακισμένος. Αυτό υποδηλώνει ένα είδος ελαχιστοποίησης της βίας».
Σε ό,τι αφορά τις φυλακές και το σωφρονιστικό σύστημα τονίζει: «... απ' την άλλη, υπάρχουν διάφορες εθνότητες που κάνουν συμμορίες. Αλλοι έχουν τα ναρκωτικά, άλλοι έχουν τα οινοπνευματώδη, άλλοι κάνουν απλώς εμπόριο κι όταν ακούς για καυγά στον Κορυδαλλό είναι συνήθως για συναλλαγές, για χρέη, για ναρκωτικά, για κλοπές, για τοκογλυφία. Η κοινωνία της φυλακής, μια κοινωνία κρατουμένων μαζί και υπαλλήλων, είναι μια μικρογραφία της έξω κοινωνίας, με τα προβλήματά της διογκωμένα. Κυριαρχεί η συναλλαγή κι η ιδιοτέλεια, η δουλοπρέπεια κι ο ατομισμός, το ψεύδος και η απάτη, η συκοφαντία και η εκδικητικότητα, ο αυταρχισμός κι η απαξίωση, η εξαθλίωση, ο εξευτελισμός. Πρόκειται για μια κοινωνία σε πλήρη παρακμή και αποσύνθεση, χωρίς να αποκλείονται και οι φωτεινές εξαιρέσεις, όπως κι έξω, αλλά εξαιρέσεις. Ο,τι τυχόν θετικό υπάρχει δεν πηγάζει από τους θεσμούς, αλλά από το φιλότιμο, ενώ η γενική ροπή είναι σε κάθε περίπτωση προς την εξαχρείωση...»
«...υπάρχει και το υλικό στοιχείο, ως λύση και ταυτόχρονα αιτία όλων των προβλημάτων, που ακούει στο όνομα βιοχημική καταστολή, από τη λάθρα χορήγηση ουσιών, που θα αναφερθούμε εκτενώς στο τέλος, μέχρι τα «νόμιμα» ψυχοφάρμακα, μέχρι τα παράνομα ναρκωτικά. Αυτή η πραγματικότητα δημιουργεί το υπόβαθρο για την οικονομία της φυλακής. Τα τσιγάρα, τα ψυχοφάρμακα, οι τηλεκάρτες, σαν μέσα μιας ανταλλακτικής οικονομίας, συνιστούν ταυτόχρονα και σκληρό νόμισμα για τους εμπόρους ναρκωτικών, που δεν περιφρονούν και άλλα τιμαλφή, με συνέπεια οι εξαρτημένοι να απομένουν πολύ σύντομα με μια βερμούδα και ένα ζευγάρι σαγιονάρες, αν είναι τυχεροί. Εκτός από τους χρήστες, στην ίδια μοίρα είναι και οι μετανάστες, καθώς και όσοι από τους ντόπιους έχουν εγκαταλειφθεί από τις οικογένειές τους. Αυτοί, για ένα τσιγάρο ή για έναν καφέ, υπόκεινται σε κάθε είδους εξευτελισμό και εκμετάλλευση. Δεν υπάρχει αλληλεγγύη. Τους βρίσκουν στην ανάγκη και τους πατάνε στον λαιμό. Θα έλεγα ότι πρόκειται για ένα ακριβές αντίγραφο μιας αυτορρύθμισης της αγοράς με βάση την προσφορά και τη ζήτηση: ζούγκλα...»
Τα αποσπάσματα από το βιβλίο του Σάββα Ξηρού δημοσίευσε η Εφημερίδα των Συντακτών.