- Του Σταύρου Θεοδωράκη
Ξαφνιάστηκαν κάποιοι «καθώς πρέπει συνάδελφοι» – κυρίως στο ίντερνετ – επειδή προ ημερών ανέφερα ότι έχω δει πόρνες στα υπουργεία και κυρίες στα μπουρδέλα. Πριν προσπαθήσω να τεκμηριώσω τον ισχυρισμό μου να σας πω τι ακριβώς συνέβη. Ήμουν στην...
Επανομή στο κτήμα Γεροβασιλείου. Ίσως να το ξέρετε, ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου έχει φτιάξει δίπλα από τα κτήματα του και το οινοποιείο του, ένα μουσείο κρασιού (απίστευτου ενδιαφέροντος) μαζί με μια μεγάλη αίθουσα συζητήσεων.
Και μια-δυο φορές τον χρόνο καλεί κάποιον (από τον Σαββόπουλο μέχρι τον Πήτερ Οικονομίδη) να «αντιπαρατεθεί» με ανθρώπους που καταφτάνουν στο κτήμα από όλες τις γύρω περιοχές και κυρίως από την Θεσσαλονίκη. Κάτι σαν αρχαίο συμπόσιο δηλαδή – υπερβάλλω καθότι εδώ η κατανάλωση αλκοόλ είναι περιορισμένη (υπάρχει και ο δρόμος της επιστροφής) ενώ πουθενά δεν είδα κάστανα, κουκιά και ψημένους κόκκους σίτου, «τραγήματα» δηλαδή που συνόδευαν τα αυθεντικά συμπόσια. Τέλος πάντων. Αφορμή για την δική μου πρόσκληση ήταν το βιβλίο που βγάλαμε μαζί με τον σκιτσογράφο Δημήτρη Χαντζόπουλο για «Αυτό που ζούμε».
Πήγα λοιπόν ένα κρύο βράδυ Δευτέρας στην Επανομή και βρήκα μια «άλλη Ελλάδα» να με περιμένει. Δάσκαλοι που ανησυχούν για τα σχολεία τους. Αγρότες που ανησυχούν για τα χωράφια τους. Άνθρωποι της αγοράς που ανησυχούν για τις δουλειές τους. Φοιτητές που ανησυχούν για το μέλλον τους. Βλακείες γράφω. Γιατί το χαρακτηριστικό αυτών των ανθρώπων δεν ήταν ότι μουρμουράνε… ανησυχία αλλά ότι αναζητούν λύσεις ενώ ορισμένοι από αυτούς τις δημιουργούν κιόλας. Κουβέντιασα 3 ώρες μαζί τους και το καταχάρηκα.
Σχεδόν ξέχασα την μιζέρια και την γκρίνια που πουλάνε κατά κόρον κάποιοι στην Αθήνα. Ποιος ενδιαφέρεται για «λύσεις» θα μου πεις; Εδώ είναι το πρόβλημα. Στην χώρα τείνει να παγιωθεί μια ατμόσφαιρα «εκστρατείας». Μην κάνεις τίποτα, μην διορθώσεις τίποτα, μην χτίσεις τίποτα, γιατί την εγκαταλείπουμε σιγά-σιγά. Και είναι θλιβερό που στην ατμόσφαιρα αυτή συμβάλλουν και κάποιοι που αυτοαποκαλούνται αριστεροί. Σαν να έχουν εναποθέσει όλες τους τις ελπίδες στην Δευτέρα (αριστερή) παρουσία. Τότε που θα ανοίξουν οι ουρανοί και θα βρέξει λύσεις. Αυτόν τον παράδεισο όμως εγώ δεν τον πιστεύω. Κι ας τον προπαγανδίζουν συνεχώς ορισμένοι πολιτικοί και αρκετοί πλέον δημοσιογράφοι. Τους οποίους δημοσιογράφους κατέταξα δεύτερους στην “λίστα της ευθύνης” μετά τους πολιτικούς (τρίτους κατέταξα τις συνδικαλιστές και αμέσως μετά τους δικαστές και τους δικηγόρους – το νομικό σύστημα της χώρας δηλαδή). «Μα δεν εκτιμάτε τους συναδέλφους σας», με ρώτησε στο τέλος της εκδήλωσης μια έξυπνη δημοσιογράφος του TV Μακεδονία. «Γιατί να τους εκτιμώ; Υπάρχουν δημοσιογράφοι που εκτιμώ και δημοσιογράφοι που απεχθάνομαι. Δεν έχουν την επιφοίτηση του καλού οι δημοσιογράφοι».
Η απάντηση μου την ξάφνιασε αλλά δεν την πτόησε. Επέμενε να ρωτάει για τα όρια του καλού και του κακού στη δημόσια ζωή. Εκεί λοιπόν της είπα ότι «έχω βρει πολύ καλούς ανθρώπους στα πορνεία και έχω βρει πόρνες στα υπουργεία».
Τώρα που το ξανασκέφτομαι η προφορική μου απάντηση εκείνη τη Δευτέρα στην Επανομή με αντιπροσωπεύει απόλυτα. Θα μπορούσα να την πω για τις επιχειρήσεις, την εκκλησία, τους διανοούμενους, τις ΜΚΟ, τα κόμματα, τα ΑΕΙ, την αστυνομία, τις φυλακές, τους καλλιτέχνες, τους Δημάρχους, το ίντερνετ… Η χώρα είναι καθέτως διχοτομημένη. Αυτοί που προσπαθούν για το καλό και αυτοί που υπερασπίζονται το κακό. Ποιοι είναι οι περισσότεροι;
Οι καλοί, θα σου πω εγώ. Απλώς ακόμη είναι αδύναμη «η συνομωσία του καλού». Όσο αναβάλλεται όμως η επανεκκίνηση της χώρας, όσο οι αλλαγές, έστω οι μικρές καθημερινές αλλαγές, μετατίθενται συνεχώς στο μέλλον –όσο δηλαδή κάποιοι τάζουν αριστερούς παραδείσους όπως οι φονταμενταλιστές υπόσχονται πιλάφια και παρθένες, στην άλλη την αιώνια ζωή- τόσο θα κερδίζει έδαφος η πορνεία.